Newsletter

Συμπληρώστε το e-mail σας και διαβάστε το καθημερινό newsletter από το dictyo.gr
  
  
  

Άρθρα & Απόψεις (1185)


 

 
Η μετάφραση που ακολουθεί έχει αντληθεί από το βιβλίο "Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ" του εκδοτικού οίκου ΛΙΒΑΝΗ, σε μετάφραση ΒΑΝΕΣΣΑ Α. ΛΑΠΠΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Τα τελευταία οχυρωματικά έργα
Ο Φλαντανελάς
Η διέλευση των πλοίων από το Γαλατά
Τα λαγούμια και η γέφυρα
Η τελευταία επίθεση και η άλωση
Τα μετά την άλωση
 
Καθώς η τύχη θέλησε να βρεθώ σ’ ετούτη τη δύσμοιρη πόλη, πήρα την απόφαση να κρατήσω γραπτή αναφορά όλων των γεγονότων που ακολούθησαν, στη μάχη που έδωσε ο Τούρκος μπέης Μωάμεθ γιος του Μουράτ στην προσπάθειά του να εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη. Θέλοντας δε να εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια με
ποιο τρόπο την κυρίεψε, θα σας διηγηθώ πρώτα από πού ξεκίνησε ο πόλεμος των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων και, στη συνέχεια, με τη σειρά, θα παρακολουθήσετε
όλες τις μάχες που διεξήχθησαν μέρα τη μέρα, από την αρχή μέχρι το τέλος της βάναυσης και μαρτυρικής κατάλυσης της Πόλης.
Το Μάρτιο του 1452, ο Τούρκος μπέης Μωάμεθ έδωσε διαταγή να κατασκευαστεί ένα πολύ όμορφο φρούριο έξι μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, απέναντι από το στόμιο της Μαύρης Θάλασσας, το οποίο διέθετε δεκατέσσερις πύργους, από τους οποίους οι πέντε κύριοι καλύπτονταν με μολύβι και ήταν πανύψηλοι και ογκώδεις. Για να κατασκευάσει αυτό το κάστρο, ο Τούρκος ξεκίνησε από την Καλλίπολη με έξι πολεμικές γαλέρες, 18 φούστες και 16 παρανταρίες και κατέπλευσε στα ύδατα της Κωνσταντινουπόλεως. Ο τόπος που διάλεξε ήταν έξι μίλια μακριά από την Πόλη, από τη μεριά της Ελλάδας, απέναντι από το παλιό Κάστρο. Η ανέγερση αυτού του φρουρίου ολοκληρώθηκε στα τέλη του Αυγούστου του 1452, και ο μόνος λόγος που κατασκευάστηκε ήταν για να κυριευτεί η Κωνσταντινούπολη.
Ο αυτοκράτορας, ο οποίος φοβόταν τον Τούρκο εχθρό του, κάθε μέρα έστελνε δώρα στον Τούρκο
που κατασκεύαζε το κάστρο και κάθε μέρα έστελνε πρεσβείες, κι όλα αυτά τα έκανε από φόβο. Όταν οι εργασίες αποπερατώθηκαν, μέσα στον Αύγουστο του 1452, εκείνος παρακρατεί μέσα στο κάστρο τους δύο πρέσβεις του αυτοκράτορα και διατάζει να τους αποκεφαλίσουν. Αυτό το φέρσιμό του έγινε αιτία να ξεσπάσει ο πόλεμος του Τούρκου κατά των Ελλήνων. Μετά απ’ αυτό, ο Τούρκος με 50.000 άντρες περίπου έρχεται και στρατοπεδεύει έξω από την Κωνσταντινούπολη και μένει στο στρατόπεδο μόνο τρεις μέρες, ο δε στόλος του επιστρέφει για να παροπλιστεί στην Καλλίπολη και φτάνει εκεί στις 6 Σεπτεμβρίου. Το ίδιο έκαναν και