Newsletter

Συμπληρώστε το e-mail σας και διαβάστε το καθημερινό newsletter από το dictyo.gr
  
  
  
Προβολή άρθρων κατά ημερομηνία: Μάιος 2015 - ΔΙΚΤΥΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ dictyo.gr
Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα
Δευτέρα, 04 Μαΐου 2015 02:34

Ελληνικός πολιτισμός, Χάρτες

 
Ethnic Groups of Archaic GreeceΧάρτες Αρχαίας
Χάρτης της περσικής αυτοκρατορίας γύρω στο 480 π.Χ. 
Διαδραστικός χάρτης με την Αθηναϊκή Συμμαχία τον 5ο αι. π.Χ.  (του συναδέλφου Βασίλη Βασιλείου)
Χάρτες του πελοποννησιακού πολέμου 
Χάρτης της Μακεδονίας ως το 336 π.Χ. 
Χάρτης της Κύπρου στα κλασικά χρόνια 
Διαδραστικός χάρτης με την εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου   (του συναδέλφου Βασίλη Βασιλείου)
Χάρτης με τα ελληνιστικά βασίλεια 
Χάρτες βυζαντινής περιόδου
Χάρτες της βυζαντινής αυτοκρατορίας από το 324 μ.Χ. ως το 1451 μ.Χ.
Χάρτες Νεότερης
 
http://users.sch.gr
Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα
 
 

Η έναρξη της πολιορκίας και η παράταξη των δυνάμεων των Βυζαντινών
Στις 2 Απριλίου μια τεράστια Οθωμανική στρατιά που αποτελείτο από τον τακτικό στρατό, τους γενίτσαρους που περιστοίχιζαν τον Σουλτάνο Μεχμέτ Β’, δεκάδες κανόνια με εκατοντάδες βόδια να τα σέρνουν και ένα μεγάλο πλήθος ατάκτων αλλά και βοηθητικών πλησιάζει στα 8 χιλιόμετρα την Κωνσταντινούπολη. Η πορεία του Οθωμανικού στρατεύματος παρουσιάζεται με γλαφυρότητα από τον Τουρσούν Μπέη (μέλος της ακολουθίας του Μεχμέτ ) :

<< Όταν προχωρούσαν το μέρος έμοιαζε με δάσος βελανιδιάς από τις αιχμές των δοράτων, όταν στρατοπέδευαν η γη χανόταν κάτω από τα αντίσκηνα. Ο Οθωμανικός στρατός κυλούσε κατά του
φρουρίου σαν την κυματιστή θάλασσα. Τι στρατός ! Ένα βουνό ντυμένο σαν ατσάλι. Θάλασσα φουρτουνιασμένη , από τον ήχο της νίκης. Συντάγματα τέτοια που μόνος του καθένας από τους

άντρες τους μπορούσε να εκμηδενίσει ένα ολόκληρο σύνταγμα , έτοιμος για τον αγώνα και αποφασισμένος για τη μάχη. Το χλιμίντρισμα των αλόγων και το ουρλιαχτό των ανθρώπων φυτεύουν στις καρδιές την επιθυμία να πολεμήσουν και να σκοτώσουν >>.

Τις επόμενες ημέρες αυτό το πλήθος που σύμφωνα με τον Ενετό ιατρό Nicolo Barbaro έφτανε τις 160.000 ανθρώπους, προωθείται σταδιακά για να καταλήξει τελικά σε μια απόσταση γύρω στα 400 μέτρα από τα τείχη της πόλης . Για λόγους ασφαλείας στα 250 μέτρα θα σκαφτεί ένα μεγάλο χαντάκι μπροστά από το οποίο θα τοποθετηθούν οχυρωματικά πλέγματα. Παράλληλα καθαρίζεται το έδαφος ώστε και ο στρατός να μετακινείται ευκολότερα αλλά και τα πυροβόλα να ρίχνουν με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις βολές τους. Η οργάνωση στο Οθωμανικό στρατόπεδο ήταν πολύ καλή και κάθε στρατιά έπαιρνε τις καθορισμένες θέσεις της. Ο ίδιος ο Σουλτάνος έστησε την γαλάζια καταστόλιστη σκηνή του στο λόφο Μάλτεπε απέναντι από την ευάλωτη πύλη του Αγίου Ρωμανού περιτριγυρισμένος από την πιστή του φρουρά και το σώμα των Γενίτσαρων.

Ειδική μέριμνα υπήρχε για την τοποθέτηση των περίπου 70 (διαφόρων μεγεθών ) κανονιών , από την ευστοχία και την αντοχή των οποίων θα εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό και η έκβαση της πολιορκίας…

Τις επόμενες ημέρες αναμενόταν και το ναυτικό που αποτελείτο από περίπου 300 πλοία (διαφόρων τύπων και μεγεθών), ώστε να κυκλωθεί από παντού η πόλη. Από την πλευρά τους οι αμυνόμενοι βάσιζαν τις ελπίδες τους στο ισχυρό αμυντικό σύστημα των τειχών, που είχε μήκος περίπου 21 χλμ. , καλύπτοντας το σύνολο της πόλης. Από αυτά τα 7 χλμ. ήταν το χερσαίο τείχος ενώ τα υπόλοιπα 14 χλμ. ήταν το αντίστοιχο θαλάσσιο. Τα χερσαία τείχη ήταν τριπλά, αποτελούμενα από ένα εσωτείχιο (ύψους περίπου 12 και πλάτους περίπου 5 μέτρων ) και ένα χαμηλότερο μεσοτείχιο (ύψους περίπου 8,5 και πλάτους περίπου 2 μέτρων). Ανά τακτά διαστήματα υπήρχαν πύργοι και στα δύο τείχη με τους πύργους του ενός τείχους να είναι στο μεσοδιάστημα των πύργων του άλλου .


Μπροστά στα είκοσι περίπου μέτρα υπήρχε μια βαθιά (10 μέτρα) και αρκετά πλατιά (20 μέτρα) τάφρος στο εσωτερικό μέρος της οποίας υπήρχε ένα χαμηλό εξωτείχιο (ύψους 1,5 με 2 μέτρα). Το αμυντικό σύστημα των τειχών ήταν ισχυρό, αλλά ο αριθμός των αμυνομένων δεν επέτρεπε να καλυφτούν επαρκώς όλα τα σημεία αμύνης. Σύμφωνα με απογραφή που διεξήγε ο Φραντζής για λογαριασμό του Αυτοκράτορα οι διαθέσιμοι στρατιώτες (μαζί με τους ξένους) δεν ξεπερνούσαν τις 8.000. Έτσι επέλεξαν να αφήσουν τους τοξότες και τους βαλιστροφόρους στους πύργους και ο στρατός να παραταχθεί στον περιβάλλοντα χώρο πίσω από το χαμηλό εξωτείχιο. Επιπλέον πρόβλημα για τους αμυνόμενους ήταν ότι δεν μπορούσαν να στήσουν στα τείχη ορισμένα μεγάλα κανόνια που διέθεταν , αφού υπήρχε κίνδυνος οι κραδασμοί από τις βολές τους να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές σε αυτά…

Έτσι επιλέχτηκε να χρησιμοποιηθούν ορισμένα μικρά κανόνια που πάντως σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό αλλά και τον Nicolo Barbaro έκαναν αρκετή ζημιά. Τα πλέον αδύνατα σημεία του χερσαίου τείχους ήταν η πύλη του Αγίου Ρωμανού στο κέντρο και το βόρειο τμήμα προς τον Κεράτιο. Η πύλη αυτή θεωρείτο η ποιο ευάλωτη επειδή βρισκόταν στο κατώτερο σημείο μιας κοιλάδας , μέσα από την οποία περνούσε στην πόλη και ο ποταμός Λύκος. Έτσι λόγω του ποταμιού αφενός δεν μπορούσε να υπάρξει πολύ βαθιά τάφρος αφετέρου οι αμυνόμενοι του σημείου εκείνου βρίσκονταν σε χαμηλότερο σημείο από τα εχθρικά πυροβόλα που θα τοποθετούνταν στους απέναντι ψηλότερους λόφους. Για αυτό ακριβώς το λόγο τόσο η εκλεκτή αυτοκρατορική φρουρά όσο και ο Ιουστινιάνης με τους έμπειρους στρατιώτες του αποφασίστηκε να παραμείνουν εκεί. Το δεύτερο ποιο επικίνδυνο σημείο ήταν το βόρειο τμήμα (κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών) που έφτανε μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Το τείχος αυτό (περίπου ένα χιλιόμετρο ) ήταν μονό και η τάφρος δεν είχε το ίδιο βάθος.

Το θαλάσσιο τείχος ήταν επίσης μονό σε όλο του το μήκος και χωριζόταν σε δύο ουσιαστικά μέρη , ένα τείχος περίπου 8,5 χλμ. που κάλυπτε την Προποντίδα και ένα αντίστοιχο 5,5 χλμ. που κάλυπτε τον Κεράτιο κόλπο. Τα θαλάσσια τείχη της Προποντίδας (που είχαν ύψος 12-15 μέτρα) είχαν φυσικούς συμμάχους, το βραχώδες έδαφος, τα θαλάσσια ρεύματα και την παρουσία αρκετών υφάλων που εμπόδιζαν την εύκολη προσάραξη πλοίων. Έτσι οι αμυνόμενοι μπορούσαν να διαθέσουν εκεί τις λιγότερες δυνάμεις για άμυνα. Αντίθετα τα τείχη του Κεράτιου κόλπου ήταν ποιο ευάλωτα , όχι μόνο γιατί ήταν λίγο χαμηλότερα (10 μέτρα) αλλά και γιατί τα νερά και η μορφολογία του εδάφους καθιστούσαν ευκολότερη την πρόσβαση στις ακτές. (Η άλωση του 1204 από τους Φράγκους είχε επιτευχθεί από αυτή την πλευρά).

Για αυτό είχε τοποθετηθεί στην είσοδο του κόλπου μια τεράστια βαριά αλυσίδα κατασκευασμένη από χοντρά κομμάτια ξύλου τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με σιδερένια ραβδιά και αλυσίδες. Η αλυσίδα στηριζόταν σε πολύ ισχυρές βάσεις που υπήρχαν στις δύο ακτές της στεριάς. Πίσω από την αλυσίδα θα βρίσκονταν τα πλοία που θα υπεράσπιζαν την πόλη. Στις 5 Απριλίου με τον ερχομό και του τουρκικού στόλου ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες , με τον Μεχμέτ να δίνει το σύνθημα για την
έναρξη της πολιορκίας. Για να τηρήσει το ισλαμικό τυπικό στέλνει αντιπροσωπεία ζητώντας την παράδοση της πόλης υποσχόμενος να σεβαστεί τις ζωές όλων, με την απάντηση να είναι αρνητική . Για τους αμυνόμενους η μεγαλύτερη αγωνία αφορούσε τις δυνατότητες των πυροβόλων του Οθωμανικού στρατού.

Η έναρξη της πολιορκίας
Από τις πρώτες ημέρες έγινε φανερό ότι το πάρσιμο της πόλης δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση όπως παραδέχεται και ο Τουρσούν Μπέης :


<< Το παρθένο φρούριο της Κωνσταντινούπολης ουδέποτε ήταν διατεθειμένο να δεχτεί τις προτάσεις γάμου των μοναρχών του παρελθόντος και ο βασιλιάς του δεν ήταν κανένας βδελυρός που θα έσκυβε το κεφάλι μπροστά στον εχθρό >>.

Ο Μεχμέτ αντιλαμβανόταν ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την κατάκτηση της πόλης ήταν τα ισχυρά τείχη της, για το λόγο αυτό είχε δώσει εντολή στους πυροβολητές του, να τα βομβαρδίζουν ακατάπαυστα , ώστε να προκληθούν σε αυτά οι μεγαλύτερες δυνατές φθορές. (Πάντως τα κανόνια της εποχής μπορούσαν να πραγματοποιούν ελάχιστες βολές κάθε ημέρα λόγω του υπαρκτού κινδύνου έκρηξης τους , εξαιτίας της ψύξης του μετάλλου μετά την βολή ). Από την δική τους πλευρά οι αμυνόμενοι τοποθετούσαν στα τείχη , δέρματα , σακιά με μαλλί και διάφορα άλλα υλικά που θα μπορούσαν να απορροφήσουν την ορμή των βολών, ενώ κυρίως με βαρέλια γεμάτα χώμα μπάλωναν όσο ήταν δυνατό τις ζημιές στο εξωτείχιο το οποίο αποκαλούσαν και σταύρωμα. Παράλληλα σε καθημερινή βάση τα τουρκικά στρατεύματα ερχόντουσαν παράτολμα κοντά στην τάφρο ρίχνοντας της κάθε είδους υλικό με σκοπό να την γεμίσουν, ενώ κάθε βράδυ οι αμυνόμενοι , στρατιώτες και πολίτες πήγαιναν και την άδειαζαν …

Στις 18 Απριλίου και αφού οι πρώτες φθορές στα τείχη ήταν πλέον γεγονός, ο Σουλτάνος έδωσε εντολή για την πρώτη σοβαρή επίθεση. Τα τουρκικά στρατεύματα ενθαρρυμένα και από τους δερβίσηδες, ερχόντουσαν με μεγάλο φανατισμό προσπαθώντας να γεμίσουν την τάφρο, να στήσουνε τις σκάλες και να εισβάλλουν στην πόλη, όμως η συντονισμένη αντίσταση των αμυνομένων θα αποδειχτεί αποτελεσματική αναγκάζοντας τον στρατό του Μεχμέτ σε αποχώρηση.
Χαρακτηριστικά το Σλαβονικό χρονικό αναφέρει :

<< Οι Τούρκοι αφού με κραυγές και αλαλαγμούς έκαναν την ανίερη προσευχή τους , έβαλαν να βαράν ζουρνάδες και πίπιζες και νταούλια και σέρνοντας τα κανόνια και άλλα πυροβόλα άρχισαν να χτυπάν την πόλη, εχτύπαγαν και με τουφέκια και τόξα απροσμέτρητα , οι πολεμιστές του κάστρου από τα αναρίθμητα μυσδράλια δεν ημπορούσαν να μείνουν απάνω στα τείχη , εκρύβονταν και περίμεναν την έφοδο κι άλλοι έρριχναν με τα κανόνια και με τα άλλα πυροβόλα όπως ημπορούσαν κι εσκότωσαν πάρα πολλούς Τούρκους. Έτσι εχτυπιούνταν κι ερίχνονταν ο ένας απάνω στον άλλον σε όλο το κάστρο μέχρι να τους χωρίσει η νύχτα με το σκοτάδι , οι Τούρκοι υποχώρησαν στα στρατόπεδα τους χωρίς να νοιαστούν για τους νεκρούς τους (διακόσιοι σύμφωνα με τον Barbaro) κι οι υπερασπιστές του κάστρου έπεσαν χάμω από την κούραση σαν πεθαμένοι , οι φρουροί μόνο έμειναν απάνω στα τείχη >>.

Την επομένη ο Μεχμέτ δίνει εντολή να πραγματοποιηθεί και η πρώτη θαλάσσια επίθεση. Βασικός στόχος της ήταν το σπάσιμο της αλυσίδας και ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός της πόλης , αλλά παρά την λυσσώδη επίθεση του Μπαλτόγλου του εξωμότη ναυάρχου του Σουλτάνου, τα ανώτερα ποιοτικά σκάφη των αμυνομένων κράτησαν και όλοι έβγαλαν ένα στεναγμό ανακούφισης. Το ηθικό των αμυνομένωνανεβαίνει και θα ανέβει ακόμα περισσότερο όταν στις 20 του μήνα , τέσσερα πλοία(ένα που είχε στείλει ο Αυτοκράτορας για συλλογή τροφίμων με πλοιοκτήτη τον Ιταλό Φραντσέσκο Λεκανέλλα,γνωστότερο στην ελληνική ιστοριογραφία ως… Φλαντανελλά και τρία Γενουατικά,όχι απόλυτα εξακριβωμένο από ποιον ναυλωμένα), κατάφεραν να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό και ύστερα από πολύωρη μάχηνα εισέρθουν στην πόλη. Το γεγονός αυτό ενθουσίασε τους υπερασπιστές που ήλπιζαν και σε περαιτέρω βοήθεια , ενώ αντίθετα έφερε γκρίνια και μουρμούρα στο Οθωμανικό στρατόπεδο. Βλέποντας την κατάσταση αυτή ο πνευματικός του Σουλτάνου, Ακσεμσεντίν τον προειδοποιούσε να λάβει γρήγορα δραστικά μέτρα γιατί τα συμβάντα αυτά είχαν ρίξει το ηθικό του στρατού.

Το κακό κλίμα επιβεβαιώνεται και από τον Τουρσούν μπέη που γράφει ότι η αποτυχία αυτή είχε προκαλέσει δυσαρέσκεια και σύγχυση στις τάξεις των Μουσουλμάνων… Ο Μεχμέτ πράγματι κινήθηκε αστραπιαία καθαιρώντας τον Μπαλτόγλου και περνώντας με δίολκο εβδομήντα περίπου
καράβια στον Κεράτιο κόλπο διαμέσου στεριάς πίσω από το γενουατικό φρούριο του Πέρα , μεταφέροντας έτσι τον προβληματισμό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μάλιστα σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό τότε άρχισαν και οι πρώτες προτροπές προς τον Αυτοκράτορα για να εγκαταλείψει την πόλη… Επειδή ο κίνδυνος ήταν μεγάλος , αποφασίστηκε να σταλούν κρυφά την νύχτα πυρπολικά πλοιάρια με στόχο να βάλουν φωτιά στα πλοία και την πρωτοβουλία ανέλαβαν οι Ενετοί συνεπικουρούμενοι από Έλληνες τους οποίους θα προστάτευαν δύο μεγάλα πλοία. Όμως και ενώ όλα ήταν έτοιμα , μια αντιπροσωπεία από Γενουάτες ήρθε ζητώντας την αναβολή της επιχείρησης, ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν και εκείνοι.

Η αμφιβολία για το εγχείρημα και η ελπίδα ότι η συμμετοχή των Γενουατών θα αύξανε τις πιθανότητες επιτυχίας, είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει δεκτό το αίτημα τους και να μετατεθεί η επιχείρηση. Η καθυστέρηση όμως αποδείχτηκε επώδυνη , αφού όταν τελικά έγινε η απόπειρα στις 28 του μήνα, οι Τούρκοι ήταν ειδοποιημένοι και βομβαρδίζοντας όλα τα πλοία ανάγκασαν τα μεν μεγάλα να υποχωρήσουν τα δε μικρά τα βούλιαξαν… Όσους συνέλαβαν ζωντανούς τους ανασκολόπισαν (παλούκωσαν) αφήνοντας τους να αργοπεθαίνουν σε ορατό σημείο από τα τείχη της πόλης … Τότε (όπως αναφέρει ο Φραντζής) ο Κωνσταντίνος διέταξε να ανεβάσουν 260 περίπου Τούρκους αιχμαλώτους στα τείχη και να τους σκοτώσουν για αντίποινα… Την ίδια στιγμή ανάμεσα σε Ενετούς και Γενοβέζους κόντευε να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, με τους τελευταίους μάλιστα να κατηγορούν τους Ενετούς για προχειρότητα και ερασιτεχνισμούς. Τα πράγματα μέσα στην πόλη ήταν δύσκολα αφού εκτός από το διογκούμενο οικονομικό πρόβλημα , άρχιζε να υπάρχει έλλειψη τροφίμων αλλά και συμπτώματα λιποταξιών στα τείχη, κυρίως από ανθρώπους που νοιάζονταν για το πώς θα θρέψουν τις οικογένειες τους …

Τα ζητήματα ήταν σοβαρά αφού συν τοις άλλοις έδιναν πάτημα και σε εκείνους που ποτέ δεν έπαυαν να υποσκάπτουν το φρόνημα του λαού , μιλώντας για παράδοση και αιχμαλωσία. Χαρακτηριστικά ο Φραντζής αναφέρει:

<< Ορισμένοι απείθαρχοι και ελεεινοί από τους δικούς μας βρήκαν τώρα την ευκαιρία , εξαιτίας της δύσκολης θέσης μας , να πραγματοποιήσουν όσα πονηρά είχαν στο μυαλό τους δημιουργώντας φασαρίες κάθε μέρα. Χωρίς φόβο Θεού, δίχως να ντρέπονται το Βασιλέα ή τους συμπολίτες τους, τριγύρναγαν στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης βρίζοντας χυδαία και κατηγορώντας το δύστυχο αυτοκράτορα και τους άλλους άρχοντες >>.
Σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση στο οικονομικό πρόβλημα ο αυτοκράτορας απευθύνθηκε σε πλούσιους πολίτες, όμως όπως αναφέρει ο Λεονάρδος ο Χίος :


<< Εκείνοι τους οποίους κατάβρεξε με ένα πλεονασμό δακρύων ο δυστυχής αυτοκράτορας για να του δανείσουν χρήματα προκειμένου να στρατολογήσει στρατεύματα, ορκίσθηκαν πως είναι πτωχοί κι ότι εξαιτίας των δύσκολων καιρών δεν τους έχει απομείνει τίποτε. Κι ήταν εκείνοι οι ίδιοι που ο εχθρός τους βρήκε αργότερα πλουσιότατους. Εκείνοι από τους οποίους μόνο κάποιοι, πολύ λίγοι έκαναν εθελοντικές προσφορές >>.

Τελικά για την εξεύρεση χρημάτων αποφασίστηκε να παρθούν από τους ναούς διάφορα σκεύη και αναθήματα , ενώ με μεγάλη προσοχή επιτροπές επισιτισμού άρχιζαν να μοιράζουν τρόφιμα στα σπίτια και ορίστηκαν βάρδιες που θα πρόσεχαν το θέμα των λιποταξιών . 

Ο αγώνας κορυφώνεται
Το ίδιο διάστημα ο Μεχμέτ γενικεύει τις προσπάθειες για κατάληψη της πόλης. Έτσι και ενώ οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονται, επιχειρεί παράλληλα είτε σκάβοντας λαγούμια , είτε με μεγάλους πολιορκητικούς πύργους να εισχωρήσει στην πόλη. Η ύπαρξη των λαγουμιών (κυρίως κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας), υπέπεσε έγκαιρα στην αντίληψη των αμυνομένων και αμέσως ένας έμπειρος από ορυχεία άνθρωπος του Ιουστινιάνη , ο Ιωάννης Γκραντ , τους είπε τι έπρεπε να κάνουν…Βασικός στόχος των πολιορκητών ήταν να τοποθετηθούν ξύλινα υποστυλώματα κάτω από τα τείχη στη θέση του σκαμμένου εδάφους , στα οποία στην συνέχεια θα έβαζαν φωτιά με την ελπίδα ότι με τον τρόπο αυτό μεγάλα σημεία των τειχών θα έπεφταν…Παράλληλα έσκαβαν και άλλα λαγούμια , μέσω των οποίων θα επιχειρούσαν να εισέλθουν στην πόλη…

Όμως οι αμυνόμενοι με την πολύτιμη συνδρομή του Γκραντ , κατάφεραν να τα εντοπίσουν και να τα καταστρέψουν, ενώ για να αποθαρρύνουν την συνέχεια των προσπαθειών, δεν δίστασαν (σύμφωνα με τον Barbaro) να αποκεφαλίσουν μπροστά στους Τούρκους και ορισμένους τεχνίτες που είχαν πιάσει αιχμαλώτους…Ωστόσο παρά τις συνεχόμενες αποτυχίες και το κόστος σε ζωές, ο Μεχμέτ (επειδή ήθελε να εξαντλήσει τους αμυνόμενους ) , διέταξε την συνέχιση των προσπαθειών έως και λίγες ημέρες πριν την τελική επίθεση, όταν και αποφάσισε τον οριστικό τερματισμό τους. Πέρα όμως
από τις υπόγειες είχαμε και τις επίγειες προσπάθειες εξουδετέρωσης των αμυντικών συστημάτων της πόλης, με την χρησιμοποίηση μεγάλων κινητών πύργων καλυμμένους με δέρματα για να μην αρπάζουν εύκολα φωτιά. Στις επάλξεις των πύργων αυτών υπήρχαν τοξοβόλοι, βασικός στόχος των οποίων ήταν να κτυπήσουν κάθε αμυνόμενο που θα επιχειρούσε να εμποδίσει εκείνους που με κάθε είδους υλικό προσπαθούσαν να γεμίσουν την τάφρο.

Η κατάσταση ήταν δύσκολη, όμως οι αμυνόμενοι κατάφεραν να εξουδετερώσουν και αυτές τις ενέργειες, είτε χάρις σε παράτολμους στρατιώτες που ντυμένοι τούρκικα κατόρθωσαν να προσεγγίσουν τους πύργους βάζοντας τους φωτιά, είτε γιατί όπως αναφέρει το Σλαβονικό χρονικό , οι υπερασπιστές προνοώντας είχαν κρύψει από πριν φουρνέλα τα οποία ανατίναζαν τινάζοντας στον αέρα πύργους και ανθρώπους…Μάλιστα ο Νέστωρ Ισκεντέρ (συγγραφέας του Σλαβονικού χρονικού) αναφέρει ότι οι αμυνόμενοι άναβαν και μπάλες με ρετσίνι , τις οποίες εκσφενδόνιζαν ενάντια στους Τούρκους , ώστε ακόμη και αν κάποιος γλύτωνε από την έκρηξη να μην γλυτώσει από την φωτιά… Τα γεγονότα αυτά γίνονταν μάλιστα μπροστά στα μάτια του Μεχμέτ που είχε φρυάξει αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε… Για να αντιστρέψει το κλίμα επιχειρεί στις 7 Μαΐου μεγάλη επίθεση που καταλήγει σε μάχη σώμα με σώμα μπροστά από ένα μισογκρεμισμένο πύργο στην πύλη του Αγίου Ρωμανού που παρουσιάζεται από το Σλαβονικό χρονικό.

<< Κι όταν ήταν πια μεγάλο το χάλασμα , αμέσως πλήθος ασκέρια όρμησαν αλαλάζοντας στο μέρος αυτό πατώντας ο ένας τον άλλον. Τα ίδια και οι Έλληνες από την μεριά της πόλης και χτυπιούνταν πρόσωπο με πρόσωπο ουρλιάζοντας σαν θηρία. Ήταν φρικτό να βλέπει κανείς και των δύο την δύναμη και παρατολμία. Ο Γιουστινάνης με κάμποσους πολεμιστές όρμησε κραυγάζοντας απάνω στους Τούρκους με τόση αφοβία , ώστε εν ριπή οφθαλμού τους επέταξε κάτω από τα τείχη κι εγέμισε το χαντάκι σκοτωμένους. Ένας δε Γενίτσαρος ο Αμουράτ , πολύ δυνατός στο κορμί , ετρύπωσε μες τους Έλληνες , έφτασε ως τον Γιουστινιάνη κι άρχισε να τον χτυπά με θηριωδία. Τότε κάποιος από τους Έλληνες επήδησε από το τείχος και του πήρε το κεφάλι με το πελέκι κι έτσι έσωσε τον Γιουστινιάνη από θάνατο. Ο φλαμπουριάρης (σημαιοφόρος) της δυτικής πλευράς (ευρωπαικών στρατευμάτων) Αμάρμπεης έπεσε με τα ασκέρια του απάνω στους Έλληνες κι έγινε πολύ φονική μάχη. Φτάνει τότε μέσα από την πόλη κι ο στρατηγός Ραγκαβής με κάμποσους δικούς του , βοήθεια των Ελλήνων που πολέμαγαν τους Τούρκους και τους επήρε κυνήγι φτάνοντας ως τον ίδιο τον Αμάρμπεη. Αυτός σαν είδε τον Ραγκαβή να κόβει αλύπητα τους Τούρκους , έσυρε την σπάθα του κι ερρίχτηκε εναντίον του κι εχτυπήθηκαν οι δυό τους πολύ άγρια. Ο Ραγκαβής επήδησε σε μια πέτρα και τον εβάρεσε με την σπάθα του στον ώμο και με τα δυο του χέρια , κόβοντας τον στα δύο γιατί ήταν χεροδύναμος. Οι Τούρκοι ουρλιάζοντας από το κακό τους τον εκύκλωσαν πάρα πολλοί και τον χτυπούσαν. Επάλεψαν σφοδρά οι Έλληνες για να τον πάρουν και να τον εγλυτώσουν μα δεν εμπόρεσαν , έπεφταν πολλοί και τον Ραγκαβή τον έκαναν κομμάτια…>>.

Όμως η θυσία του δεν πήγε χαμένη, αφού ο θάνατος του Τούρκου σημαιοφόρου είχε σπάσει την ορμή της επίθεσης υποχρεώνοντας τους επιτιθέμενους σε υποχώρηση. Τότε οι αμυνόμενοι βγήκαν και μάζεψαν το σώμα του θάβοντας το με τιμές. Η πόλη είχε σωθεί όμως οι απώλειες ανδρών και οι φθορές στα τείχη , αναγκάζουν τον Αυτοκράτορα να προτείνει σε τετρακόσιους Ενετούς ναύτες να μεταφερθούν από τα πλοία στα χερσαία τείχη ώστε να καλυφθούν τα όλο και μεγαλύτερα κενά. Εκείνοι αν και στην αρχή αντιδρούν, τελικά (με την καθοριστική παρέμβαση του Ενετού διοικητή Μινότο ) θα δεχτούν να μετατεθούν στην πύλη της Ξυλόπορτας, δηλαδή στο σημείο όπου το στεριανό τείχος έφτανε στον Κεράτιο κόλπο. Τα μεσάνυχτα της 12ης Μαΐου μια νέα τεράστια τουρκική στρατιά επιχειρεί ακόμη μία συντονισμένη και ορμητική επίθεση αυτή την φορά στις Βλαχέρνες . Η επίθεση ήταν πάλι πολύ ισχυρή, μάλιστα για πρώτη φορά αρκετοί Τούρκοι φαίνεται ότι διέσπασαν την αμυντική γραμμή …

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και ο Παλαιολόγος με τον Ιουστινιάνη μαζί με κάθε διαθέσιμο εφεδρικό σώμα πήγαν αμέσως να βοηθήσουν την άμυνα που φαινόταν ότι κατέρρεε. Οι αμυνόμενοι ύστερα από λυσσώδεις μάχες θα καταφέρουν να εκδιώξουν τους εισβολείς αποκαθιστώντας και τις ζημιές που είχαν υποστεί τα τείχη. Και αυτό το περιστατικό περιγράφεται από το Σλαβονικό χρονικό:

<< Έρχονται λοιπόν και λένε στον Καίσαρα ότι οι Τούρκοι εμπήκαν στο κάστρο και νικάνε τους πολεμιστές. Έτρεξε αμέσως ο Καίσαρ κι όλοι οι άρχοντες και στρατηγοί. Οι στρατηγοί επέρασαν εμπρός από τον Καίσαρα και τους άρχοντες και έτρεχαν σε βοήθεια. Στο δρόμο συναντούσαν πολλά πλήθη που έφευγαν, έτρεχαν να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Τους έβαλαν εμπρός χτυπώντας τους και τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω. Ο Γιουστινιάνης με τους άλλους στρατηγούς επολέμαγε τους Τούρκους μέσα στην πόλη , κι άλλοτε τους έβαναν μπροστά οι Τούρκοι , άλλοτε γύριζαν πίσω, οχυρώνονταν κι επολέμαγαν , ενώ άλλοι Τούρκοι είχαν στήσει γιοφύρια πάνω στα χαντάκια κι έμπαινε στην πόλη η καβαλαρία.

Φτάνοντας οι στρατηγοί έσμιξαν με τον Γιουστινιάνη κι έπεσαν με ορμή απάνω στους Τούρκους και τους επήγαν ίσαμε τα τείχη, αλλά τώρα μέσα στην πόλη έμειναν πολλοί Τούρκοι καβαλαρία και πεζοί και πάλι έκαναν πίσω τους στρατηγούς και τους εχτύπαγαν αλύπητα χιμώντας απάνω τους σαν θηρία.

Αν δεν έφτανε εγκαίρως ο Καίσαρ πάει η πόλη, εκείνη θα’ ταν η τελευταία της στιγμή. Φτάνοντας έβαλε τις φωνές να δώκει θάρρος στους δικούς του, εβρυχήθηκε σαν λιοντάρι κι όρμησε καταπάνω στους Τούρκους με την διαλεχτή του φρουρά, πεζικάριους και καβαλάρηδες και τους εχτύπησε σκληρά… >>.

Μετά την αποτυχία των χερσαίων επιχειρήσεων οι Τούρκοι αλλάζουν ρότα, επιχειρώντας με συνεχείς θαλάσσιες επιδρομές αλλά και βομβαρδισμούς να καταστρέψουν τόσο την αλυσίδα που εμπόδιζε την είσοδο στον Κεράτιο , όσο και τα πλοία που την προστάτευαν, όμως η ετοιμότητα αλλά και η ποιοτική υπεροχή των αμυνομένων θα εμποδίσει για μια ακόμη φορά την υλοποίηση των σχεδίων τους. Ωστόσο παρά τον ηρωισμό πολλών, τα πολυποίκιλα προβλήματα όλο και δυσχέραναν την προσπάθεια, ενώ η ψυχολογία των αμυνομένων θα δεχτεί νέο χτύπημα όταν στις 23 Μαΐου ένα πλοιάριο που είχε σταλεί για να εντοπίσει αν υπάρχει χριστιανικός στόλος στο Αιγαίο, επέστρεψε λέγοντας ότι δεν βρήκε ούτε άκουσε τίποτα. Την επόμενη ημέρα ο άριστα πληροφορημένος Σουλτάνος στέλνει επιτροπή, ζητώντας να του παραδοθεί η πόλη. Σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό ο αυτοκράτορας συγκαλεί συμβούλιο και σε αυτό είναι πλέον αρκετοί εκείνοι που του ζητούν να αποχωρήσει...

Οι εξελίξεις και οι πιέσεις λυγίζουν προσωρινά τον Κωνσταντίνο που (σύμφωνα με τον Nicolo Barbaro) θα δακρύσει αλλά και (σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό) θα βουβαθεί πέφτοντας κάτω ξερός, με τους αυλικούς να προσπαθούν να τον συνεφέρουν περιχύνοντας τον με ανθόνερο… Οι ``παραινέσεις`` προς τον αυτοκράτορα για αποχώρηση , επιβεβαιώνονται και από τον Κριτόβουλο που αναφέρει :

<< Και τον επικείμενο τη Πόλει προφανή κίνδυνο ορών αυτοίς οφθαλμοίς και δυνάμενος αυτόν εκσώσαι και πολλούς έχων τους προς τούτο παρακαλούντες ουκ ηθέλησεν , αλλ’ είλετο συναποθανείν τη πατρίδι τε και τοις αρχομένοις , μάλλον δε και προαποθανείν αυτός, όπως μη ταύτην αλούσαν επίδοι και των οικητόρων τους μεν σφαττομένους ωμώς, τους δε δορυαλώτους απαγομένους αισχρώς >>.

Πάντως όταν ο αυτοκράτορας συνήλθε, ξεκαθάρισε σε όλους ότι η απόφαση του ήταν να αγωνισθεί μέχρις εσχάτων, ζητώντας παράλληλα να μην διαρρεύσει τίποτε από τα όσα συζητήθηκαν στο λαό για να μην πέσει το ηθικό του…Την απόφαση του αυτή θα γνωστοποιήσει λίγο αργότερα και στον ίδιο τον Σουλτάνο:

<< Το δε την Πόλην σοι δούναι , ουκ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη , κοινή γαρ γνώμη αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών >>.

Ύστερα από την απάντηση αυτή, ο Σουλτάνος συγκαλεί συμβούλιο στο οποίο ορίζεται ως ημέρα γενικής επίθεσης η Τρίτη 29η Μαΐου, ενώ παράλληλα δίνεται εντολή για συνεχόμενους κανονιοβολισμούς με στόχο την κάμψη του ηθικού των αμυνομένων, αλλά και την δημιουργία ακόμη μεγαλύτερων φθορών στα τείχη. Το γεγονός επαληθεύεται από τον Δούκα που αναφέρει ότι μέχρι το απόγευμα της Δευτέρας οι αμυνόμενοι δεν πήραν ανάσα…

<< Ο δε τύραννος ήρξατο ημέρα Κυριακή συνάπτειν πόλεμον Καθολικόν. Και δη εσπέρας γενομένης ουκ έδωσεν ανάπαυσιν τοις Ρωμαίοις τη νυκτί εκείνη. Ην γαρ η Κυριακή εκείνη των Αγίων Πάντων , άγων ο Μάιος ημέρα κζ. Επιφωσκούσης δε της ημέρας συνήψε πόλεμον ου τόσο άχρις ώρας ενάτης (σημ. τρεις το μεσημέρι) μετά δε την ενάτην διείλε τον στρατόν από του παλατίου μέχρι της Χρυσής Πύλης >>. 

Η παραμονή
Σε αντίθεση με τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, στο Οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσε ησυχία, αφού ο Σουλτάνος είχε ορίσει την παραμονή ως ημέρα ξεκούρασης και προσευχής. Το απόγευμα ο Σουλτάνος μάζεψε όλους τους αξιωματικούς του παροτρύνοντας τους με λόγια φλογερά να πολεμήσουν για τη δόξα του Ισλάμ, τονίζοντας ότι και αυτοί που θα πεθάνουν για την πίστη, τους περιμένει ανταμοιβή στην άλλη ζωή. Τους προέτρεψε να ξεκουραστού , να πλυθούν, να
ετοιμάσουν τα όπλα τους και με το σήμα που θα δοθεί να ξεκινήσουν την μεγάλη επίθεση και αλίμονο σε όποιον δεν θα είναι έτοιμος . Δεχόμενος την συμβουλή του πνευματικού του Ακσεμσεντίν, έδωσε εντολή στους ντελάληδες να διαλαλήσουν σε όλο το στρατόπεδο , ότι εκτός από τα κτίρια, όλα τα άλλα τους ανήκουν και για τρεις ημέρες μπορούν να κάνουν ότι θέλουν…Στην συνέχεια κάλεσε τους επιτελείς του με σκοπό να κανονιστούν τα πάντα για την αυριανή μεγάλη επίθεση , ξέροντας ότι εάν αποτύγχανε , τα πράγματα θα ήταν δύσκολα και για αυτόν.


Την νύχτα άναψαν χιλιάδες φωτιές σε όλο το στρατόπεδο αρχίζοντας να φωνάζουν ιαχές και αλαλαγμούς, ένα θέαμα φανταστικό αλλά και τρομακτικό…Την ανατριχιαστική στιγμή των ιαχών περιγράφει και ο Λεονάρδος ο Χίος σε επιστολή του προς τον Πάπα :

<< Ω !! εάν ήσαστε σε θέση να ακούσετε τις κραυγές που έφταναν μέχρι τον ουρανό : Illala , Illala Machomet Russullala (Ο Θεός είναι ένας και ο Μωάμεθ ο προφήτης του) είναι σίγουρο ότι θα μένατε κατάπληκτοι… >>.

Από την άλλη πλευρά σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα ο Κωνσταντίνος προσπαθεί να εμψυχώσει τους ανθρώπους του, τονίζοντας τους ότι πολεμάνε για ιερό σκοπό, ότι είναι ανώτεροι και για αυτό θα νικήσουνε , δίνοντας και συμβουλές στρατιωτικής φύσης . Ο λόγος του ανεβάζει την ψυχολογία, όλοι είναι έτοιμοι να διαθέσουν ότι δυνάμεις έχουν για τη σωτηρία της πόλης, ενώ αποφασίζεται να γίνει και μια λειτουργία στον ναό της Αγίας Σοφίας. Μέσα σε μια έντονα συγκινησιακή ατμόσφαιρα και χωρίς να κρατιούνται οι τύποι, χιλιάδες άνθρωποι προσεύχονται και κοινωνούν, ακούγοντας με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, ενώ μετά αρχίζουν με δάκρυα στα μάτια και με πρώτο τον Βασιλιά να ζητούν ο ένας συγχώρεση από τον άλλον. Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει από την Αγία Σοφία και μια μεγάλη λιτανεία που θα διασχίσει σημαντικό μέρος της πόλης σε μια προσπάθεια να εμψυχωθεί ο κόσμος. Κατόπιν ο Κωνσταντίνος φεύγει για να αποχαιρετήσει τους ανθρώπους του στο παλάτι, ενώ μετά πηγαίνει στα τείχη για να εμψυχώσει και τους πολεμιστές του.

Μάλιστα σε μια προσπάθεια ψυχολογικού ντοπαρίσματος των στρατιωτών, πάρθηκε η απόφαση να κλειδωθούν όλες οι πύλες εισόδου προς την πόλη, ένα μεσαιωνικό "η ταν ή επί τας" δηλαδή, για να γίνει ποιο ξεκάθαρο το ότι όλοι είναι αποφασισμένοι να νικήσουν ή να πεθάνουν… 

29η Μαΐου 1453
Στις 02.00 το πρωί περίπου, μια σειρά ήχων από μουσικά όργανα όπως τύμπανα και καραμούζες σηματοδοτούν την έναρξη της γενικής επίθεσης. Η εφόρμηση είναι μαζική πραγματοποιούμενη από το σύνολο των ατάκτων δυνάμεων του Οθωμανικού στρατού σε όλο το μήκος των χερσαίων και θαλασσίων τειχών, επικεντρωμένη όμως στα τρία ευάλωτα σημεία των χερσαίων τειχών ( δηλαδή την πύλη του Αγίου Ρωμανού , τις Βλαχέρνες και την πύλη της Καλιγαρίας). Ειδικά στην περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού οι ζημιές στα τείχη της πόλης από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς είναι μεγάλες. Ο κίνδυνος είναι ορατός για αυτό και το σημείο το υπερασπίζονται οι πλέον ικανοί στρατιώτες των αμυνομένων (περίπου 2.000) με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο και τον Ιουστινιάνη. Βασικός στόχος του Μεχμέτ είναι η εξάντληση των αμυνομένων γεγονός που θα διευκόλυνε το έργο των επόμενων επιθέσεων από τον τακτικό στρατό του…

Οι δυνάμεις των ατάκτων φτάνοντας κοντά στα τείχη, άρχισαν να εξαπολύουν χιλιάδες αντικείμενα όπως βέλη, πέτρες και βλήματα από τα όπλα της εποχής, αναγκάζοντας τους αμυνόμενους να καλυφθούν πίσω από τα αναχώματα. Την ίδια στιγμή χιλιάδες άλλοι επιχειρούν να στήσουν σκάλες για να ανέβουν στο σταύρωμα. Οι αμυνόμενοι παρά τον καταιγισμό των πυρών , αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις , αφού είναι καλά προετοιμασμένοι, εκτοξεύοντας με την σειρά τους στους πολιορκητές, πέτρες, καυτό λάδι και πίσσα. Την ίδια στιγμή από τους πύργους των μέσα τειχών εκτοξεύονται συνεχή πυρά από όπλα ,τόξα και σαΐτες που προκαλούν μεγάλες φθορές στους επιτιθέμενους. Ειδικά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού η ποιοτική υπεροχή των αμυνομένων εξαναγκάζει σε πλήρη αποτυχία τις επιθέσεις των ατάκτων υποχρεώνοντας τους σε οπισθοχώρηση…

Όμως ο Μεχμέτ έχοντας προβλέψει το ενδεχόμενο αυτό, έχει τοποθετήσει την αστυνομία του, με σαφή εντολή να τους εξαναγκάσουν να γυρίσουν πίσω, αλλά και να σφάζουν όποιον δεν υπακούει…

Η θέση των ατάκτων είναι δύσκολη, βρισκόμενοι ουσιαστικά μεταξύ δύο πυρών…

Έτσι πραγματοποιούν νέες επιθέσεις απελπισίας, που όμως και αυτές αποκρούονται με την ίδια επιτυχία από τους υπερασπιστές των τειχών, αναγκάζοντας τον Μεχμέτ μετά από δύο ώρες να διατάξει γενική υποχώρηση. Το ηθικό των αμυνομένων ανεβαίνει και ιαχές νίκης ακούγονταν δυνατές ειδικά μάλιστα , όταν φτάνουν οι πληροφορίες ότι οι επιθέσεις αποκρούστηκαν σε όλα τα σημεία των τειχών. Όμως πριν προλάβουν καν οι άντρες να βάλουν λίγο νερό στο στόμα του , να πάρουν μια ανάσα αλλά και να προλάβουν να επισκευάσουν έστω και πρόχειρα τα τείχη και ενώ ήδη ήταν εξουθενωμένοι, επιτίθεται στην πόλη το δεύτερο κύμα που αποτελείτο από το σύνολο του τακτικού στρατού. Και στην δεύτερη επίθεση ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων κατευθύνεται προς την πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ αρκετή πίεση δέχεται και η περιοχή του παλατιού των Βλαχερνών, που είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα στρατεύματα της ξηράς ,αλλά και τοξότες και τυφεκιοφόρους που από τα ψηλότερα σημεία των καραβιών έριχναν πληθώρα πυρών προς τους υπερασπιστές. Παρόλα αυτά οι Ενετοί υπερασπιστές τους απέκρουσαν σθεναρά και τους απώθησαν με επιτυχία.

Η επίθεση των τακτικών στρατευμάτων διεξάγεται με την ίδια ορμή αλλά και με μεγαλύτερη τάξη σε σχέση με τις επιθέσεις των ατάκτων, ενώ πολλοί από αυτούς φορούσαν αλυσιδωτούς θώρακες, κρατώντας και μεγάλες ασπίδες που τους προστάτευαν από τα βέλη και τις σαΐτες των αμυνομένων.

Γρήγορα αρκετοί έστησαν σκάλες πάνω στο σταύρωμα και ορισμένοι ανέβηκαν πάνω σε αυτό δίνοντας πλέον μια μάχη σώμα με σώμα με τους κατάφρακτους ιππότες που υπερασπίζονται την περιοχή του Αγίου Ρωμανού. Την σκληρότητα της μάχης περιγράφει με γλαφυρότητα και ο Τουρσούν Μπέης :

<< Οι γαζήδες απ’ έξω και οι στασιαστές από μέσα πολεμούσαν σώμα με σώμα. Τα βλήματα από τα κανόνια και τα τουφέκια πήγαιναν και έρχονταν. Πόσα κεφάλια χωρίστηκαν από τα σώματα τους ! Καθώς ο καπνός από τη νάφθα ανέβαινε , όμοιος με σύννεφο , οι ειδωλολάτρες έκαναν να πέφτουν βροχή πάνω στους γαζήδες οι σπίθες. Χτυπούσαν οι ασπίδες πάνω στο φρούριο τόσο που έσκιζαν τη φλόγα της νάφθας. Πρόσφεραν στους πύργους την αιχμή του δόρατος που έριχνε κάτω τον μαχητή. Καθώς έγινε ένα με το χώμα μια στοά, σε διάφορα σημεία το έδαφος κάτω από το φρούριο ήταν διάτρητο. Έτσι άναψε η φωτιά της μάχης και η σκόνη της πάλης αιωρούνταν μέχρι τις πρώτες ώρες του πρωινού >>.

Η κατάσταση είναι πλέον οριακή και η νίκη δείχνει να φτερουγίζει πότε προς την μία και πότε προς την άλλη πλευρά. Σε μια προσπάθεια ψυχολογικού επηρεασμού, στρατιώτες και από τις δύο πλευρές αρχίζουν να εκτοξεύουν εκατέρωθεν άγριες βρισιές. Οι αμυνόμενοι αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις, όμως οι εχθροί όχι μόνο είναι πολλοί αλλά και ψυχολογικά ντοπαρισμένοι αφού παρά τις μεγάλες απώλειες τους συνεχίζουν με αμείωτη ορμή και φανατισμό την προσπάθεια τους…Η κρισιμότητα της στιγμής γίνεται αντιληπτή από τον αγωνιούντα Μεχμέτ που δίνει εντολή να κτυπήσουν τα μεγάλα κανόνια του το σημείο αυτό , αδιαφορώντας για το γεγονός ότι έτσι θα χαθούν και αρκετοί δικοί του στρατιώτες… Ορισμένες βολές είναι επιτυχείς δημιουργώντας μεγαλύτερα χάσματα στα ήδη τραυματισμένα σε πολλά σημεία τείχη ,γεγονός που το εκμεταλλεύεται μια ομάδα τριακοσίων στρατιωτών του οθωμανικού στρατού που για πρώτη φορά καταφέρνει να εισχωρήσει στον περιβάλλοντα χώρο όπου βρίσκονται οι αμυνόμενοι.

Οι στιγμές που ακολουθούν είναι οι πλέον άγριες και αιματηρές από την αρχή του πολέμου. Οι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξουδετερώσει η μία την άλλη, σταδιακά όμως οι αμυνόμενοι καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες καταφέρνουν να εξολοθρεύσουν τους περισσότερους από τους αντιπάλους τους που κατά κάποιο τρόπο ήταν και εγκλωβισμένοι μέσα στα εχθρικά χαρακώματα , εκδιώκοντας και τους υπόλοιπους πέρα από αυτά…

Την ίδια στιγμή εξακολουθούσαν να μην φέρνουν αποτέλεσμα και οι επιθέσεις που επιχειρούσαν τα οθωμανικά στρατεύματα και σε άλλα επικίνδυνα σημεία, όπως την πύλη της Καλιγαρίας όπου δέσποζε η μορφή ενός μεσήλικα γίγαντα του Θεόδωρου Καρυστινού που με το τόξο του έκανε θραύση, την πύλη του Μυριανδρίου (Αδριανούπολης) την οποία υπερασπίζονταν οι αδερφοί Μποκιάρντι και την περιοχή των Βλαχερνών της οποίας ο επικεφαλής Ενετός Βάιλος (διοικητής) Μινότο έδινε ότι είχε και δεν είχε.

Η αποτυχία αυτή άρχισε να ανησυχεί τον Μεχμέτ που έδωσε εντολή για υποχώρηση και ανασύνταξη , ετοιμάζοντας στη νέα επίθεση να ρίξει στην μάχη και το τελευταίο του όπλο , τους Γενίτσαρους που ξεκούραστοι και ανυπόμονοι περίμεναν τέσσερις ώρες για να έρθει και η δική τους σειρά…Η προσωρινή αποχώρηση του Οθωμανικού στρατεύματος έκανε ακόμη ποιο έντονη την εξάντληση από την πολύωρη αντιπαράθεση αφού κατά την διάρκεια της μάχης η ένταση της δεν άφηνε να φανεί η κόπωση… Οι περισσότεροι αμυνόμενοι είναι εξουθενωμένοι , το βάρος της πανοπλίας τους φαίνεται ασήκωτο, η δίψα αφόρητη, όμως ήξεραν ότι ο αγώνας όχι μόνο δεν τελείωνε αλλά τώρα θα κορυφωνόταν…Τους Γενίτσαρους ο Μεχμέτ τους προόριζε αποκλειστικά για την πύλη του Αγίου Ρωμανού που τα κενά στα τείχη ήταν τεράστια, ενώ στα άλλα σημεία έχουμε ανασύνταξη και νέα επίθεση του δεύτερου κύματος του τακτικού στρατού . Οι Γενίτσαροι σε αντίθεση με τις άλλες επιθέσεις προχωρούν αργά και μεθοδικά επιτιθέμενοι κατά κύματα ενώ πολλοί από αυτούς είναι εφοδιασμένοι με άγκιστρα και άλλα εργαλεία με τα οποία θα προσπαθούσαν να διαλύσουν το πρόχειρα φτιαγμένο σταύρωμα.

Την ίδια στιγμή πλημμυρίδα από βέλη και ακόντια κατευθυνόταν προς την πλευρά των αμυνομένων ενώ τα κανόνια συνέχιζαν να ρίχνουν πολλά κιλά από μολύβι…Για ακόμη μια φορά η μάχη έφτανε σε οριακό σημείο. Οι Γενίτσαροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να στήσουν τις σκάλες και να περάσουν τα αναχώματα ενώ οι αμυνόμενοι εκτόξευαν εναντίον τους ότι υλικό ήταν διαθέσιμο προκαλώντας και σε εκείνους σημαντικές απώλειες. Οι μάχες ήταν ξανά σώμα με σώμα, με τους αμυνόμενους να αποδεκατίζονται από τις απώλειες, καταφέρνοντας ωστόσο με υπεράνθρωπη προσπάθεια να γκρεμίσουν από τα τείχη και τις σκάλες τους Οθωμανούς πολεμιστές, διατηρώντας ακόμη έστω και με μεγάλη δυσκολία τον έλεγχο της κατάστασης. Οι έμπειροι πολεμιστές των αμυνομένων ύστερα από μία ώρα μαχών και με το τρίτο κύμα επιθέσεων άρχιζαν να διαισθάνονται μια κάμψη στην ορμή του Οθωμανικού στρατού γεγονός που άφηνε να διαφανεί μια αχνή αισιοδοξία. Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης παρά την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ύστερα από πέντε ώρες μάχης, διατηρούσαν τις θέσεις τους, αρχίζοντας να πιστεύουν στη μεγάλη νίκη με τον αυτοκράτορα να παροτρύνει τους στρατιώτες του:

<< στήτε ανδρείως αδερφοί στήτε ανδρείως >>.

Γρήγορα ωστόσο δύο οδυνηρά και όχι απόλυτα διευκρινισμένα γεγονότα θα εξανεμίσουν τις ελπίδες των αμυνομένων , γέρνοντας οριστικά την ζυγαριά προς την οθωμανική πλευρά…

Η Πόλις Εάλω…
Οι συνεχείς κανονιοβολισμοί είχαν καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος των τειχών , αφήνοντας ουσιαστικά ακάλυπτους τους υπερασπιστές που όλες αυτές τις μέρες με κλαδιά , βαρέλια με χώμα και με ότι άλλο υλικό ήταν διαθέσιμο, προσπαθούσαν να επισκευάσουν όσο ήταν δυνατό τα γκρεμισμένα τείχη. Όμως αυτό το συνεχές πέρα δώθε , γινόταν πλέον ορατό από τους Τούρκους
τοξοβόλους. Έτσι στον βόρειο τομέα και για μεγαλύτερη ασφάλεια των μετακινήσεων αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ημιυπόγειο παραπόρτι που οδηγούσε κατευθείαν στον εξωτερικό περίβολο των τειχών. Το παραπόρτι αυτό λεγόταν Κερκόπορτα (ή Ξυλόκερκος) και βρισκόταν οκτακόσια μέτρα βόρεια της πύλης του Αγίου Ρωμανού (κοντά στην πύλη του Μυριανδρίου ή Αδριανούπολης), εκεί που το διπλό τείχος συναντούσε το μονό. Στη συμβολή των δύο αυτών οχυρώσεων υπήρχε ένα κάθετο τείχος πάχους 3,5 μέτρων, που ασφάλιζε την είσοδο από τον περίβολο στην πόλη και σε αυτό το τείχος είχε κατασκευαστεί η Κερκόπορτα, η διάμετρος της οποίας δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα και το ύψος τα τρία…

Την ώρα που η μάχη ήταν στην κορύφωση της (σύμφωνα με τον Δούκα), ορισμένοι Τούρκοι που είχαν εισχωρήσει στον περίβολο αντιλήφθηκαν την ύπαρξη της και ότι αυτή ήταν ανοικτή…Χωρίς να χρονοτριβήσουν πέρασαν το παραπόρτι και αμέσως επιτέθηκαν από πίσω στους αμυνόμενους που κατατρομαγμένοι αποχωρούν, με τους Τούρκους να καταλαμβάνουν τρεις πύργους, υψώνοντας παράλληλα και τις τουρκικές σημαίες. Στη συνέχεια οι Τούρκοι αυτοί (αρχικά πενήντα σύμφωνα με τον Δούκα) εκμεταλλευόμενοι τον πανικό που διακατείχε τους αμυνόμενους, κατάφεραν να σταθεροποιηθούν και επεκτεινόμενοι σταδιακά έφτασαν στο σημείο της κύριας μάχης στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι υπερασπιστές του σημείου εκείνου που μέχρι τότε κρατούσαν τις θέσεις τους , αντιλαμβάνονται ξαφνικά, ότι πολλά βέλη ερχόντουσαν από πίσω εναντίον τους και ότι αυτά προέρχονται από Τούρκους... Αμέσως κάθε μορφή άμυνας διαλύθηκε και οι περισσότεροι υπερασπιστές άρχιζαν να τρέχουν προς το εσωτερικό, με τον Οθωμανικό στρατό να ορμά ανενόχλητος πλέον στην πόλη. Τα όσα αναφέρει ο Δούκας επιβεβαιώνονται εν μέρει και από τον Τούρκο Σαντεντίν που διηγείται ότι όταν ο Οθωμανικός στρατός σταθεροποιήθηκε στον περίβολο , κατάφερε να ανοίξει όλες τις πύλες , με πρώτη αυτή της Αδριανούπολης .

Οι περισσότεροι όμως ιστοριογράφοι (όπως ο Φραντζής και ο Λεονάρδος ο Χίος) δεν αναφέρονται καθόλου σε αυτό το περιστατικό, είτε γιατί το αγνοούν, είτε γιατί πιθανότατα και αν ακόμη συνέβη (όπως περιγράφεται από τον Δούκα) να μην το θεώρησαν τόσο σημαντικό… Είναι αυτονόητο ότι σίγουρη άποψη δεν μπορεί να υπάρξει, φαίνεται όμως και από υπονοούμενα άλλων ιστοριογράφων (όπως του Καρδινάλιου Ισίδωρου που σε επιστολή του προς τον Βησσαρίωνα επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι το τμήμα των τειχών στην πύλη της Καλιγαρίας αποδείχτηκε τελικά το ποιο αδύναμο…) ότι κάποιοι Τούρκοι μπόρεσαν να σπάσουν την άμυνα σε εκείνη την περιοχή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα πάντα είχαν κριθεί, αφού και λίγοι ήτανε, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα μέρη οι αμυνόμενοι ακόμη κρατάγανε. Σε κάθε περίπτωση πάντως ήταν επιτακτική ανάγκη η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος, όμως τότε συνέβη ένα ακόμη σημαντικότερο γεγονός που έκρινε οριστικά τον αγώνα…

Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο Ιουστινιάνης από την αρχή της μάχης δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να πολεμά, να καθοδηγεί και να ενθαρρύνει . Ως έμπειρος πολεμιστής ήξερε ότι ο αγώνας είχε φτάσει στο πλέον κρίσιμο σημείο του αφού και οι δύο πλευρές είχαν ρίξει στη μάχη κάθε διαθέσιμη μονάδα και υλικό. Για το λόγο αυτό αγωνιζόταν στην πρώτη γραμμή, όμως πλέον είχε ξημερώσει και ο ίδιος ήταν σε απόσταση βολής από τους εχθρικούς πυροβολητές…Κάποιος από αυτούς τον σημαδεύει και ο Ιουστινιάνης σωριάζεται στο έδαφος…Αμέσως δημιουργείται σύγχυση αφού όλοι προσπαθούν να μάθουν τι του συνέβη. Σχετικά με τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη υπάρχουν επίσης διαφορετικές εκτιμήσεις των ιστοριογράφων που ξεκινούν από το ότι… σηκώθηκε και έφυγε μόνος του, μέχρι του ότι τραυματίστηκε από μέσα…Αλλά οι ιστοριογράφοι εκφράζουν διαφορετικές απόψεις τόσο για το σε ποιο σημείο του σώματος του χτυπήθηκε , όσο και για την σοβαρότητα του τραύματος. Κατά την δική μου εκτίμηση στο συγκεκριμένο ζήτημα ποιο κοντά στην πραγματικότητα πρέπει να βρίσκεται ο Κριτόβουλος, που αναφέρει ότι βλήμα βαλλίστρας διαπέρασε τον θώρακα του τραυματίζοντας τον σοβαρά στο στέρνο. Ο Ιουστινιάνης σωριάστηκε κάτω και οι σύντροφοι του απελπισμένοι και αποκαρδιωμένοι από το γεγονός, πήραν τον αρχηγό τους και αποχώρησαν παρά τις παρακλήσεις του Αυτοκράτορα προς αυτούς να μείνουν στις θέσεις τους.

<< Βάλλεται μεν Ιουστίνος καιρίαν βέλει των από μηχανής κατά του στέρνου δια του θώρακος διαμπάξ και βληθείς πίπτει αυτού και αποκομίζεται ες την ιδίαν σκηνήν κακώς έχων. Εκλύονται δε οι μετ’ αυτού πάντες απειρηκότες τω πάθει και καταλείψαντες το τε σταύρωμα και το τείχος ίνα εμάχοντο, προς έν μόνον εώρων, αποκομίσαι τε τούτον εν ταις ολκάσι και αυτοί αποκομισθήναι σως, καίτοι του βασιλέως Κωνσταντίνου πολλά παρακαλούντος αυτούς και υπεσχημένου μικρόν παραμείναι, έως αν ο πόλεμος λωφήση οι δ’ ουκ εδέξαντο, αλλ’ αναλαβόντες τον ηγεμόνα σφων ωπλισμένοι εχώρουν επί τας ολκάδας σπουδή και δρόμω μηδενός επιστρεφόμενοι των άλλων >>.

Η πιθανότητα αυτή ενισχύεται βάση και των όσων μνημονεύει ο Νέστωρ Ισκεντέρ στο Σλαβονικό χρονικό του , όπου μάλιστα γίνεται λόγος για δύο τραυματισμούς. Συγκεκριμένα ο Ισκεντέρ αναφέρει ότι ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε για πρώτη φορά το βράδυ της Κυριακής από πέτρινη μπάλα (ή πιθανότατα θραύσματα πέτρας) και ενώ επιδιόρθωνε ζημιές σε ένα πύργο. Αμέσως τον πήγαν στη σκηνή του για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες , όμως εκείνος επέμενε να επιστρέψει στη θέση του όπως και έγινε. Ο δεύτερος (και καθοριστικός) τραυματισμός του έγινε την στιγμή που η γενική επίθεση ήταν στην πλέον κρίσιμη στιγμή της από χτύπημα που τον βρήκε στο δεξιό ώμο ρίχνοντας τον κάτω ξερό. Τότε οι σύντροφοι του κλαίγοντας και θρηνώντας τον πήραν και έφυγαν παρά τις ικεσίες του αυτοκράτορα προς αυτούς να παραμείνουν στις θέσεις τους. Τα εδάφια αυτά είναι πολύ αποκαλυπτικά διότι αποκρούουν τις υπόνοιες είτε για εσκεμμένη αποχώρηση του Ιουστινιάνη, είτε για εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης λόγω δειλίας ή πόνου.

Ο Ιουστινιάνης δεν ήταν πλέον σε θέση να δίνει οδηγίες, ειδάλλως δεν υπήρχε περίπτωση να αποχωρήσει έστω και τραυματισμένος. Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άντρες του ήταν επαγγελματίες στρατιώτες που είχαν τυφλή και απόλυτη εμπιστοσύνη μόνο στον αρχηγό τους. Έτσι όταν αυτός τέθηκε εκτός μάχης και ύστερα από όσα είχαν δει και ακούσει κατά την διάρκεια της πολιορκίας με τους διχασμούς , τις μοιρολατρίες και τις δεισιδαιμονίες δεν είχαν εμπιστοσύνη σε κανέναν άλλο. Ως εκ τούτου όταν η πύλη ανοίχθηκε και ο αρχηγός τους μεταφέρθηκε σε άθλια κατάσταση στο πλοίο , αρκετοί από τους πολεμιστές του χάνοντας το ηθικό τους και σκεφτόμενοι πρωτίστως την δική τους σωτηρία άρχισαν και αυτοί να αποχωρούν. Ο Μεχμέτ που βρισκόταν εκεί κοντά, παρατήρησε αμέσως την σύγχυση και τα κενά, διατάζοντας τους πολεμιστές του να επιτεθούν μαζικά στο σημείο εκείνο , ώστε να ενισχύσουν όσους ήδη πίεζαν την περιοχή .

Τότε ένας ειδικά εκπαιδευμένος Τούρκος για καταλήψεις φρουρίων, ο Χασάν από το Λοπάδι (Ουλουμπάτ) της Βιθυνίας, ακολουθούμενος από 30 περίπου συντρόφους του καταφέρνει να ανοίξει πέρασμα μέσα από τα χαλάσματα καταλαμβάνοντας το φράχτη και εισβάλοντας στον περιβάλλοντα χώρο μπροστά από το μεσοτείχιο. Όλοι οι υπερασπιστές πέφτουν πάνω τους καταφέρνοντας τελικά να τους σκοτώσουν , όμως η ζημιά είχε γίνει αφού υπήρχε πλέον ένα μεγάλο άνοιγμα που δεν μπορούσε να κλειστεί , ενώ ο ακάλυπτος χώρος που υπήρχε έδινε την δυνατότητα στους τοξότες του Μεχμέτ να σκοτώσουν αρκετούς από τους ικανούς πολεμιστές των αμυνόμενων. Έτσι πολυάριθμοι Τούρκοι πέρασαν ξανά το φράχτη αρχίζοντας να εισχωρούν στο περιβάλλοντα χώρο και αυτή τη φορά παρά την απεγνωσμένη αντίσταση των αμυνομένων, αλλά και των τοξοτών που από τους πύργους ψηλά λυσσωδώς τους κατατόξευαν, κατόρθωσαν να σταθεροποιηθούν. Οι υπερασπιστές μάχονται γενναία, αλλά η εισροή των Τούρκων είναι συνεχής ,με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών πιεζόμενοι να πέφτουν στο χαντάκι που είχε δημιουργηθεί μπροστά από το μεσοτείχιο , από τα χώματα που αφαιρούσαν για να γεμίζουν με αυτά τα βαρέλια με τα οποία έκλειναν τα κενά του σταυρώματος . Έτσι οι Τούρκοι άρχισαν να τους κτυπούν και να τους κατασκοτώνουν από πάνω χλευάζοντας τους.
Την ίδια στιγμή άλλοι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ανεβαίνουνε στο κυρίως τείχος κινούμενοι κατά μήκος του δεξιά και αριστερά , με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να βρεθούνε στην πλάτη άλλων υπερασπιστών που δεν είχαν αντιληφθεί ακόμη τι συνέβαινε εξακολουθώντας να μάχονται. Την αρχική έκπληξη τους γρήγορα διαδέχτηκε ο πανικός με αποτέλεσμα εκατοντάδες υπερασπιστές να συνωστίζονται μπροστά από μια πόρτα (που ο Κριτόβουλος αναφέρει ως πυλίδα Ιουστίνου και ο Δούκας ως Χαρσία πύλη) με βασική τους πλέον έννοια πώς θα διαφύγουν. Τους πανικόβλητους υπερασπιστές ακολουθούσαν κατά πόδας χιλιάδες Τούρκοι , που πλέον αυτό που τους ενδιέφερε ήταν τι θα αιχμαλωτίσουν και τι θα αρπάξουν , ενώ η κραυγή ``η πόλις εάλω`` άρχιζε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα …

Οι αμυνόμενοι στα υπόλοιπα σημεία των επάλξεων όταν αντιλήφθηκαν ότι η άμυνα έσπασε , σταμάτησαν τον αγώνα αρχίζοντας να φεύγουν άλλοι προς το λιμάνι για να βρούνε πλοίο και να φύγουν και άλλοι προς τα σπίτια τους. Στην περιοχή των Βλαχερνών ο Ενετός Βάιλος Μινότο προσπάθησε απεγνωσμένα μέχρι την τελευταία στιγμή να κρατήσει την άμυνα , όμως η καθυστέρηση αυτή στάθηκε τελικά μοιραία για εκείνον , αφού συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με ένα υιό του για να αποκεφαλιστούν κατ’ εντολή του Σουλτάνου… Στην πύλη της Καλιγαρίας ο Θεόδωρος Καρυστινός είχε αφήσει το τόξο και ως μεσαιωνικός Ηρακλής με το απελατίκι του , έστειλε στα ουρί του παραδείσου πολλούς Τούρκους μέχρι να λυγίσει τελικά από το εχθρικό πλήθος , ενώ στην κοντινή πύλη του Μυριανδρίου τα τρία αδέρφια, Παύλος, Τρωίλος και Αντόνιο Μποκιάρντι αγωνιζόντουσαν ακόμη. Όταν όμως είδαν ότι τα πάντα είχαν τελειώσει τότε (σύμφωνα με τον Φραντζή) ο Παύλος γύρισε και είπε στα αδέρφια του `` Φρίξον ήλιε και θρήνησε γη``. Η Πόλη έπεσε , ας δούμε τουλάχιστον πως θα σωθούμε εμείς …(Τελικά οι Αντόνιο και Τρωίλος τα κατάφεραν όχι όμως και ο Παύλος…).


Το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μετά τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη , έδινε ήδη σαν απλός στρατιώτης στη πύλη του Αγίου Ρωμανού ένα απελπισμένο αγώνα τιμής. Είχε έρθει πλέον η στιγμή να λειτουργήσει σαν Σπαρτιάτης στις Θερμοπύλες, κάτι που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του και το παραστατικό του. Άλλωστε ήξερε ότι το μόνο που απέμενε πλέον σε εκείνον και τους πιστούς συμπολεμιστές του ήταν η τιμή τους. Έτσι μαζί με τους Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Φραγκίσκο του Τολέδο, Δημήτριο Κατακουζηνό και μερικές ακόμη δεκάδες πιστούς `` Καβαλάριους `` προσπαθεί με αφάνταστη γενναιότητα να κρατήσει την άμυνα. Όμως παρά τις προσπάθειες τους ο όγκος των εχθρικών δυνάμεων σαν ορμητικός χείμαρρος παρασύρει πλέον τα πάντα, ο αυτοκράτορας τότε πετάει τα βασιλικά ενδύματα και ξεχύνεται ενάντια στα χιλιάδες εχθρικά φουσάτα που ήδη αλαλάζουν από ενθουσιασμό και με το σπαθί στο χέρι πετσοκόβει όποιον βρίσκει μπροστά του. Αλλά η αριθμητική υπεροχή του εχθρού είναι τρομακτική με τους συντρόφους του να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο και τον ίδιο να φωνάζει ότι "η πόλη χάνεται και εγώ ακόμη ζω ;"

Γιατί από την αρχή της μάχης το δίλημμα για εκείνον ήταν ένα, "η θα νικήσω ή θα πεθάνω" και αφού πλέον δεν μπορούσε να νικήσει, δεν σκεφτόταν παρά τον θάνατο , αλλά ένα θάνατο έντιμο που θα βοήθαγε να κρατηθεί και το φρόνημα του υπόδουλου πλέον λαού του. Ορισμένοι δυτικοί ιστοριογράφοι είπαν ότι αφού είχε κτυπήσει αρκετούς γενίτσαρους, κάποιος από αυτούς του δίνει ένα χτύπημα με το σπαθί στο κεφάλι , τα αίματα του μπερδεύονται με αυτά των εχθρών του, δεν βλέπει πλέον τίποτε αλλά παρόλα αυτά συνεχίζει και μάχεται, τότε όμως ένας δεύτερος γενίτσαρος του δίνει το καθοριστικό χτύπημα και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέφτει και μαζί με αυτόν η λατρεμένη του πόλη που αλλάζει σελίδα …
γράφει ο Κωνσταντίνος Λινάρδος
Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα
 
Προειδοποίηση: είναι ΜΕΓΑΛΟ.
 

Η Πόλις εάλω!

 

 

Η δραματικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνισμού, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις τουρκικές ορδές, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, αποτελεί ταυτόχρονα ένα ορόσημο για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, αφού ουσιαστικά ολοκληρώνει με τον πιο τραγικό τρόπο την περίοδο που έμεινε γνωστή ως "Μεσαίωνας".
 
Προειδοποίηση: είναι ΜΕΓΑΛΟ.
 
 
*Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
 
Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν "Βυζάντιο", ήταν στην πραγματικότητα η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο νόμιμος διάδοχος της Ρώμης, της
μεγαλύτερης και ισχυρότερης αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη. Φυσικά, με δεδομένο ότι η πλειονότητα των κατοίκων της "ανατολικής" αυτοκρατορίας ήταν Ελληνες, εθνικά ή πολιτιστικά, στη Δύση η αυτοκρατορία ήταν γνωστή ήδη από τον 6ο αιώνα ως "η αυτοκρατορία των Ελλήνων" και ο
ηγέτης της ως "ο Ελληνας αυτοκράτορας".

Δεν έπαυε ωστόσο να είναι η διάδοχος της Ρώμης και ως τέτοια, η πρωτεύουσα της "Βυζαντινής" Αυτοκρατορίας, η "Νέα Ρώμη", η πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και για περισσότερα από 1.100 χρόνια ήταν γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσε την πλέον ένδοξη και ισχυρή πόλη της εποχής της, έναν πραγματικό φάρο πολιτισμού και γνώσης, σε μια εποχή που στη χριστιανική Δύση προσπαθούσε να αναδυθεί από τα σκοτάδια της βαρβαρότητας.
 
Τα τείχη της εύμορφης νύφης του Βοσπόρου έστεκαν περήφανα μνημεία του οράματος του "άπαρτου κάστρου" των αυτοκρατόρων που διέταξαν και επέβλεψαν την ανέγερσή τους. Οι κάτοικοι της πόλης, ένα αμάλγαμα φυλών και λαών στους οποίους κυρίαρχη θέση είχαν οι Ελληνες, ήταν περήφανοι για την "Πόλη" τους. Ακόμη και στον 15ο αιώνα, όταν η πάλαι ποτέ ισχυρότερη πόλη του Μεσαίωνα δεν ήταν πια παρά μία σκιά του παλιότερου ένδοξου εαυτού της, η περηφάνια αυτή αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο, όπου θεμελιωνόταν η προσωπικότητα του "Ρωμιού".
Παρόλα αυτά, στα χρόνια της ένδειας που διήγε το Βυζάντιο στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, πολύς λίγος χώρος υπήρχε για υπερηφάνεια. Μία νέα δύναμη είχε εμφανιστεί στην περιοχή της εγγύς Ανατολής, η οποία ουσιαστικά ήλθε να καλύψει το "κενό εξουσίας" που είχε αφήσει το Βυζάντιο, αφού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη όταν οι σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορική εξουσία το 1204. Η αυτοκρατορία μπορεί να αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά πλέον δεν ήταν το πανίσχυρο Βυζάντιο που τρόμαζε τους εχθρούς και ενέπνεε σεβασμό στους φίλους με τη δύναμη, το μεγαλείο και την παράδοσή του.
 
Η δόξα που υπήρξε
 
Ηδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, η ένδοξη αυτοκρατορία του Βυζαντίου δεν υπήρχε πλέον. Ο τίτλος, φυσικά, υφίστατο και οι Ελληνες αυτοκράτορες φορούσαν ακόμη την πορφύρα. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πάντα η πρωτεύουσα του κράτους και ακόμη και τις τελευταίες ημέρες τους οι Βυζαντινοί φάνταζαν υποβλητικοί σε άλλους, νεότερους λαούς, που ακόμη πάσχιζαν ν’ αποκτήσουν το λούστρο του πολιτισμού. Έναν πολιτισμό που οι Βυζαντινοί, ως φυσικοί συνεχιστές της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, φορούσαν με την άνεση και τη σιγουριά εκείνου που κατέχει κάτι με το οποίο γεννήθηκε. Η εντύπωση που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Βυζαντίου στη Δύση, που αναδυόταν την εποχή αυτή από τη μεσαιωνική βαρβαρότητα και προσέγγιζε τη δική της αναγέννηση, ήταν χαρακτηριστική: ήταν υποβλητικές φιγούρες, που ενέπνεαν σεβασμό, ορισμένες φορές και δέος, ιδιαίτερα όταν ο βασιλεύς συνδιαλεγόταν με τους "σοφούς" της Ευρώπης σαν να ήταν ένας από εκείνους, σε αντιδιαστολή με τους δυτικούς ηγέτες που στην διακρίνονταν μάλλον για την παντελή έλλειψη μόρφωσης και παιδείας.
 
Αλλά ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη το Βυζάντιο είχε σβήσει. Αυτό που είχε απομείνει ήταν μια μικρή λωρίδα γης στην Ανατολική Θράκη, ο Μοριάς και η Πόλη. Η τελευταία, θλιβερό απομεινάρι της κοσμοκράτειρας που υπήρξε στο παρελθόν, είχε παρακμάσει σε απελπιστικό βαθμό. Ουδέποτε συνήλθε η Κωνσταντινούπολη από την καταστροφή που προκάλεσαν οι σταυροφόροι. Οι συνεχείς επισκέψεις του "Μαύρου Θανάτου", της πανούκλας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Τα τείχη της, τα οποία κάποτε προφύλασσαν ίσως και 1.000.000 ανθρώπους από τους εισβολείς που μάταια προσπαθούσαν να τα εκπορθήσουν, την εποχή του τέλους έδιναν καταφύγιο σε λιγότερες από 50.000 ψυχές. Τεράστιες εκτάσεις γης εντός των τειχών είχαν απογυμνωθεί και στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει εκτεταμένες καλλιέργειες, που ουσιαστικά έτρεφαν τον συρρικνωμένο πληθυσμό. Τα περισσότερα ένδοξα κτήρια που έχτισαν οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες και οι Έλληνες Βασιλείς, έστεκαν πλέον σαν απογυμνωμένα ερείπια, άδεια κελύφη που είχαν λεηλατηθεί από τους βαρβάρους της Δύσης, και τα υπέροχα έργα τέχνης που κάποτε τα κοσμούσαν, πλέον αποτελούσαν το καύχημα των πόλεων της Εσπερίας.
 
Ο κάποτε υπερήφανος και πανίσχυρος στρατός του Βυζαντίου, που αποτελούσε το φόβητρο ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου με τους επιβλητικούς κατάφρακτους, τους τρομερούς κλιβανάριους και τους πάνοπλους σκουτάτους, τις τελευταίες ημέρες ήταν πια μια μικρή δύναμη μέτρια εξοπλισμένων πολιτοφυλάκων, που συμπληρωνόταν με ξένους μισθοφόρους. Το βυζαντινό ναυτικό, που για 700 χρόνια κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, δεν ήταν παρά ένας μίζερος στολίσκος με δύο-τρία πλοιάρια και η αυτοκρατορία εκλιπαρούσε τους πανίσχυρους Γενοβέζους και Ενετούς θαλασσοκράτορες για βοήθεια όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη.
 
Τα αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια όμως, ενάμιση αιώνα πριν από το τέλος, ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις. Σε μία τέτοια περίσταση το Βυζάντιο σφράγισε τη μοίρα του. Με την πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας, μιας μισθοφορικής φατρίας που έλκυε την καταγωγή της από την ομώνυμη περιοχή της Ιβηρικής αλλά συμπεριλάμβανε τυχοδιώκτες και αποβράσματα από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, το Βυζάντιο μπήκε σε μια τρομερή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της κρατικής δομής και του κοινωνικού ιστού στα Βαλκάνια, την ερήμωση πολλών περιοχών και την εξάντληση και των τελευταίων αποθεμάτων χρυσού. Οι Καταλανοί, μετά τις αρχικές επιτυχίες τους ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, στράφηκαν ενάντια στους εργοδότες τους, ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Νότιο Ελλάδα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν την δική τους ηγεμονία στα ελληνικά εδάφη, πριν εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας. Η ιστορική ειρωνεία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια: οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποθρασύνονται και απογύμνωναν την αυτοκρατορία από τα τελευταία ερείσματά της στη Μ. Ασία.
 
Οι Βυζαντινοί διπλωμάτες, που κάποτε κρατούσαν τις τύχες ολόκληρου του κόσμου στα χέρια τους, που δημιουργούσαν και εξαφάνιζαν βασίλεια με τις μηχανορραφίες τους, που εξασφάλισαν την επιβίωση του Βυζαντίου με χρυσό και υποσχέσεις όταν άλλες, ισχυρότερες στρατιωτικά, ηγεμονίες υπέκυπταν στη βαρβαρική πλημμυρίδα, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθούν να περισώσουν την ύπαρξη του κράτους τους, παρακαλώντας τους Οθωμανούς σουλτάνους για έλεος και τους δυτικούς βασιλείς για βοήθεια.
Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα παρακμής, το σκοτάδι ανακουφιζόταν από ένα λαμπερό φάρο: το αιώνιο φως του ελληνικού πολιτισμού, που μεγαλουργούσε ξανά. Πράγματι, όπως παρατηρεί έμπλεος θαυμασμού ο μέγιστος Βρετανός ιστορικός του Μεσαίωνα, Στήβεν Ράνσιμαν, "από ένα καπρίτσιο της ιστορίας, αυτή η περίοδος της πολιτικής παρακμής, συνοδεύτηκε από μία πολιτιστική ζωή πιο αξιοζήλευτη και πιο παραγωγική απ’ ό,τι γνωρίσαμε σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας. Καλλιτεχνικά η εποχή των Παλαιολόγων ήταν εξαιρετική. Τα μωσαϊκά και οι νωπογραφίες του 14ου αιώνα στην Εκκλησία της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη δείχνουν μία ζωντάνια, μία φρεσκάδα και μία ομορφιά που κάνουν τα ιταλικά έργα της ίδιας περιόδου να δείχνουν πρωτόγονα και αδέξια. Εργα της αυτής ποιότητας παράγονταν και αλλού στην πρωτεύουσα καθώς και στη Θεσσαλονίκη".
 
Πέρα από τις εκπληκτικές προόδους στην τέχνη, που θα αποτελούσαν τον προπομπό της καλλιτεχνικής αναγέννησης που ακολούθησε στη Δύση μέσα στις επόμενες δεκαετίες, το Βυζάντιο σε αυτήν την ύστατη ώρα του ευτύχησε να διαθέτει και ένα πλήθος από εξέχοντες διανοητές, που προσέφεραν εξαιρετικό έργο. Στην τελευταία περίοδο της αυτοκρατορίας, μια σειρά από εμβληματικές φυσιογνωμίες φώτιζαν τον πνευματικό ορίζοντα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, προσφέροντας μια εξαιρετικού πλούτου παραγωγή ιδεών.
Κάτω από τη φωτισμένη καθοδήγηση μιας προσωπικότητας του μεγέθους του Θεόδωρου Μετοχίτη, πρωθυπουργού του Βυζαντίου στα τέλη του 14ου αιώνα, στο αναγεννημένο Πανεπιστήμιο της Πόλης μαθήτευσαν και δίδαξαν εξέχοντα πνεύματα, όπως οι Νικηφόρος Γρηγοράς, Γρηγόριος Παλαμάς, Νικόλας Καβάσιλας, Δημήτριος Κυδώνης και πολλοί άλλοι. Η επόμενη γενιά των λογίων του Βυζαντίου περιελάμβανε κι άλλες εξέχουσες προσωπικότητες, με κορυφαία μεταξύ τους το νεοπλατωνιστή Γεώργιο Πλήθωνα ή Γεμιστό, τον εκ του Μορέα λόγιο που προσπάθησε να βρει πρακτικές λύσεις στα προβλήματα του ελληνισμού της εποχής του, ευαγγελίστηκε μια επιστροφή στις σπαρτιατικές ρίζες και τελικώς κατέληξε να ιδρύσει μια σχολή στην οποία φοίτησαν όλοι οι γόνοι της φλωρεντινής αριστοκρατίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σχολή και η σκέψη του Πλήθωνα αποτέλεσαν το έναυσμα για να ξεκινήσει το πνευματικό και πολιτιστικό κίνημα που στη Δύση αποκλήθηκε "Αναγέννηση" και το οποίο άρχισε, ακριβώς, από τη Φλωρεντία με πρωτομάστορες μερικούς από τους μαθητές του Γεμιστού.
 
Η ανερχόμενη δύναμη
 
Αν το Βυζάντιο παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μιας παραπαίουσας αυτοκρατορίας που πλέον είχε δύναμη μόνο στους τίτλους και στα ονόματα, η νεόκοπη οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μία τουρκική φατρία που ανήκε στη φυλή των Ογούζων Τούρκων, άρχισε υπό την ηγεσία του Οσμάν να χτίζει μία ηγεμονία στις παρηκμασμένες δομές του σελτζουκικού σουλτανάτου. Η Μικρά Ασία είχε ήδη εκτουρκισθεί μερικώς από τους προκατόχους τους (Σελτζούκους), οπότε οι Οθωμανοί (όπως ονομάστηκαν, από το όνομα του πρώτου σημαντικού ηγέτη τους, Οσμάν ή Οττομάν) βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσουν μία δική τους ηγεμονία.
 
Μάλιστα, το κράτος του Οσμάν αρχικά ήταν ένα μπεηλίκι στο πλαίσιο του σελτζουκικού σουλτανάτου, το οποίο όμως την εποχή εκείνη (τέλη του 13ου αιώνα) ήταν ήδη μια σκιά του παλιού, πανίσχυρου εαυτού του, μετά από συντριπτικά πλήγματα καθ' όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από το Ιλχανάτο των Μογγόλων, του οποίου είχε καταστεί υποτελής. Ο Οσμάν, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, κήρυξε την ανεξαρτησία του μπεηλικιού του το 1299 και από εκεί και πέρα ξεκίνησε να χτίζει μία πραγματική αυτοκρατορία. Αυτό το αρχικά ταπεινό κρατίδιο στη δυτική Μ. Ασία, σύντομα θα εξελισσόταν στην ισχυρότερη μουσουλμανική αυτοκρατορία από την εποχή του Πρώτου Χαλιφάτου και σε μία από τις πλέον ισχυρές στην παγκόσμια ιστορία.
 
Ωστόσο, η άνοδος των Οθωμανών περνούσε μέσα από το Βυζάντιο. Οι Οθωμανοί ευτύχησαν να βρουν απέναντί τους ένα Βυζάντιο μικρό, αποδυναμωμένο, με μειωμένο πληθυσμό, αποδιοργανωμένο κοινωνικό ιστό και χωρίς πόρους. Η αυτοκρατορία αποξενωνόταν από τους υποτελείς πληθυσμούς της, οι οποίοι καθίσταντο έτσι εύκολη λεία για τους μουσουλμάνους επιδρομείς, και σε πολλές περιπτώσεις οι ντόπιες ελίτ δέχτηκαν με αγαλλίαση τους Οθωμανούς καθώς η φορολόγηση των τελευταίων ήταν πολύ λιγότερο επαχθής από αυτήν της αυτοκρατορίας.
Τις πρώτες δεκαετίες αυτής της επέκτασης, οι Οθωμανοί βασίζονταν στον δοκιμασμένο κι επιτυχημένο, από τους αιώνες εφαρμογής του στην αραβική επέκταση, θεσμό των "γαζήδων" (ghazi). Στη θεωρία πρόκειται για μαχητές της (ισλαμικής) πίστης, στην πράξη όμως επρόκειτο για μικροφεουδάρχες και επικεφαλής φατριών ή μικρών φυλών, οι οποίοι εγκαθίσταντο σε μία μεθοριακή περιοχή κάποιας μουσουλμανικής ηγεμονίας και με την υποστήριξη του επικυρίαρχού τους έκαναν επιδρομές στα χριστιανικά εδάφη, αρπάζοντας αιχμαλώτους και αγαθά. Αργότερα και καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα σε αυτά τα εδάφη μειωνόταν, συνέπεια κυρίως της δράσης τους, τόσο λόγω του εξανδραποδισμού των κατοίκων όσο και της τρομοκράτησης αυτών που έμεναν, οι οποίοι συχνά έφευγαν εσπευσμένα για πιο ασφαλείς περιοχές, οι γαζήδες άρπαζαν τα χριστιανικά εδάφη και εγκαθιστούσαν δικούς τους αποίκους, συνήθως εξισλαμίζοντας και όσους χριστιανούς είχαν απομείνει. Για την αντιμετώπιση των γαζήδων φρόντιζαν, με ιδιαίτερη επιτυχία, οι θρυλικοί Ακρίτες του Βυζαντίου, οι οποίοι όμως τον 15ο αιώνα ήταν άλλη μία ανάμνηση του ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος.
 
Με την πρακτική αυτή είχαν δημιουργήσει το μπεηλίκι του Οσμάν οι πρόγονοί του, συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Ερτουγρούλ, και με την ίδια τακτική το επέκτεινε και ο αυτός. Εδωσε στέγη σε όλους τους αραβογενείς και τουρκογενείς γαζήδες του Ισλάμ και τους ώθησε να ξεπεράσουν τα όριά τους, καταλαμβάνοντας σιγά, σιγά όλη τη Μικρά Ασία. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά το 1301 οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν σε μάχη εκ παρατάξεως από τους Οθωμανούς. Η κλήση της καταλανικής εταιρείας δύο χρόνια μετά, από τον Ανδρόνικο, το μόνο που έκανε ήταν να χειροτερεύσει τα πράγματα για το Βυζάντιο. Παρότι και οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, η στιβαρή ηγεσία των ηγετών και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη των νεόκοπων κατακτητών, επέτρεψε να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια. Ακόμη και τα πλέον σοβαρά, όπως η συντριπτική ήττα από τις ορδές του Ταμερλάνου, ο οποίος νίκησε αποφασιστικά το στρατό του Βαγιαζίτ το 1402 στη μάχη της Αγκυρας, δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του κράτους που δημιούργησε ο Οσμάν. Μάλιστα ο Βαγιαζίτ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη όταν οι ταταρικές ορδές του μισού Τούρκου  μισού Μογγόλου Τιμούρ Λενκ (που στη Δύση έγινε γνωστός ως Ταμερλάνος) εισήλθαν στην επικράτειά του, οπότε έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αναμετρηθεί μαζί του. Οι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί ψέγουν τις ηγεσίες των χριστιανικών κρατών που στην κρίσιμη αυτή ώρα, που η ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών υπέστη την πρώτη μεγάλη της ήττα και βρισκόταν κυριολεκτικά στα γόνατα και με τη δυναστεία του Οσμάν διαλυμένη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τερματίσουν την οθωμανική απειλή. Ηταν μία ιστορική ευκαιρία που χάθηκε, όπως τόσες άλλες.
 
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να παίξουν το μοναδικό χαρτί που είχαν αυτό της αποτελεσματικής διπλωματίας  πλέκοντας τις γνωστές βυζαντινές ίντριγκες στα παρασκήνια της διαμάχης των γιων του Βαγιαζίτ (ο οποίος συνελήφθη από τον Τιμούρ και πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε αιχμαλωσία) για τον οθωμανικό θρόνο. Η τύχη φάνηκε να χαμογελά στο Μανουήλ τον 2ο Παλαιολόγο, με την ανάρρηση στο θρόνο του φιλο-βυζαντινού Σουλεϊμάν, ωστόσο ο ίδιος ο στρατός του τον ανέτρεψε και έδωσε το θρόνο στον αδελφό του, Μούσα. Ο τελευταίος αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα άγριος πολέμαρχος, που προσπάθησε να τιμωρήσει τους χριστιανούς που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Μετά από εκτεταμένες σφαγές στη Μακεδονία και κυρίως στη Σερβία, όπου ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, ένας άλλος αδελφός του, ο Μωάμεθ Α', τον ανέτρεψε με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και μεγάλου μέρους του στρατού του που είχε αποκάμει με την υπέρμετρη σκληρότητα του νέου σουλτάνου. Η διακυβέρνηση του Μωάμεθ ήταν ένα διάλειμμα γαλήνης για τους χριστιανούς γείτονες των Οθωμανών, αλλά αυτό δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Το πνεύμα του Γαζή ήταν ακόμη ζωντανό στους διαδόχους του Οσμάν.
 
Η πορεία προς το τέλος
 
Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί έθεταν τη μία μετά την άλλη τις βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας υπό τον έλεγχό τους. Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης πολύ λίγο μπορούσαν να αντιδράσουν και όταν το έκαναν, συνήθως ηττώντο στο πεδίο της μάχης από τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο οθωμανικό στρατό.
Ελάχιστες απόπειρες ήταν σοβαρές και ακόμη λιγότερες επιτυχημένες. Ακόμη και όταν οι Οθωμανοί έχαναν τη μάχη, οι Βυζαντινοί έχαναν τον πόλεμο λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των σοβαρών προβλημάτων πειθαρχίας που ήταν πλέον ορατά και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή. Κάτι ανάλογο συνέβη όταν ο Ανδρόνικος ο 3ος προσπάθησε να άρει την πολιορκία της Νίκαιας το 1329: στο πεδίο της μάχης δεν ηττήθηκε από τον οθωμανικό στρατό, αλλά οι δικές του δυνάμεις σύντομα διαλύθηκαν εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και διχογνωμιών.
 
Η Νίκαια έπεσε στα χέρια των Οθωμανών όταν ηγέτης τους ήταν ο γιος του Οσμάν, Ορχάν. Την ίδια περίοδο χάθηκε και η Νικομήδεια. Και καθώς η αυτοκρατορία προσπαθούσε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, προέκυψε η έριδα του 1341 και ο συνακόλουθος εμφύλιος, που έφερε τους Οθωμανούς και επίσημα στην Ευρώπη για πρώτη φορά, αφού ο εκ των διεκδικητών του θρόνου, Ιωάννης Καντακουζηνός, συμμάχησε με τον Ορχάν, ο οποίος του έστειλε 6.000 στρατιώτες για να πολεμήσουν στο πλευρό του.
Ο Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο και εξακολούθησε τη συμμαχία του με τον Ορχάν, ενώ η εκθρόνισή του το 1355 έδωσε την αφορμή στον Οθωμανό πολέμαρχο να εισβάλει στα Βαλκάνια και να αρχίσει να παγιώνει την τουρκική κυριαρχία στη χερσόνησο.
 
Το τέλος της ηγεμονίας του Ορχάν βρήκε τους Οθωμανούς κυρίαρχους της Δ. Θράκης, του μεγαλύτερου μέρους της Μ. Ασίας, και με ανανεωμένη επιθετικότητα και πλείστους όσους γαζήδες να συρρέουν στις τάξεις τους για να καταλύσουν την κυριαρχία των απίστων και στην Ευρώπη!
Ο Ορχάν είχε προλάβει επίσης να αναδιοργανώσει την κρατική δομή του νεόκοπου κράτους και το στρατό, παραδίδοντας στο διάδοχό του, Μουράτ Α', μια αποτελεσματική κρατική μηχανή και έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό. Παρά τις προσπάθειες των Σέρβων, και λιγότερο των Βυζαντινών, για ανάσχεση της τουρκικής πλημμυρίδας στα Βαλκάνια, αργά αλλά σταθερά οι Τούρκοι επέκτειναν τα όρια του κράτους τους, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς και χάρη σε θεσμούς, όπως το devsirme (στρατολόγηση χριστιανών με τη βία για να πολεμήσουν στο στρατό του σουλτάνου, αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστό ως "παιδομάζωμα" και θα παρήγαγε τις εκλεκτές δυνάμεις των Γενίτσαρων), πλήθαιναν τις τάξεις των πολεμιστών του Μουράτ, που εμφανιζόταν ασταμάτητος. Με αυτούς τους πολεμιστές, ο στρατός του Μουράτ, που οδηγούσε ο γιος του, Βαγιαζήτ, αφού ο Μουράτ είχε μόλις δολοφονηθεί από έναν Σέρβο, συνέτριψε τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σλάβων των Βαλκανίων στην ιστορική μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389.
 
Ο πρώτος Τούρκος που πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη το 1402, ήταν ο ίδιος ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε προσπαθήσει και το 1396, αλλά τον σταμάτησαν τα νέα της σταυροφορίας του Ούγγρου βασιλιά, Σιγκισμούνδου. Ο Βαγιαζίτ διέλυσε το στρατό των σταυροφόρων στη Νικόπολη αλλά η ευκαιρία να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί. Ομως το 1402 ο Βαγιαζήτ ξεκίνησε εκ νέου την πολιορκία, την οποία όμως έλυσε εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Τιμούρ που ερχόταν επικεφαλής της ταταρικής ορδής προς την Αγκυρα.
Στα τελευταία χρόνια ύπαρξής της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή μάλλον τα θλιβερά υπολείμματά της, ήταν ουσιαστικά υποτελής του Σουλτάνου, όπως άλλωστε και όλες οι εναπομείνασες χριστιανικές ηγεμονίες των Βαλκανίων. Η ανέγερση του νέου κάστρου των Οθωμανών, του επονομαζόμενου Ρούμελη Χισάρ, στην ακτή του Βοσπόρου, ακριβώς δίπλα στην Κωνσταντινούπολη, εξυπηρετούσε τα σχέδια του νέου σουλτάνου και τον καθιστούσε κυρίαρχο και των στενών. Ομως ο Μωάμεθ δεν ήταν ικανοποιημένος με την επικυριαρχία στο Βυζάντιο, αφού ήθελε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο της αυτοκρατορίας του. Ηθελε το στέμμα του Καίσαρα των Ρωμαίων και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να το αποκτήσει.
 
Η θύελλα έρχεται
 
Ο Δούκας στο χρονικό του παραδίδει ένα περιστατικό που, ακόμη κι αν δεν είναι πραγματικό, δίνει τη διάσταση της φιλοδοξίας του μετέπειτα Πορθητή να γίνει δική του η Κωνσταντινούπολη: ο μέγας βεζίρης του Μωάμεθ, ο Τσανταρλί Χαλίλ, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον σουλτάνο και φοβόταν (δίκαια, όπως αποδείχτηκε μετά την άλωση της Πόλης) για τη ζωή του, κλήθηκε από τον Μωάμεθ τα μεσάνυχτα στα διαμερίσματά του. Πήγε τρέμοντας από το φόβο, κρατώντας, όπως ήταν το έθιμο, ένα πεσκέσι, ένα δώρο στον άρχοντά του, μια πιατέλα γεμάτη με χρυσά νομίσματα, μήπως και τον εξευμενίσει.
Οταν τον είδε ο Μωάμεθ, ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό και ο Χαλίλ, φοβισμένος, του είπε ότι του έφερε ένα δώρο, όπως ήταν το έθιμο. Ο σουλτάνος παραμέρισε το δίσκο και φώναξε στον έντρομο βεζίρη του: "Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω: δώσε μου την Κωνσταντινούπολη." Ο Χαλίλ, έντρομος από το ξέσπασμα του αφέντη του, τον άκουσε να του περιγράφει τα σχέδιά του: θα επιτίθεντο στην Πόλη το συντομότερο δυνατόν, μόλις ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες του. Ο Χαλίλ υποσχέθηκε αιώνια πίστη και αποχώρησε. Ο μέγας βεζίρης ήταν ο μοναδικός από τους ανώτερους αξιωματούχους του σουλτανάτου που διατράνωνε σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ακριβώς η αντίθεσή του ήταν η πρόφαση για την καρατόμησή του μετά την άλωση.
Ο Μωάμεθ, με τη χαρακτηριστική αποφασιστικότητά του, ξεκίνησε μία σειρά κεραυνοβόλων ενεργειών για την πραγμάτωση του σχεδίου του. Επίσης, πήρε τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου των υπουργών του, υποσχόμενος ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει δική τους η υπέρλαμπρη Πόλη. Ο Χαλίλ δεν τόλμησε να διαφωνήσει μπροστά στην ψυχρή αποφασιστικότητα του αφέντη του και στην ομοθυμία των Οθωμανών, που ονειρεύονταν πλούσιο πλιάτσικο και στιγμές πολεμικής δόξας.
 
Μετά από εντατικές προετοιμασίες και αφού φρόντισε να συγκεντρώσει το τρομερό στράτευμά του, ο Μωάμεθ έσπευσε προς το Βόσπορο, έτοιμος να ξεκινήσει την πολιορκία.
Ο Κωνσταντίνος είχε προσπαθήσει με διπλωματικές επαφές να εξασφαλίσει κάποιου είδους βοήθεια για τη δοκιμαζόμενη πόλη. Πρεσβείες στις μεγάλες ιταλικές δυνάμεις και στα χριστιανικά βασίλεια των Βαλκανίων και της Ρωσίας εκλιπάρησαν για βοήθεια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η πόλη θα έπρεπε να φροντίσει με τις ίδιες τις δυνάμεις της να αποφύγει το μοιραίο. Οι βενετικές και γενουάτικες παροικίες της πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Επτά βενετικά πλοία με 700 Ιταλούς δραπέτευσαν από την καταδικασμένη πόλη, αλλά οι υπόλοιποι έμειναν ως το τέλος. Σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Γενουάτης Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο, ο οποίος έφερε 700 αρματωμένους άνδρες από τη Γένοβα, τη Χίο και τη Ρόδο, ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη χριστιανική Δύση σε αυτή την ύστατη μάχη.
Το σκηνικό είχε στηθεί και αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μία από τις πλέον δραματικές πολιορκίες της ιστορίας.
 
Οι αντίπαλοι στρατοί
 
Οι Οθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη του μεσαιωνικού κόσμου και σίγουρα η στρατιωτική οργάνωσή τους ξεπερνούσε οτιδήποτε μπορούσε να αντιπαραθέσει οποιοσδήποτε χριστιανός ηγεμόνας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Το στράτευμα αποτελούνταν από δύο κατηγορίες: τους επίστρατους, που ήταν ο κύριος όγκος του στρατεύματος αλλά ήταν σχετικά μέτριας μαχητικής αξίας, και τον τακτικό στρατό, τους στρατιώτες του παλατιού (Καπικουλού), μεταξύ των οποίων ήταν και περίφημοι Γενίτσαροι (Yeni Ceri στα Τουρκικά).
Αν και τα πρώτα χρόνια της επέκτασής τους οι Οθωμανοί βασίζονταν, όπως όλοι οι Τουρκομάνοι, κυρίως σε δυνάμεις άτακτων ελαφρών ιππέων και ιπποτοξοτών, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ορχάν και καθώς οι Τούρκοι αφομοίωναν σταδιακά τα διδάγματα τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δυτικής Ευρώπης με την οποία έρχονταν σε επαφή, ο στρατός τους εκσυγχρονίστηκε αποφασιστικά.
 
Οι επιδράσεις των Βυζαντινών ήταν εμφανείς κυρίως στη δομή του στρατού. Μεταξύ των επίστρατων του Μωάμεθ, η κύρια μάζα του πεζικού ήταν οι Αζάποι, χαμηλής κοινωνικής τάξης (και χαμηλής μαχητικής αξίας) μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι εντάσσονταν υποχρεωτικά στο στρατό του σουλτάνου πριν από κάθε εκστρατεία και πολεμούσαν με τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους. Επρόκειτο για τουρκογενείς, Κούρδους, αραβογενείς και άλλους ανατολίτες, που ήταν συνήθως οπλισμένοι με τόξα και μεγάλα μαχαίρια και μάχονταν χωρίς συγκεκριμένη τακτική. Οι Οθωμανοί διοικητές χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να ανοίξουν το δρόμο στα πιο επίλεκτα τμήματα που θα ακολουθούσαν και είναι χαρακτηριστικό ότι Αζάποι, μαζί με τα κατεξοχήν σώματα των ατάκτων, ήταν εκείνοι που έκαναν τις περισσότερες εφόδους στα τείχη της Κωνσταντινούπολης πριν αυτά υποστούν σοβαρά ρήγματα.
Μέρος των επίστρατων ήταν και το ιππικό των Ακιντσί, κυρίως Τουρκομάνοι οι οποίοι πολεμούσαν με τις γνωστές τακτικές των ιπποτοξοτών της στέπας και λίγη αξία είχαν σε συντεταγμένη μάχη, πόσο μάλλον σε πολιορκία. Στους επίστρατους θα συντάσσαμε και τις δυνάμεις των χριστιανών Τιμαριούχων, που ήταν υποτελείς του σουλτάνου, οι Βοϊνιούκ όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Μεταξύ αυτών ήταν βαρύ και μέσο ιππικό, καθώς και μέσο ή βαρύ πεζικό. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι δυνάμεις των Οθωμανών Τιμαριούχων, που οργανώνονταν κυρίως στο ιππικό των Τοπρακλί Σουβαρισί και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης μαχητικής αξίας και πολυάριθμες, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο ισχυρότερο πόλο του οθωμανικού στρατού, μετά τα στρατεύματα του παλατιού.
 
Τα σώματα του "παλατιού", δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιελάμβανε τον καιρό του Μωάμεθ το επίλεκτο ιππικό Καπικουλού, καθώς και το εξίσου επίλεκτο πεζικό Καπικουλού. Βασικό συστατικό στοιχείο του τελευταίου ήταν οι Γενίτσαροι, που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως στρατολογημένοι με τη βία αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν’ αλλαξοπιστήσουν και είχαν εκπαιδευτεί ως υψηλής ποιότητας πεζικό παντός ρόλου. Τα χρόνια του Μωάμεθ είχαν αρχίσει να εισέρχονται οι πρώτοι Γενίτσαροι που προέρχονταν από το παιδομάζωμα και ως εκ τούτου ήταν ακόμη πιο φανατισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι. Φυσικά, στις Καπικουλού δυνάμεις εντάσσονταν και τα επικουρικά σώματα του παλατιού, όπως οι Μποσταντσί, οι Σεγκμέν και ο Ντογκαντσί, ενώ εδώ ανήκαν και οι πυροβολητές και οι υπηρέτες των πυροβόλων, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία και οι οποίοι ήταν γνωστοί με τους τίτλους Τοπτσού και Τοπ Αραμπατσί.
Υπήρχε και ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατάκτων (βαζιβουζούκων), που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάποια από τις παραπάνω τάξεις. Κατά πάσα πιθανότητα οι άτακτοι, που ακολουθούσαν τους οθωμανικούς στρατούς για το πλιάτσικο και ήταν ιδιαίτερα άγριοι στη μάχη, ξεπερνούσαν τους 20.000.
 
Μέσα στα επόμενα χρόνια μετά την κατάκτηση ο οθωμανικός στρατός, με τη γενίκευση του παιδομαζώματος και την οργάνωση σε νέα πρότυπα, θα γινόταν ένας πραγματικά πανίσχυρος οργανισμός, προφανώς ο καλύτερος στρατός της εποχής του, πριν αρχίσει να παρακμάζει δραματικά  μαζί με ολόκληρη την οθωμανική κοινωνία  στα μέσα του 17ου αιώνα. Το 1453 όμως ο Μωάμεθ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει ένα εξαιρετικό στράτευμα και μάλιστα πολυπληθές: μόνο για την άλωση της Πόλης, ο στρατός που είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες των τειχών ξεπερνούσε τους 100.000 μάχιμους, ενώ ακολουθούσαν πολλοί περισσότεροι υπηρέτες, εργάτες, τεχνίτες και το πλήθος που κατά κανόνα ακολουθεί τους μεγάλους στρατούς.
 
Τι είχε να αντιπαρατάξει ο Βυζαντινός ηγεμόνας σε αυτόν τον τεράστιο στρατό; Ο ίδιος ο Σφραντζής ετοίμασε, κατ’ εντολή του Κωνσταντίνου, μία λίστα των κατάλληλων προς στρατιωτική υπηρεσία ανδρών. Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 4.973 Ελληνες και περί τους 2.000 ξένοι κάτοικοι της Πόλης και εθελοντές. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας μικρός ακόμη αριθμός προερχόμενων από έξωθεν βοήθεια, συμπεριλαμβανόμενων και Ελλήνων (όπως των Κρητών τοξοτών, που ήταν τυπικά πολίτες της Ενετίας). Το σύνολο των υπερασπιστών ήταν γύρω στις 7.500 με 8.000 μάχιμους.
Οι βυζαντινές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν ένα μικρό τμήμα ελληνικού μέσου ιππικού, τους Στρατιώτες, καθώς και τμήματα πολιτικού πεζικού. Κάποιοι από τους πεζούς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, φορούσαν δυτικού τύπου πανοπλίες και είχαν ανάλογο οπλισμό, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υπερασπιστών δεν ήταν παρά πολιτοφύλακες με φτωχό οπλισμό και ελάχιστη εκπαίδευση. Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν και λίγοι βαλλιστροφόροι, οι οποίοι μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε μια στρατιωτική κολεκτίβα, στα ιταλικά πρότυπα.
 
Στις τάξεις των Βυζαντινών πολέμησαν και κάποιοι Ιταλοί και Ούγγροι, ίσως και Γερμανοί "πυροβολητές", δηλαδή πρώιμοι τουφεκιοφόροι, που μάχονταν με τα άβολα και καθόλου ακριβή "κανόνια χειρός" της εποχής. Ο αριθμός αυτών ήταν πολύ μικρός (λίγες δεκάδες) και έπαιξαν μικρό μόνο ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. Η πλειονότητα των ξένων που συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλης ήταν Ενετοί και Γενοβέζοι. Αν και οι Γενοβέζοι του γενουατικού τομέα της Πόλης (Πέρα) διακήρυξαν ουδετερότητα αρκετοί συμπατριώτες τους πέρασαν τον Κεράτιο και εντάχθηκαν σε στρατιωτική υπηρεσία. Μοιάζει τραγική ειρωνεία ότι εκείνοι που έκαναν το μεγαλύτερο κακό στο Βυζάντιο ήταν οι ίδιοι που τώρα, λίγο πριν από το τέλος, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν να αποφευχθεί το μοιραίο. Μάλιστα, οι Βενετοί φέρεται να είχαν αποφασίσει να στείλουν έναν αξιόμαχο στόλο με 800 επαγγελματίες στρατιώτες, αριθμό Κρητών πολεμιστών και, φυσικά, μεγάλο αριθμό ναυτών, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης. Μία δύναμη που αν όντως είχε φθάσει, θα προσέφερε πολλά στην άμυνα, κυρίως αποσοβώντας την καταλυτική κυριαρχία του οθωμανικού στόλου. Ωστόσο, ο στόλος της Βενετίας καθυστέρησε για δύο μήνες ν’ αναχωρήσει από τη Βενετία. Η εντολή για την αναχώρηση δόθηκε μόλις στις 7 Μαΐου, όταν η πολιορκία βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή της (κάτι που δεν γνώριζαν, βεβαίως, οι Ενετοί) και όταν η Πόλη έπεφτε, ο στόλος βρισκόταν ακόμη στο Αιγαίο! Οι λόγοι αυτής της τεράστιας καθυστέρησης δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί. Ισως η ηγεσία της Γαληνότατης πίστευε ότι η Κωνσταντινούπολη, με τα πανίσχυρα τείχη της, θα κρατούσε επ’ αόριστον. Ισως πάλι οι καιροσκόποι Ενετοί δεν ήταν απολύτως βέβαιοι για την αφοσίωσή τους στους χριστιανούς του Βυζαντίου, αφού μπορεί να είχαν ακόμη κατά νου κάποιες μεθόδους συνεννόησης με τους Οθωμανούς ώστε να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμιά τους στην Ανατολική Μεσόγειο.
 
Τέλος, στο πλευρό των Βυζαντινών πολέμησε και μία ομάδα Τούρκων. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα Ορχάν, διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, που κατοικούσε στην Πόλη μαζί με τη συνοδεία των πιστών σωματοφυλάκων του και ακολούθων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των χριστιανών και ενάντια στους ομοδόξους τους.
 
Η έναρξη των εχθροπραξιών
 
Οι κάτοικοι της Πόλης μόλις είχαν προλάβει να γιορτάσουν το Πάσχα, όταν οι ορδές του Μωάμεθ άρχισαν να καταφτάνουν. Τα πρώτα τμήματα των προφυλακών των Οθωμανών φάνηκαν κοντά στα τείχη της πόλης στις 2 Απριλίου του 1453. Τμήμα ιππικού των Βυζαντινών έκανε έξοδο και κατάκοψε τους πρώτους Τουρκομάνους που αφίχθησαν, ωστόσο η ροή ανδρών ήταν σταθερή και σύντομα οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη – σχετική – ασφάλεια των τειχών, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να παρακολουθούν το μεγάλο στράτευμα να συγκεντρώνεται σιγά-σιγά.
 
Οι μάχιμοι άνδρες του τουρκικού στρατού θα πρέπει να ήταν περί τους 100.000, ωστόσο το πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από τις πύλες της Βασιλεύουσας ήταν τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο.
Ο Κωνσταντίνος έβλεπε με απόγνωση το πλήθος των πολιορκητών να μαυρίζει τον ορίζοντα, αλλά δεν έχανε την ψυχραιμία του. Εδωσε εντολή να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Κεράτιο, φράζοντας έτσι τον κόλπο και εμποδίζοντας τους Τούρκους να κερδίσουν την πολυπόθητη γι' αυτούς καθολική θαλάσσια κυριαρχία και να αποκλείσουν την πόλη απ' όλες τις πλευρές. Παράλληλα με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η επανάληψη του στρατηγήματος που είχαν χρησιμοποιήσει οι εισβολείς σταυροφόροι κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όταν είχαν καταλάβει εξ εφόδου τα ασθενώς υπερασπιζόμενα θαλάσσια τείχη.
 
Η αλυσίδα, οι γενναίοι αλλά ολιγάριθμοι υπερασπιστές και τα επιβλητικά χερσαία τείχη ήταν τώρα τα μόνα εμπόδια ανάμεσα στην πόλη και στους εχθρούς. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με κύριο άξονα το Θεοδόσιο τείχος, θεωρούνταν μακράν το καλύτερο δείγμα μεσαιωνικής τειχοποιίας και μέχρι τότε ήταν πρακτικά ακατάβλητα, τουλάχιστον πριν από την έλευση της πυρίτιδας, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια. Απλώνονταν σε μήκος έξι χιλιομέτρων, από τον Κεράτιο στο Μαρμαρά, σε τρία επάλληλα τμήματα, με μία τάφρο να εμποδίζει τους πολιορκητές να πλησιάσουν. Απέναντι στα τυπικά μεσαιωνικά όπλα, καταπέλτες και πετροβόλους (trebuchets), τα τείχη, αρκεί να ήταν επαρκώς επανδρωμένα, δεν είχαν φόβο. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν μια τυπική μεσαιωνική πολιορκία. Μια νέα εποχή ανέτειλε και ο ερχομός της σηματοδοτήθηκε από το βροντώδη ήχο τεράστιων μπρούτζινων ή σιδερένιων κυλίνδρων, που έριχναν ογκώδη πέτρινα βλήματα με μία δύναμη που κανένας καταπέλτης δεν μπορούσε να προσεγγίσει και σε σχεδόν ευθυτενή τροχιά.
Τα κανόνια των Τούρκων δίκαια έχουν χρεωθεί με το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της πολιορκίας. Γνωστά είναι τα τρία μεγάλα κανόνια που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός για τον Μωάμεθ. Το μεγαλύτερο από αυτά έριχνε βλήματα βάρους άνω του μισού τόνου, το δεύτερο μέχρι και 360 κιλά και το τρίτο λίγο πάνω από 300. Οι Οθωμανοί όμως είχαν πολύ περισσότερα κανόνια. Σύμφωνα με τις πηγές, τα οθωμανικά κανόνια ήταν περίπου 70, οργανωμένα σε 14 πυροβολαρχίες κατά μήκος των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Το σφυροκόπημα από τα κανόνια άρχισε από την έκτη Απριλίου, όταν το σύνολο των πυροβολαρχιών είχε παραταχθεί και το οθωμανικό στράτευμα είχε πάρει τις θέσεις του στη γραμμή που είχαν προετοιμάσει γι' αυτό οι πολυάριθμοι εργάτες και συνοδοί.
 
Πριν από αυτό, ο σουλτάνος, όπως επέβαλλε το τυπικό των συγκρούσεων της εποχής για τους Οθωμανούς, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον Κωνσταντίνο, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι σε μια τέτοια περίπτωση και κάτω από τους νόμους των μουσουλμάνων, δεν θα πείραζε τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ούτε τις περιουσίες τους. Σε διαφορετική περίπτωση, συμπλήρωνε, δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο όταν θα έμπαινε στην Πόλη. Οι προτάσεις του απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και τους πολίτες και η πολιορκία ήταν πλέον γεγονός.
Το πρωί της έκτης Απριλίου ο αυτοκράτορας βρέθηκε με τον Λόνγκο, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη υπεράσπισης του κεντρικού τμήματος του τείχους, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο των τουρκικών κανονιών, που ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αποσαθρώνουν τις δομές του τείχους και να δημιουργούν τη μία ρωγμή μετά την άλλη. Μάλιστα, ήδη από την πρώτη ημέρα του βομβαρδισμού προκάλεσαν την κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του τείχους.
 
Την επομένη ο Μωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντιστάσεις των χριστιανών. Συγκέντρωσε ένα σώμα ατάκτων και τους έστειλε κατά του κέντρου του τείχους. Οι υπερασπιστές, χωρίς καν να χρειαστεί να συμπτυχθούν από το εξωτερικό τείχος, τους απώθησαν εύκολα προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες.
Μετά από αυτό η δραστηριότητα των επιτιθέμενων περιορίστηκε και οι Βυζαντινοί αποσύρθηκαν από τον "περίβολο" στο κυρίως τείχος. Ο βομβαρδισμός ξανάρχισε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις 12 Απριλίου, αφού ο Μωάμεθ είχε δώσει εντολή για αναδιάταξή των πυροβολαρχιών βάσει των παρατηρήσεων από τις πρώτες βολές, και από εκεί και πέρα οι εκρήξεις των κανονιών και οι ξεροί ήχοι που έκαναν τα βλήματα πάνω στο τείχος, ήταν η καθημερινή συντροφιά των γενναίων υπερασπιστών έως την ημέρα που έπεσε η Πόλη.
Ταυτόχρονα με τον από ξηράς βομβαρδισμό, οι θαλάσσιες δυνάμεις του "Πορθητή" έκαναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να περάσουν την αλυσίδα και να εισέλθουν στον Κεράτιο, αλλά κάθε φορά αποκρούονταν από τα πλοία των Βυζαντινών και των Ενετών που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση του όρμου.
 
Οι Τούρκοι, ίσως για να δείξουν στους Βυζαντινούς τι τους περίμενε μετά το πέρας της πολιορκίας, κατέλαβαν δύο μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός των τειχών και επάνδρωναν ολιγομελείς φρουρές των Βυζαντινών και παλούκωσαν τους επιζώντες υπερασπιστές, περί τα 70 άτομα, μπροστά στα τείχη.
Ο συνεχιζόμενος βομβαρδισμός, παρά τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί πυροβολητές, συνεχιζόταν ακατάπαυστα όλη μέρα και οι υπερασπιστές ήταν απασχολημένοι με το να προσπαθούν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να μπαλώνουν όπως-όπως τα χάσματα που εμφανίζονταν συνεχώς στα τείχη.
Στις 18 Απριλίου, ο Μωάμεθ πίστεψε ότι θα μπορούσε να πάρει την Πόλη, θεωρώντας ότι η ζημιά στα τείχη ήταν ήδη σημαντική. Επέλεξε ένα συγκεκριμένο τμήμα του τείχους στο Μεσοτείχιο και εξαπέλυσε εκεί μια μεγάλη επίθεση, στην οποία δεν συμμετείχαν πλέον τμήματα βαζιβουζούκων αλλά τακτικοί πεζοί, με τους φανατικούς Γενίτσαρους να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την επίθεση.
Με επικεφαλής τον γενναίο Τζουστινιάνι, οι χριστιανοί κράτησαν τη θέση τους, απωθώντας τους Τούρκους που έρχονταν κατά κύματα. Η μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, πάνω από 200 Τούρκοι σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν, αλλά οι Ελληνες δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βενετό αυτόπτη μάρτυρα, Νικολό Μπαρμπάρο, ούτε ένας Ελληνας ή Ιταλός δεν σκοτώθηκε σε αυτήν την επίθεση!
 
Μία μικρή αχτίδα φωτός για το χριστιανικό στρατόπεδο έλαμψε όταν τρία γενουάτικα πλοία και ένα βυζαντινό, αψηφώντας την τεράστια τουρκική αρμάδα, πέρασαν στον Κεράτιο φέρνοντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Στη ναυμαχία που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν και βενετικά πλοία από την άμυνα της πόλης, σκοτώθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι ναύτες, ενώ τα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν έστω για λίγο, προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια από τον έξω κόσμο, που θα τους έδινε τη νίκη σε αυτήν την μάχη ζωής και θανάτου. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα μικρό φωτεινό διάλειμμα στις έξι εβδομάδες απελπιστικής βεβαιότητας ότι το τέλος ήταν κοντά.
 
Ο κλοιός σφίγγει
 
Αφού τιμώρησε (δεν τον αποκεφάλισε, μετά τα παρακάλια των αξιωματούχων του, αλλά τον καθαίρεσε και τον μαστίγωσε) τον Βούλγαρο ναύαρχο Μπάρτογλου για την αποτυχία του ενάντια στα τέσσερα χριστιανικά πλοία, ο Μωάμεθ αποφάσισε να αλλάξει πορεία. Κατανοούσε ότι για να εξασφαλίσει τον πλήρη αποκλεισμό της Πόλης, έπρεπε να ελέγξει τον Χρυσόκερο, τον Κεράτιο κόλπο. Η αλυσίδα που έφραζε την είσοδο, σε συνδυασμό με τα ισχυρά πλοία που τη φρουρούσαν, έμοιαζε αδύνατο να παραβιαστεί. Οπότε, παίρνοντας παράδειγμα από παρόμοιες ενέργειες που είχαν γίνει παλιότερα από Ιταλούς και Αραβες, αποφάσισε να προχωρήσει στην υπερνεώλκηση τμήματος του στόλου του από το δρόμο που περνούσε δίπλα στο Γαλατά, διαμέσου της "κοιλάδας των Πηγών".
 
Επρόκειτο για ένα τεράστιο έργο, αλλά οι δυνατότητες των Οθωμανών σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν σχεδόν ανεξάντλητες. Τα πληρώματα των πλοίων και χιλιάδες από τους εργάτες που συνόδευαν το στράτευμα, ξεκίνησαν το κολοσσιαίο έργο της υπερνεώλκησης 72 από τα μικρότερα πλοία των Οθωμανών στον Κεράτιο. Το πρωί της 23 Απριλίου το σύνολο των πλοίων βρισκόταν πλέον στον κόλπο. Οι Βυζαντινοί είχαν χάσει τον έλεγχο του Κεράτιου και ο οθωμανικό κλοιός είχε σφίξει γύρω από την Πόλη σαν μέγκενη που απειλούσε να συντρίψει τους υπερασπιστές της.
Το σχέδιο του Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρποληθούν τα πλοία των Οθωμανών που είχαν περάσει στον Κεράτιο τέθηκε σε εφαρμογή, αλλά το μόνο αποτέλεσμα ήταν η απώλεια δύο χριστιανικών πλοίων. Δύο ένα μάλιστα, όπου επέβαινε ο Κόκο, βυθίστηκε αύτανδρο. Σύμφωνα με τις πηγές, ένας Γενουάτης εξωμότης, έμπορος από το Πέρα, ήταν εκείνος που ενημέρωσε τον Μωάμεθ για το σχέδιο και γι’ αυτό οι τολμηροί μπουρλοτιέρηδες απέτυχαν.
 
Για μερικές ημέρες τα πράγματα ηρέμησαν, καθώς πέρα από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς και κάποιες σποραδικές απόπειρες των τουρκικών πλοίων να προσεγγίσουν τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κεράτιου, δεν υπήρξε άλλη αξιοσημείωτη δραστηριότητα. Αυτό κράτησε για μία σχεδόν βδομάδα. Καθώς η βοήθεια που περίμεναν οι πολιορκημένοι από τη Βενετία δεν ερχόταν, ο αυτοκράτορας έστειλε ένα πλοίο υπό τουρκική σημαία, με πλήρωμα δώδεκα εθελοντές ντυμένους με τουρκικές στολές, για να αναζητήσει νέα για το στόλο που είχαν ζητήσει ο αυτοκράτορας και οι Βενετοί της Πόλης από το Συμβούλιο της Γαληνότατης. Η αγωνιώδης αναμονή επέφερε διαλυτικά αποτελέσματα, καθώς τις ίδιες ημέρες η διαρκής έχθρα μεταξύ Γενουατών και Ενετών είχε εξελιχθεί σε ανοιχτή διαμάχη και η ενδοχριστιανική έριδα έμοιαζε αγριότερη από εκείνη έξω από τα τείχη. Η παρέμβαση του αυτοκράτορα έθεσε τέρμα στις ανοιχτές κατηγορίες και στους τσακωμούς, ωστόσο τα προβλήματα συνεννόησης μεταξύ των Ιταλών παρέμεναν.
 
Οι επιθέσεις ξαναρχίζουν
 
Για μερικές ημέρες το μεγάλο ("βασιλικό") κανόνι του Ουρβανού είχε σιγήσει, αντιμετωπίζοντας τεχνικά προβλήματα (παρουσίασε ρωγμές εξαιτίας της υπερθέρμανσης από τη συνεχή χρήση). Ομως την έκτη Μαΐου άρχισε ξανά να στέλνει τεράστιους ογκόλιθους με τρομερή δύναμη ενάντια στο τείχος. Οι υπερασπιστές παρατήρησαν μία αυξανόμενη κινητικότητα στις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από το τείχος, ενώ ταυτόχρονα τα πλοία στον Κεράτιο έδειχναν σημάδια κινητοποίησης.
Φαινόταν ότι προετοιμαζόταν επίθεση των Οθωμανών και πραγματικά, την αυγή της επομένης, 7 Μαΐου, ο Σουλτάνος έστειλε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού να επιτεθεί στα τείχη. Περνώντας μέσα από την, παραγεμισμένη με τα υλικά από το τείχος που κατέρρεε, τάφρο, οι Τούρκοι έβαλαν ξανά στόχο το Μεσοτείχιο. Η επίθεση ήταν σύντομη, αφού κράτησε μόλις τρεις ώρες, αλλά εξαιρετικά σφοδρή. Το τείχος στο σημείο αυτό ήταν περισσότερο ένα ερείπιο και οι υπερασπιστές χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους επί ίσοις όρους.
 
Στην τρομερή μάχη διακρίθηκε ένας γιγαντόσωμος Ελληνας με το όνομα Ρανγάβος, που φέρεται να έκοψε με μία σπαθιά στα δύο τον ίδιο τον σημαιοφόρο του σουλτάνου, τον Αμίρ Μπέη, πριν περικυκλωθεί και ο ίδιος από τα στίφη των Τούρκων και φονευθεί. Οι χριστιανοί κατάφεραν να κρατήσουν για άλλη μία φορά, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στους Τούρκους.
Ο Μωάμεθ άρχιζε να γίνεται ανυπόμονος και προβληματιζόταν με την αντοχή των υπερασπιστών. Ξημερώνοντας η 12η Μαΐου, ο Μωάμεθ έριξε σχεδόν το μισό στράτευμά του σε άλλη μία σφοδρή επίθεση, αυτή τη φορά στο τμήμα του τείχους των Βλαχερνών, κοντά στην ένωση με το Θεοδοσιανό τείχος. Στην τρομερή μάχη που ακολούθησε, οι χριστιανοί κατόρθωσαν για μία ακόμη φορά να αποκρούσουν την έφοδο, χάρη στην έγκαιρη άφιξη των εφεδρειών υπό τον Θεόδωρο Καρυστινό.
Η απελπισία άρχισε να γίνεται εμφανής στα πρόσωπα των πολιορκημένων και κάποιοι πρότειναν ακόμη και μαζική έξοδο, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, κάτι που απορρίφθηκε από εκείνους που προσέβλεπαν ακόμη σε έξωθεν βοήθεια.
 
Οι Τούρκοι, βλέποντας ότι τα τείχη, παρά τον σφοδρότατο βομβαρδισμό, πρόσφεραν ακόμη κάλυψη στους υπερασπιστές της πόλης, είχαν ξεκινήσει ήδη από εβδομάδες να σκάβουν σήραγγες για να τα υπονομεύσουν. Σέρβοι και Βόσνιοι μεταλλωρύχοι είχαν αναλάβει απρόθυμα το τρομερό καθήκον και ακούραστα έσκαβαν σήραγγες κάτω από τη δομή των τειχών. Στην αντιμετώπιση αυτής της απειλής εξέχοντα ρόλο έπαιξε ο Ιωάννης Γκραντ, μηχανικός που είχε έλθει στην Πόλη από τη Γερμανία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν σκωτσέζικης καταγωγής. Υπό την καθοδήγησή του οι Βυζαντινοί, αφού ανακάλυπταν τις στοές των Οθωμανών, έσκαβαν δικές τους και απέκρουαν τους εισβολείς, βάζοντας φωτιά στα υποστηρίγματα των "λαγουμιών" των Τούρκων. Το σκηνικό αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές.
 
 
Ο Μωάμεθ είχε πια ουσιαστικά σταματήσει τις εφόδους και προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα να πετύχει την εκπόρθηση της πόλης. Πέρα από τις στοές, που συνέχιζαν να σκάβονται σχεδόν καθημερινά, οι Τούρκοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν στις 19 Μαΐου μια πρόχειρη γέφυρα στον Κεράτιο, από το Γαλατά στα τείχη της πόλης, θέλοντας προφανώς να συνδυάσουν την επίθεση στο θαλάσσιο τμήμα του τείχους με τις χερσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, δεν φαίνεται αυτή η γέφυρα να ολοκληρώθηκε ή να χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις συγκρούσεις. Επίσης, ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος που κατασκεύασαν οι Οθωμανοί για να επιτεθούν κατά των τειχών, ανατινάχθηκε από μία ομάδα αποφασισμένων Βυζαντινών κατά τη διάρκεια της νύχτας.
 
Στις τελευταίες φάσεις της πολιορκίας υπερφυσικά σημάδια, όπως τουλάχιστον τα ερμήνευσαν οι πολιορκημένοι, ξύπνησαν δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις: Μία απόκοσμη ομίχλη, εντελώς εκτός εποχής, έπεσε στην πόλη και στα περίχωρα. Μία περίεργη λάμψη φώτισε την εκκλησία της Αγιάς Σοφιάς και, το χειρότερο απ’ όλα, τη νύχτα της 24 Μαΐου, μια έκλειψη της Σελήνης σκοτείνιασε τον ουρανό και τρόμαξε τους χριστιανούς, θυμίζοντας στους γηραιότερους μια προφητεία ότι "η πόλη δεν θα πέσει όσο το φεγγάρι βρίσκεται στον ουρανό". Μια τρομερή καταιγίδα διέκοψε τη λιτανεία και την περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου την επομένη. Και σαν να μην έφθανε αυτό, στην ίδια λιτανεία η εικόνα της Παναγίας γλίστρησε από τη θήκη της και έπεσε. Τα σημάδια ήταν πλέον εμφανή: οι περισσότεροι άρχισαν να πιστεύουν ότι όλα έδειχναν ότι η πόλη θα πέσει και ο Τούρκος θα πατήσει την Αγία Σοφία.
Ακόμη όμως δεν είχαν δει τα χειρότερα, ένα σημάδι το οποίο δεν ήταν ούτε θεόσταλτο ούτε υπερφυσικό: Οι Βυζαντινοί και οι Ιταλοί παρατήρησαν ένα μικρό πλοίο να προσεγγίζει τον Κεράτιο. Τα μεγαλύτερα τουρκικά πλοία προσπάθησαν να το αναχαιτίσουν, αλλά οι ικανοί ναυτικοί που το οδηγούσαν τα απέφευγαν με μαεστρία. Οταν άνοιξαν την αλυσίδα για να περάσει το πλοίο, είδαν ότι επρόκειτο για το μπρίκι που είχαν στείλει λίγες ημέρες πριν να εντοπίσει τον Ενετικό στόλο που θα ερχόταν για να λύσει την πολιορκία. Τα νέα που έφερναν οι γενναίοι ναυτικοί ήταν τρομερά. Αν και είχαν χτενίσει το Βόρειο Αιγαίο απ’ άκρη σε άκρη και είχαν ρωτήσει παντού, κανένα νέο για ενετικό στόλο δεν υπήρχε, ούτε φυσικά σημάδι του ίδιου του στόλου, ο οποίος είχε σταθμεύσει στη Στερεά Ελλάδα.
Ωστόσο και η κατάσταση στο μουσουλμανικό στρατόπεδο δεν ήταν ιδανική. Ο Μωάμεθ άρχιζε να έχει αμφιβολίες για το πόσο εύκολο ήταν, τελικά, να πάρει την Πόλη, ενώ πράκτορές του που είχαν μόλις αφιχθεί από τη Δύση, ανέφεραν ότι ένας μεγάλος ενετικός στόλος βρισκόταν καθ' οδόν για το Βόσπορο. Μαζί με τις γκρίνιες των στρατιωτών του αλλά και ορισμένων συμβούλων του, με πρώτο το μεγάλο βεζίρη, ο Μωάμεθ πείστηκε να δώσει ακόμη μία ευκαιρία στους πολιορκημένους να του παραδώσουν την πόλη.
Μία αντιπροσωπία στάλθηκε και έφερε μαζί της έναν πρέσβη. Στον τελευταίο ο Μωάμεθ έκανε για μία ακόμη φορά μια πρόταση που, προφανώς, στον ίδιο φαινόταν γενναιόδωρη, με δεδομένο ότι ήδη πολιορκούσε την Πόλη για πάνω από ενάμιση μήνα: αν οι υπερασπιστές δέχονταν ακόμη και τώρα να παραδώσουν την Κωνσταντινούπολη, θα τους επιτρεπόταν να φύγουν μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους και όσους κατοίκους το επιθυμούσαν. Ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο Μοριά και να ζήσει εν ειρήνη το υπόλοιπο του βίου του.
Ο γενναίος αυτοκράτορας έδωσε τη μόνη απάντηση που θα μπορούσε: ότι αρνείται να παραδώσει την Πόλη και ότι εκείνος και όλοι οι υπερασπιστές προτιμούν να πεθάνουν παρά να αφεθούν στα χέρια του. Αλλωστε, η φήμη του Μωάμεθ δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να καθησυχάσει τους υπερασπιστές ότι θα τηρούσε το λόγο του.
 
Την επομένη, Σάββατο 25 Μαΐου, ο Μωάμεθ συγκάλεσε τους υπουργούς του και τους στρατιωτικούς διοικητές του. Η αμφιβολία είχε αρχίσει να κατατρώει το σουλτάνο και ήθελε να μοιραστεί το βάρος της ευθύνης. Ο Χαλίλ, ο γηραιός βεζίρης, θέλησε να πετύχει έστω και αυτήν τη στιγμή τη λύση της πολιορκίας, όμως ο Ζαγανός Πασάς μίλησε ένθερμα για τη μοίρα του Μωάμεθ και τον συνέκρινε με τον Μέγα Αλέξανδρο, διαβεβαιώνοντας ότι οι άνδρες θέλουν να επιτεθούν άμεσα στην Πόλη.
Ο Μωάμεθ δε χρειάστηκε και πολλή ώρα για να αποφασίσει. Ανακοίνωσε ότι η μεγάλη επίθεση στα τείχη θα γίνει μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες. Ο κύβος ερρίφθη και η τύχη της Πόλης είχε σφραγιστεί.
 
Η Πόλις εάλω 
 
Αυτή τη φορά οι Οθωμανοί δεν προσπάθησαν να καλύψουν τις προετοιμασίες τους. Για τρεις ημέρες οι στρατιές του Μωάμεθ αναδιατάσσονταν σε όλο το μήκος των τειχών και συγκεντρώνονταν στα πλέον στρατηγικά σημεία, εκεί όπου είχε γίνει η μεγαλύτερη ζημιά από το βομβαρδισμό των έξι εβδομάδων. Ο στόλος έδειχνε παρόμοια κινητικότητα και όλοι πλέον ήταν βέβαιοι: η μεγάλη έφοδος ετοιμάζεται. Την 28η Μαΐου η Κωνσταντινούπολη αντηχούσε από προσευχές, ικεσίες, κλάματα και κραυγές απελπισίας. Την ίδια ημέρα έλαβε χώρα η τελευταία μετάληψη του αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία, μαζί με την τελευταία χριστιανική λειτουργία στη μεγαλύτερη εκκλησία της Ορθοδοξίας. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος μετέβη στο παλάτι των Βλαχερνών και ζήτησε συγχώρεση απ' όλα τα μέλη του προσωπικού του. Τόση ήταν η θλίψη που ήταν αποτυπωμένη στα τραχιά χαρακτηριστικά του, τέτοια η βεβαιότητα του επερχόμενου θανάτου και τόση η συγκίνηση που, όπως περιγράφει ο Σφραντζής, ακόμη και αν κάποιος ήταν από πέτρα ή ξύλο, δεν μπορούσε παρά να δακρύσει.
 
Οι Τούρκοι, καθώς ξημέρωνε η 29 Μαΐου, είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους και είχαν ετοιμαστεί για την έφοδο. Ο Κωνσταντίνος διέτρεχε το τείχος σε όλο το μήκος, δίνοντας κουράγιο στους πολεμιστές που επάνδρωναν το μισογκρεμισμένο τείχισμα, το οποίο μόλις πριν από δύο μήνες ήταν ακόμη το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τείχος που είχε δει ο κόσμος και ήταν το μοναδικό στήριγμά τους, το μόνο που έστεκε πλέον μεταξύ αυτών και του βέβαιου θανάτου. Μιάμιση ώρα πριν χαράξει, δόθηκε το σύνθημα. Ο Μωάμεθ είχε οργανώσει το στρατό του σε τρία κύματα, στοχεύοντας σε ένα ιδιαίτερα μεγάλο ανάπτυγμα των τειχών και σε πολλά σημεία που είχαν υποστεί συντριπτικά πλήγματα από τα κανόνια.
Με τους ήχους από τα νταούλια και τις σάλπιγγες, το πρώτο κύμα των Οθωμανών ξεχύθηκε προς τα τείχη. Το αποτελούσαν οι άτακτοι που είχαν έλθει με τους Οθωμανούς και χρησιμοποιήθηκαν για να ανοίξουν το δρόμο για τους υπόλοιπους. Οι βαζιβουζούκοι, εκτοξεύοντας ομοβροντίες βελών και κραδαίνοντας γιαταγάνια, επιτέθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα, αλλά απωθήθηκαν από τους αποφασισμένους υπερασπιστές μετά από σκληρή μάχη. Τα πτώματά τους στοιβάζονταν στα χαλάσματα και το αίμα τους έβαφε τις θρυμματισμένες πέτρες. Ακόμη και την ώρα που οι άτακτοι επιτίθεντο, τα κανόνια συνέχιζαν το αποτρόπαιο έργο τους, συνθλίβοντας φίλους και εχθρούς μαζί με τα κάποτε περήφανα τείχη. Οι άτακτοι άρχισαν να υποχωρούν και τότε οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά και το δεύτερο κύμα των Τούρκων επιτέθηκε. Αυτή τη φορά ήταν ο τακτικός στρατός των μπεηλικιών, οι πεζοί και οι ιππείς που τώρα μάχονταν και εκείνοι πεζή. Επέπεσαν στους υπερασπιστές των τειχών με τρομερή ορμητικότητα και άρχισαν να δημιουργούν τα πρώτα ρήγματα στην άμυνα. Οι χριστιανοί, με αυταπάρνηση, ρίχνονταν στη μάχη ενάντια στους πάνοπλους Οθωμανούς, κατορθώνοντας να αντέξουν και αυτό το δεύτερο κύμα της επίθεσης σε όλο το μήκος των τειχών. Οι τακτικοί στρατιώτες του Μωάμεθ δεν ήταν βαζιβουζούκοι, αλλά ικανοί επαγγελματίες πολεμιστές, αρματωμένοι με τις καλύτερες πανοπλίες που παρήγαγε η τουρκική μεταλλουργική και οπλισμένοι με θανατηφόρα όπλα. Αποχωρούσαν με τάξη από το τείχος, αφήνοντας τα κανόνια να εξαπολύσουν ακόμη ένα τρομακτικό κύμα βλημάτων και πριν ακόμη κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, ξεχύνονταν ξανά μπροστά. Αλλά ό,τι κι αν έκαναν, ήταν αδύνατο να κάμψουν την αντίσταση των υπερασπιστών, που πλέον μάχονταν σαν λιοντάρια, σαν αληθινοί ήρωες στο πνεύμα της προαιώνιας ελληνικής παράδοσης.
Αλλά η γενναιότητά τους δεν επαρκούσε απέναντι στο πλήθος των Οθωμανών. Αν και τα δύο πρώτα κύματα δεν είχαν διαρρήξει την άμυνα, ο Μωάμεθ είχε ακόμη έναν "άσσο στο μανίκι του", με τη μορφή του τρίτου κύματος. Το αποτελούσαν οι εκλεκτότερες των μονάδων του, με το ιππικό του παλατιού που τώρα είχε ξεπεζέψει και πολεμούσε πεζή και το πεζικό του παλατιού και με τους περίφημους Γενίτσαρους ν’ αποτελούν την αιχμή του δόρατος. Για πολλή ώρα μαινόταν η μάχη των Βυζαντινών με τις ορδές του δεύτερου κύματος, όταν ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στο τρίτο κύμα να επιτεθεί.
 
Με απόλυτη τάξη και δίχως τη συνοδεία μουσικής, οι Γενίτσαροι ξεκίνησαν για τις θέσεις που είχαν επιλεγεί. Οι συμπολεμιστές τους παραμέριζαν και τους άφηναν να πιάσουν δουλειά. Οι αποκαμωμένοι χριστιανοί, που φυτοζωούσαν τον τελευταίο μήνα λόγω της έλλειψης τροφίμων, είχαν ξενυχτήσει περιμένοντας την επίθεση και είχαν αποκρούσει δύο σφοδρότατα κύματα εχθρών, τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν τη φρέσκια εφεδρεία των Οθωμανών, η οποία μάλιστα αποτελούνταν από τους τρομερότερους πολεμιστές της Ανατολικής Μεσογείου. Η αντίσταση που προέβαλλαν ήταν μνημειώδης, αλλά δεν ήταν αρκετή. Οι Οθωμανοί, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, υπό την άμεση καθοδήγηση του ίδιου του Μωάμεθ που έφθασε κοντά στα τείχη και έδινε άμεσα διαταγές στους διοικητές των μονάδων, άρχισαν να εντοπίζουν αδύναμα σημεία στην άμυνα και να επικεντρώνουν εκεί τις προσπάθειές τους. Ενα παραπόρτι από το οποίο είχαν βγει ανιχνευτές των πολιορκημένων και το οποίο δεν είχε κλείσει καλά, η "τρισκατάρατη" της ελληνικής παράδοσης  Κερκόπορτα, έδωσε την ευκαιρία σε μια ομάδα Γενίτσαρων να περάσει μέσα στο τείχος και να υψώσει το πρώτο οθωμανικό λάβαρο. Αυτή η επιτυχία και το λάβαρο των Γενίτσαρων να κυματίζει στο τείχος, έδωσε θάρρος σε όλους τους υπόλοιπους Οθωμανούς, που με ανανεωμένη επιθετικότητα όρμησαν στους υπερασπιστές. Οι Γενίτσαροι της Κερκόπορτας απωθήθηκαν και εξοντώθηκαν, αλλά η αντίσταση είχε αρχίσει να κάμπτεται στα περισσότερα σημεία. Χιλιάδες Τούρκοι συνέρρεαν από κάθε άνοιγμα των τειχών, πέφτοντας με τρομακτική αγριότητα στους υπερασπιστές. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, με τη γυαλιστερή πανοπλία του γεμάτη αίματα και το σπαθί στο χέρι, πολεμούσε ασταμάτητα, έχοντας ξεφορτωθεί την πορφύρα και τα αυτοκρατορικά διακριτικά, ανάμεσα στους άνδρες του, μέχρι που κυκλώθηκε από τα οθωμανικά στίφη. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, κάτω από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα των Γενίτσαρων, ακούστηκε να κραυγάζει πάνω από τη βοή της μάχης: "Μα δεν υπάρχει χέρι χριστιανού να μου πάρει τη ζωή;". Ετσι άφησε την τελευταία του πνοή ο ύστατος Ελληνας αυτοκράτορας, με το σπαθί στο χέρι, πιστός στις παραδόσεις ηρωισμού και αυταπάρνησης, έσχατος υπερασπιστής μιας σπουδαίας αυτοκρατορίας.
 
Οι Τούρκοι πλέον είχαν πάρει το πάνω χέρι σε όλες τις επιμέρους εστίες αντίστασης και οι υπερασπιστές που είχαν επιβιώσει, κυκλώνονταν και παραδίνονταν ή σφάζονταν. Ακολουθώντας τους Γενίτσαρους, οι υπόλοιποι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη και άρχισε το όργιο της λεηλασίας και του πλιάτσικου. Καθώς προωθούνταν στην πόλη, τα τακτικά σώματα του οθωμανικού στρατού, που είχαν ακόμη κάποιου είδους πειθαρχία και δεν είχαν υποκύψει στις σειρήνες του πλιάτσικου, εκκαθάρισαν τις τελευταίες εστίες αντίστασης και εξασφάλισαν όλες τις σημαντικές θέσεις στρατηγικής σημασίας.
 
Πολλή ώρα μετά την πτώση του τείχους, μία απομονωμένη εστία αντίστασης προβλημάτιζε ακόμη τους Τούρκους. Επρόκειτο για τους Κρήτες τοξότες, που είχαν στρατολογηθεί από τον αυτοκράτορα στη Μεγαλόνησο, μετά από ειδική άδεια που παραχώρησαν οι Ενετοί. Οι Κρήτες, τέκνα της προαιώνιας πολεμικής παράδοσης του νησιού, δεινοί τοξότες όπως οι πρόγονοί τους για πάνω από 2.000 χρόνια, τρομεροί πολεμιστές, με αδάμαστο κουράγιο, είχαν οχυρωθεί στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου. Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των Κρητών. Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή. Οι ηγέτες των Οθωμανών, που όπως όλοι οι μουσουλμάνοι εκτιμούσαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν. Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο.
 
Μετά την παράδοση των Κρητών, δεν είχαν μείνει πλέον υπερασπιστές ζωντανοί και ελεύθεροι στην Πόλη. Το αιώνιο φως είχε σβήσει και μια νέα εποχή ξεκινούσε για την Κωνσταντινούπολη.
 
Μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί 
 
Ο Μωάμεθ είχε πλέον κερδίσει τον τίτλο του Πορθητή. Η Πόλη ήταν δική του και η αντίσταση είχε παύσει. Κατόρθωσε με τον τρόπο αυτό να εκπληρώσει το πρώτο μέρος του ονείρου του, που ήταν η ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλο της το μεγαλείο: η "Νέα Ρώμη" ήταν δική του. Η μελλοντική απόπειρά του να καταλάβει και την ίδια τη Ρώμη απέτυχε παταγωδώς, αλλά για την ώρα ήταν θριαμβευτής, κατακτητής και μπορούσε πλέον να σφετεριστεί τον τίτλο "καϊζέρ ι ρουμ", Καίσαρας των Ρωμαίων.
 
Η μοίρα της Πόλης και των κατοίκων της αμέσως μετά την άλωση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή που αναμενόταν: κάτω από την ισλαμική παράδοση του πολέμου, την οποία ο Μωάμεθ συνήθως τηρούσε, όπως και τους υπόλοιπους κανόνες που συνιστούσαν το πλαίσιο γύρω από το οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις τον ύστερο Μεσαίωνα, εάν μια πόλη "απίστων" που πολιορκούνταν, καλούνταν να παραδοθεί και δεχόταν, οι κάτοικοί της διατηρούσαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ενώ και οι περιουσίες τους παρέμεναν στα χέρια τους. Η πόλη δεν ήταν υποκείμενη λεηλασίας και τα θρησκευτικά κέντρα των κατακτημένων παρέμεναν στη θέση τους και λειτουργούσαν κανονικά αν και με κάποιους περιορισμούς που έθετε ο κατακτητής. Η μόνη "ποινή" των παραδοθέντων ήταν η πληρωμή κάποιας προσόδου στον κατακτητή, πέρα φυσικά από το ότι θα ήταν πλέον υποτακτικοί του τελευταίου.
 
Βεβαίως, η Πόλη δεν παραδόθηκε. Οι υπερασπιστές της πολέμησαν γενναία, αψηφώντας τους πολυάριθμους εχθρούς και οι Οθωμανοί χρειάστηκε να πληρώσουν βαρύτατο φόρο αίματος για να καταβάλουν την αντίσταση των τελευταίων Βυζαντινών. Υπό αυτό το πρίσμα και κάτω από τους κανόνες εμπλοκής των μουσουλμάνων, οι στρατιώτες του κατακτητή είχαν πλέον δικαίωμα σε τρεις μέρες λεηλασίας, ενώ όταν αυτή έληγε, όλα τα λατρευτικά κτήρια των υποδούλων μετατρέπονταν σε τζαμιά ή κατεδαφίζονταν. Κατά τα ειωθότα, ο Μωάμεθ, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, δεν μπορούσε να απαγορεύσει στους άνδρες του, που κυριολεκτικά μάτωσαν για να καταλάβουν την πόλη, ν’ απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους.
Οταν και οι τελευταίοι υπερασπιστές είτε έπεσαν υπό το βάρος των αριθμών των Οθωμανών που εισέρρεαν στην Πόλη από κάθε πιθανό και απίθανο άνοιγμα είτε οχυρώθηκαν στα τελευταία σημεία αντίστασης, οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε ένα απίστευτο όργιο λεηλασίας, φόνων, βιασμών και πλιάτσικου. Οι χιλιάδες τακτικών και ιδιαίτερα οι ημιάγριοι βαζιβουζούκοι άτακτοι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, άνδρα, γυναίκα, παιδί. Ουδείς μπορούσε να ξεφύγει από τη μανία των κατακτητών, που έκοβαν αδιακρίτως κεφάλια, χέρια, πόδια, σε μια τρομερή μανία που προερχόταν από τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας και το βαρύ φόρο αίματος που χρειάστηκε να πληρώσουν, αλλά και από το πολύχρονο αίσθημα κατωτερότητας που διακατείχε τους νεόκοπους κατακτητές σε σχέση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν πίσω τους 3.000 χρόνια ελληνικής και ρωμαϊκής κουλτούρας.
 
Αυτά τα συναισθήματα μετουσιώθηκαν σε σφαγή. Οπως παραδίδεται στο "Απόδειξις ιστοριών" του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη: "... Οι Ελληνες, μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πάνω τους βιαστικά και με ακαταστασία, χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη, έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
.... Ενα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγία Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους, χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για πού. Σε λίγο σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως φάνηκαν γενναίοι, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν, αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν."
 
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό κλαγγών όπλων και ουρλιαχτών, μέσα στα ποτάμια αίματος που πλημμύριζαν τα σπίτια, τις πλατείες και τους δρόμους, μέσα σε αυτό το όργιο της καταστροφής και του πλιάτσικου, ο Μωάμεθ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν άφηνε τους βάρβαρους στρατιώτες του να συνεχίσουν, δεν θα του έμενε τίποτε να κυβερνήσει από την κάποτε υπερήφανη πόλη. Ετσι, σε λιγότερο από 24 ώρες από την πτώση της πόλης, ο σουλτάνος διέταξε την άμεση παύση του πλιάτσικου και έδωσε εντολή στους Γενίτσαρους να σύρουν έξω από την Πόλη όποιον αρνηθεί να υπακούσει τη διαταγή.
Μέσα σε ελάχιστες ώρες η καταστροφή είχε σταματήσει. Τα τελευταία σώματα άτακτων είχαν συρθεί έξω από τα τείχη και όσοι Ελληνες είχαν επιβιώσει, έβγαιναν σιγά-σιγά από τις εκκλησίες και τις κρυψώνες τους. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είχε είτε σφαγιασθεί είτε σκλαβωθεί, καθώς οι περισσότεροι Τούρκοι, μετά την εκτόνωση της αρχικής μανίας τους, άρχισαν να σκέφτονται περισσότερο το κέρδος και λιγότερο τη σφαγή, οπότε τα θύματά τους αιχμαλωτίζονταν για να πωληθούν στη συνέχεια ως σκλάβοι.
 
Φυσικά, ο ήδη συρρικνωμένος πληθυσμός της πόλης δεν ανταποκρινόταν πλέον ούτε σε... μεγάλο χωριό. Γι’ αυτό και μία από τις πρώτες κινήσεις του Μωάμεθ αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας του Οθωμανικού κράτους ήταν να φέρει πολυάριθμους αποίκους, κυρίως Τούρκους ή εξισλαμισμένους Ανατολίτες, Ελληνες, αλλά και Αρμένιους και Εβραίους, να κατοικήσουν στην αχανή πόλη.
Αμέσως μετά την παύση της σφαγής και την εδραίωση κάποιας τάξης στην κατακτημένη πόλη, ο Μωάμεθ εισήλθε επικεφαλής εντυπωσιακής πομπής και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532. Η Αγία Σοφία θα μετατρεπόταν πλέον σε τζαμί μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο κατακτητής δεν φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την παλιά αριστοκρατία και τη διοικητική ελίτ του Βυζαντίου. Μέσα σε λίγες μέρες είχε εκτελέσει το σύνολο των επιφανών Βυζαντινών που κατείχαν κάποιο αξίωμα και δεν είχαν φροντίσει να αποχωρήσουν. Ακόμη και ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, ένας από τους ηγέτες της ανθενωτικής παράταξης και εκείνος που είχε εκφράσει την άποψη ότι καλύτερα οι Τούρκοι παρά η Ενωση, αποκεφαλίσθηκε. Σύμφωνα με κάποιες πηγές εξαιτίας των αντιρρήσεων που εξέφρασε όταν ο Μωάμεθ του ανακοίνωσε την απόφασή του να πάρει το γιο του ως "προστατευόμενό" του. Μάλιστα ζήτησε από τον Μωάμεθ να σκοτώσει τα παιδιά του και μετά ν’ αποκεφαλίσει τον ίδιο, έτσι ώστε να πεθάνει βέβαιος πως τα παιδιά του είναι νεκρά.
 
--------
 
Η δόξα της Βασιλεύουσας
 
Η Βασιλεύουσα της ελληνικής παράδοσης, η πιο ένδοξη πόλη του Μεσαίωνα και το φρούριο του μεσαιωνικού ελληνισμού, η "Νέα Ρώμη", το "κόσμημα του Βοσπόρου" και άλλα πολλά είναι η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα και το κέντρο της Βυζαντινής (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας, που το 1453 έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Το αρχαίο όνομα της πόλης, την οποία κατέστησε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας την παραπαίουσα Ρώμη, ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, ήταν Βυζάντιο. Πόλη ελληνική, ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας, ελέγχοντας τα στενά του Βοσπόρου, ωστόσο ουδέποτε μπόρεσε να πλησιάσει τη σημασία των ελληνικών μητροπόλεων (Αθήνα, Σπάρτη) και των μεγαλύτερων δυτικών αποικιών (Συρακούσες, Τάρας).
Το Βυζάντιο είχε ιδρυθεί από τους Μεγαρείς υπό τον θρυλικό Βύζαντα το 667 π.Χ. Η ιστορία της πόλης ανά τους αιώνες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν σχετίζεται πρακτικά με αυτήν της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης.
Ιδρυτής της τελευταίας είναι ο αυτοκράτορας της Ρώμης Κωνσταντίνος ο Μέγας, που με σκοπό να εξυπηρετήσει τα ιδιαίτερα φιλόδοξα σχέδιά του για τη νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη.
Η τελευταία την εποχή του Κωνσταντίνου συνέχιζε να είναι μία εντυπωσιακή και πλούσια και σχεδόν οριακά πυκνοκατοικημένη πόλη, ωστόσο δεν ήταν πλέον το κατάλληλο κέντρο διακυβέρνησης μιας αυτοκρατορίας που άρχιζε να νιώθει καυτή την ανάσα των βορείων και ανατολικών εχθρών της. Η Ρώμη είχε μία σειρά από μειονεκτήματα, τα οποία επιγραμματικά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
- Ηταν κτισμένη σε πεδινή τοποθεσία και ήταν δύσκολη η υπεράσπισή της σε περίπτωση πολιορκίας.
- Δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα.
- Αντιμετώπιζε μία σειρά από προβλήματα υγιεινής (ιδιαίτερα επιδημίες ελονοσίας ήταν τακτικό φαινόμενο).
- Η αριστοκρατία της ήταν διεφθαρμένη και ο λαός καλομαθημένος και συνηθισμένος μέχρι υπερβολής σε "άρτο και θεάματα".
- Ουδέποτε έπαψε να είναι μία πόλη-κράτος, με όλα τα συμπλέγματα που αυτό συνεπάγεται, και ως εκ τούτου όχι ιδανική για το ρόλο της πρωτεύουσας μιας πολυεθνικής, εκτεταμένης αυτοκρατορίας.
- Βρισκόταν μακριά από τα κύρια σύνορα της αυτοκρατορίας (που τότε ήταν ο Δούναβης και ο Ευφράτης), τα οποία αποτελούσαν και σημεία μόνιμης τριβής με τους γείτονες των Ρωμαίων.
- Βρισκόταν στο φτωχό δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας (σε αντίθεση με το πλούσιο ανατολικό). 
 από Alkiviades
Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα

 

 
Καθηγητής μήνυσε 98 φοιτητές επειδή του ζήτησαν να κάνει μάθημα!Ένα πρωτάκουστο περιστατικό σημειώθηκε στο ΑΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα στο τμήμα Πληροφορικής.

Πιο αναλυτικά, ένας καθηγητής φαίνεται ότι κατέθεσε μήνυση σε 98 φοιτητές που ζητούσαν να τους κάνει μάθημα. Οι φοιτητές καταγγέλλουν ότι ο εν λόγω καθηγητής από την στιγμή όπου έχει έλθει στο Τμήμα μας, δεν είναι καθόλου συνεπής ως προς την παράδοση των μαθημάτων όπου του έχουν ανατεθεί με συνεχείς απουσίες και χωρίς να βγάζει τις περισσότερες φορές ανακοίνωση.

Τέλος οι φοιτητές προχώρησαν σε κατάληψη του ιδρύματος.

Διαβάστε αναλυτικά την επιστολή διαμαρτυρίας των φοιτητών:

Αξιότιμοι κύριοι,

Στα πλαίσια της εύρυθμης ακαδημαϊκής λειτουργίας του Ιδρύματός μας, καθώς και της αγαστής συνεργασίας όπου θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ κ.κ. Καθηγητών και Φοιτητών, θα επιθυμούσαμε να σας γνωστοποιήσουμε
καθώς και να σας ενημερώσουμε, σχετικά με ένα σοβαρότατο πρόβλημα όπου έχει ανακύψει από την έλευση ενός κ. Καθηγητή και που έχει φτάσει πλέον στην κορύφωσή του.

Το πρόβλημα έχει να κάνει με την συνολική συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου Καθηγητή. Ο εν λόγω Καθηγητής, από την στιγμή όπου έχει έλθει στο Τμήμα μας, δεν είναι καθόλου συνεπής ως προς την παράδοση των μαθημάτων όπου του έχουν ανατεθεί με συνεχείς απουσίες και χωρίς να βγάζει τις περισσότερες φορές ανακοίνωση για την ακύρωση των μαθημάτων, αλλά και χωρίς να αναπληρώνει αυτά. Το αποτέλεσμα είναι η ελλιπέστατη παρακολούθηση αυτών, (δημιουργώντας πρόβλημα παρακολούθησης και επόμενων μαθημάτων) από τους φοιτητές, όπως επίσης και το ότι δεν έχει παραδώσει ποτέ ύλη μαθήματος όπως υποχρεούται από τη νομοθεσία (βάση του τελευταίου νόμου πλαίσιο άρθρο 37 παράγραφος 4), όπως και αναλυτικό διάγραμμα μελέτης το οποίο περιλαμβάνει τη διάρθρωση της ύλης του μαθήματος, σχετική βιβλιογραφία, άλλη τεκμηρίωση και συναφή πληροφόρηση όπως πάλι είναι υποχρεωμένος (βάση του τελευταίου νόμου πλαίσιο άρθρο 37 παράγραφος 5).
 
Μετά από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του Καθηγητή, αναλάβαμε την πρωτοβουλία να συντάξουμε μια επιστολή διαμαρτυρίας προς το πρόσωπό του με την ταυτόχρονη συλλογή υπογραφών των φοιτητών, για την μη πράξη από μέρους του όλων εκείνων όπου έχει οριστεί από την Πολιτεία να πράττει σαν Δημόσιος Λειτουργός. Η επιστολή αυτή απεστάλλει στον Πρόεδρο του Τμήματος, με σκοπό να επιληφθεί του θέματος και να διορθωθούν τα κακώς κείμενα. Έκτοτε, ο κ. Καθηγητής έχει προβεί σε νομικές ενέργειες κατά των ενενήντα εννέα (99) φοιτητών όπου έθεσαν την υπογραφή τους και με πρόσχημα ότι λόγω των επικείμενων Πρυτανικών εκλογών εμείς του ακυρώνουμε την Καθηγητική του υπόσταση στην Πρυτανεία, αλλά και απειλώντας μας με μηνύσεις και αγωγές εν μέσω εξεταστικής, δημιουργώντας στον κάθε εμπλεκόμενο φοιτητή μια ψυχολογική βία και με αποκορύφωμα την ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ, (ειδικά από Καθηγητή), λεκτική βία μέσα στην αίθουσα, ότι όσοι υπογράψαμε αυτό το χαρτί δεν θα περάσουμε σε κανένα μάθημά του και δεν θα χτίσουμε καριέρες στο όνομά του. Επίσης σε κάθε προσπάθεια από μέρους μας, (και παλαιότερα μέσω αιτήσεων στη γραμματεία), να μας επιδείξει τα γραπτά μας όπου είναι μια πάγια τακτική όπου ακολουθείται από όλη την Καθηγητική Ακαδημαϊκή κοινότητα και που ισχύει ακόμα και στα γραπτά των Πανελληνίων εξετάσεων, αλλά και που ορίζεται από την κείμενη νομοθεσία που ορίζει ότι Κάθε μέλος Ε.Π. οφείλει να επιδεικνύει, σε εύλογο χρόνο μετά από αίτημα του φοιτητή, το βαθμολογημένο φύλλο της γραπτής εξέτασης ή εργασίας και να παρέχει τις απαραίτητες διευκρινίσεις, συναντήσαμε και εξακολουθούμε να συναντάμε, τηv άρνησή του καθώς και την πλήρη αδιαφορία του προς τα αιτήματά μας.
 
Επίσης, δεν είχε έρθει να δώσει θέματα δύο (2) φορές, σε δύο εξεταστικές με αποτέλεσμα την μια εξ αυτών να μετατεθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία η εξέταση χωρίς να έχει ειδοποιήσει, αλλά και στη δεύτερη να πάρουμε τα θέματα αρκετά καθυστερημένα και με ευθύνη των επιτηρητών. Επίσης έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο (σε μεγάλη κλίμακα και σε κάθε εξεταστική), η βαθμολογία του κ. Καθηγητή, να παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις από αυτά που ο κάθε φοιτητής γνωρίζει ότι έγραψε.
 
Επίσης κύριοι, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι τα προβλήματα αυτά έχουν επισημανθεί στον κ. Κοσμήτορα, αλλά και στον Πρύτανη της σχολής, από αντιπροσωπεία φοιτητών όπου τους επισκεφτήκαμε τρείς (3) φορές, χωρίς να διακρίνουμε κάποια διάθεση για επίλυση του προβλήματος.
 
Να σημειωθεί επίσης ότι σήμερα (Δευτέρα 09-03-2015), περιήλθε εις χείρας μας η μηνυτήρια αναφορά, όπου περιλαμβάνει ενενήντα οκτώ (98) φοιτητές, δέκα (10) μόνιμα μέλη Ε.Π., καθώς και μία υπάλληλο της γραμματείας.
 
Το παραπάνω γεγονός έρχεται να προστεθεί στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε με το συνολικό κόστος σπουδών μας. Αφού μας αφήνει πίσω στις σπουδές και από το να πάρουμε το πτυχίο μας.
 
Εν κατακλείδι, ως φοιτητές του τμήματος Μηχανικών Πληροφορικής αλλά και γενικότερα ως μελλοντικοί επιστήμονες, μας θλίβει το γεγονός, αλλά και μας προσβάλει βάναυσα ως άτομα η όλη συμπεριφορά, καθώς ουδέποτε στα χρονικά του τμήματος, υπήρχε ανάλογη συμπεριφορά από το Ακαδημαϊκό προσωπικό, αλλά και ουδέποτε υπήρξαν φοιτητές να παρακαλούνε να παραδοθεί το μάθημα, σε ένα τμήμα που παρά τις όποιες δυσκολίες ανέκυψαν μετά το σχέδιο Αθηνά, έχει καταφέρει και συνεχίζει να προσφέρει σημαντικό διεθνές και μη, ερευνητικό έργο, μέσω των καταξιωμένων καθηγητών του.
 
Για το λόγο αυτό και μετά από τη γενική συνέλευση των φοιτητών, πάρθηκε η απόφαση κατά πλειοψηφία, για το κλείσιμο του Ιδρύματος από τους φοιτητές με ταυτόχρονη δημοσιοποίηση του προβλήματος στα μέσα ενημέρωσης αλλά και σε φορείς, αξιώνοντας τη διερεύνηση καθώς και την παρέμβαση κάθε υπεύθυνου φορέα, για την επίλυση του προβλήματος και μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από την κείμενη νομοθεσία.
 
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα
 
examsΜε τα σημερινά δεδομένα έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: 1. Απαξίωση του δημόσιου σχολείου καθώς δεν θα μετρούν οι βαθμοί (όπως όλα δείχνουν). Ένα ακόμη πρόβλημα θα είναι ότι σε ένα τμήμα θα βρίσκονται μαζί μαθητές που θα εξεταστούν πανελλαδικά με μαθητές που θα εξεταστούν ενδοσχολικά με αυτονόητες παρενέργειες. 2. Η βαθμολογική σημασία του κάθε μαθήματος θα είναι πάρα πολύ μεγάλη (ειδικά σε σχέση με τα 6 μαθήματα). Δηλαδή αποτυχία έστω και σε ένα από τα 4 μαθήματα θα σημαίνει αυτόματα απώλεια στόχου κυρίως αν μιλάμε για υψηλόβαθμες σχολές. Στην περίπτωση ειδικά των Επιστημών Υγείας θα δούμε πάλι φαινόμενα μαθητών με 19200 μόρια να μένουν εκτός Ιατρικών Σχολών καθώς εκεί η πίεση για
τέλεια γραπτά θα είναι αφόρητη. Φυσικό επόμενο θα είναι να πιεστούν προς τα επάνω σχεδόν όλες οι σχολές του πεδίου αυτού. Σε αυτό το πεδίο αναμένεται να αυξηθεί και ο αριθμός των μαθητών που θα μεταναστεύσουν για να σπουδάσουν στην σχολή που επιθυμούν. Τέλος θα ξαναζήσουμε περιπτώσεις μαθητών που με αρκετές χιλιάδες μόρια θα μένουν εκτός ΑΕΙ ειδικά στις επιστήμες Υγείας. 3. Το 5ο μάθημα που δίνεται ως επιλογή είναι μία αρκετά δύσκολη απόφαση καθώς κρύβει πίσω του τεράστιο φόρτο εργασίας (π.χ. Μαθηματικά Κατεύθυνσης) με αποτέλεσμα να αδικείται η προετοιμασία των 4 μαθημάτων να δημιουργούνται αδικίες μεταξύ των μαθητών και να τίθενται αντιμέτωποι οι υποψήφιοι με διλήμματα της λογικής του όλα ή τίποτα. Δηλαδή τα μαθήματα που παρουσιάζονται ως επιπλέον επιλογές θα είναι αρκετά δύσκολο να επιλεγούν από τα παιδιά. 4. Από την στιγμή που στα Πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα παραμένει ο ίδιος αριθμός ωρών στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου αυτό σημαίνει απλά ότι θα ευνοηθούν τα ιδιαίτερα μαθήματα καθώς με τα 4 μαθήματα θα είναι οικονομικά ανεκτό για κάποια οικογένεια να αντέξει το βάρος αλλά και φυσικά τα καλά φροντιστήρια. Όμως ο μαθητής σε κάθε περίπτωση θα είναι πιο απαιτητικός καθώς θα πρέπει να είναι σίγουρος για τον κάθε καθηγητή που τον προετοιμάζει αφού με τα 4 μαθήματα δεν θα μπορεί να πει ο μαθητής αυτό το μάθημα δεν το μπορώ ή δεν το έχω καθώς κάτι τέτοιο θα σημαίνει αποτυχία (κάτι που δεν ίσχυε τόσο έντονα με τα 6 μαθήματα). Μόνη ξεκάθαρη λύση θα ήταν τα 5 μαθήματα για όλους που θα άνοιγε πραγματικά πολλές σχολές για τους μαθητές, δεν θα δημιουργούσε αδικίες και δεν θα φόρτιζε τόσο έντονα την σπουδαιότητα του κάθε μαθήματος. Ξέρω ότι ο μαθητής απλά σκεπτόμενος λέει ότι όσο λιγότερα μαθήματα τόσο το καλύτερο αλλά στην πράξη δεν είναι έτσι.
Πηγή:xkfilippidis.blogspot.gr
Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα
 
tsipras-avramopoulos-630x400Μπροστά στην εμφανή αδυναμία Τσίπρα να διαχειριστεί τον λεγόμενο “έντιμο συμβιβασμό” σε ότι να κάνει με το εσωτερικό του κόμματος του, πληθαίνουν ξανά τις τελευταίες μέρες τα σενάρια που προβλέπουν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις.
Και δεν μιλάμε ούτε γα δημοψήφισμα, ούτε για εκλογές.
Αλλά για τον άμεσο σχηματισμό μιας Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και με την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ (ή έστω του μεγαλύτερου κομματιού του) που θα αναλάβει την εθνική ευθύνη να ολοκληρώσει με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και να γλιτώσει την χώρα από την χρεοκοπία.
Σύμφωνα με τα όσα συζητούνται και στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες η Κυβέρνηση αυτή, που ΔΕΝ θα προκύψει από εκλογές αλλά από την σημερινή Βουλή, θα πρέπει να έχει πολιτικό ορίζοντα τουλάχιστον ενός έτους και στις θέσεις κλειδιά (υπουργείο Οικονομικών, Εργασίας, Γενικό
Λογιστήριο κ.λ.π.) θα πρέπει να βρίσκονται πρόσωπα που δεν ανήκουν σε κόμματα και διαθέτουν εγνωσμένο κύρος εντός και εκτός Ελλάδος.
Και προφανώς δεν θα υπολογίζουν το πολιτικό κόστος.
Το ζήτημα βεβαίως που τίθεται, είναι ποιό θα είναι εκείνο το πρόσωπο που θα ηγηθεί αυτής της προσπάθειας αλλά και θα αναλάβει το πολιτικό ρίσκο να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά με γυμνά χέρια.
Όλες οι συζητήσεις των τελευταίων ημερών συγκλίνουν στο πρόσωπο του σημερινού Επιτρόπου Δημήτρη Αβραμόπουλου. Ο οποίος διαθέτει υψηλό βαθμό αποδοχής στο εξωτερικό , προσωπικές γνωριμίες και καλές σχέσεις με το σύνολο των Ευρωπαίων αξιωματούχων που βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά, αλλά και αποδοχή από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ενώ σε ότι έχει να κάνει με το εσωτερικό της χώρας, παραμένει δημοφιλής σε όλο το φάσμα των ψηφοφόρων, από την Δεξιά έως την Αριστερά.
Το μεγάλο ζητούμενο βεβαίως είναι τι θα πράξει τελικά ο Τσίπρας, ο οποίος έχει τρεις μόνο επιλογές:
Να υπογράψει ο ίδιος τα σκληρά μέτρα που ζητούν οι δανειστές με αποτέλεσμα να στρέψει εναντίον του το μισό κόμμα και το σύνολο των ψηφοφόρων του. Και να καταρρεύσει άμεσα.
Να κάνει στην άκρη – έστω και για μερικούς μήνες – να συμβάλει στον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και να συναινέσει παράλληλα σε μια επιλογή τύπου Αβραμόπουλου για την πρωθυπουργία.
Το τρίτο σενάριο είναι αυτό που φαντάζεστε, το εφιαλτικό. Να σκάσει στα χέρια του η βόμβα της χρεοκοπίας μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Το σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει καθόλου πλέον χρόνος και αυτό το γνωρίζει καλύτερα από όλους ο σημερινός ένοικος του Μαξίμου.
Για αυτό και οι εξελίξεις (αρνητικές, θετικές ή… εφιαλτικές) θα είναι ραγδαίες.
Κατηγορία Πολιτική

Εκπαιδευτικά Νέα