εκείνοι που είχαν πάει διά ξηράς. Αυτό το κάστρο που ανέφερα ήταν πολύ καλά οχυρωμένο από την πλευρά της θάλασσας και με κανένα τρόπο δεν κινδύνευε να κυριευτεί, γιατί διέθετε πάρα πολλές βομβάρδες στην ακτή και πάνω στα τείχη. Κι από τη στεριά όμως ήταν ισχυρό, αλλά όχι τόσο όσο από τη θάλασσα. Το πρώτο βλήμα που ξαπόστειλε η μεγάλη βομβάρδα του κάστρου βύθισε το πλοίο του Αντωνίου Ρίζου που ερχόταν από τη Μαύρη Θάλασσα και ο καπετάνιος του δεν ήθελε να καλάρει και ήταν φορτωμένο με κριθάρι το οποίο προοριζόταν για επικουρία της Κωνσταντινούπολης. Αυτό συνέβη στις 26 Νοεμβρίου του 1452. 0 κύριος του πλοίου πιάστηκε στη θάλασσα και τον έστειλαν στην Αδριανούπολη αυθέντη Τούρκο— κι εκείνος τον φυλάκισε και μετά πάροδο 14 ημερών διέταξε να τον θανατώσουν δι’ ανασκολοπισμού. Έναν άλλον, που ήταν γιος του κυρ Δομήνικου ντι Μαΐστρι και ήταν βοηθός του γραμματικού του πλοίου, τον έκλεισε στο σεράι του. Μερικούς ναύτες τούς άφησε ελεύθερους γιατί έπρεπε να έρθουν στην Κωνσταντινούπολη. Άλλους διέταξε να τους διχοτομήσουν. Πριν ακόμα θανατωθεί ο Αντώνιος Ρίζος, ο Βάιλος της Κωνσταντινούπολης έστειλε τον κυρ Φαμπτρούτσι Κόρνερ, πρέσβη στον Τούρκο, για να τον παραλάβει. Δεν μπόρεσε όμως να πετύχει τίποτα, γιατί ο αυθέντης Χαν είχε αποφασίσει να τον σκοτώσει δι’ ανασκολοπισμού.
Ο κυρ Φαμπρούτσι Κόρνερ, ο οποίος διετέλεσε πρέσβης της Αδριανούπολης, γύρισε πίσω στην Πόλη με τη γαλέρα του άρχοντα Γαβριήλ Τριβιζάνου. Το γεγονός αυτό έγινε αιτία εκείνος που είχε ανοίξει πόλεμο κατά των Ελλήνων, να ανοίξει τώρα πόλεμο και εναντίον ημών, των Βενετζιάνων. Μέσα στον Ιανουάριο του 1453, ο Τούρκος αρχίζει τις προετοιμασίες για να έρθει να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη και συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να πολιορκήσει αυτή τη βασανισμένη και καταταλαιπωρημένη πόλη, τόσο από τη στεριά όσο και από τη θάλασσα. Το Φεβρουάριο του 1453, άρχισε να στέλνει τις βομβάρδες του έξω από την Κωνσταντινούπολη με τη συνοδεία 10.000 Τούρκων. Τον ίδιο μήνα, οι Έλληνες έκαναν περιπολίες με 3 φούστες, με φορεσιές και σημαία τουρκική, και προξενούσαν μεγάλες ζημιές στη χώρα του Τούρκου. Ανάμεσα στ’ άλλα, αιχμαλώτιζαν αρκετούς Τούρκους και τους οδηγούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι, εξοργισμένοι με τους Έλληνες, βλαστημούσαν κι ορκίζονταν να τους αφανίσουν. Αυτές τις μέρες, φτάνει εδώ ο άρχοντας Γαβριήλ Τριβιζάνος, υποπλοίαρχος δύο γρήγορων γαλερών, καπετάνιος στη μία από τις οποίες ήταν ο κυρ Ζαχαρίας Γκριόνι, ο ιππότης. Αυτές τις δύο γαλέρες είχε στείλει η Σύγκλητος της Βενετίας, για να συνοδεύσουν από τη Βενετία τις τρεις εμπορικές γα λέρες που έρχονταν από την Τάνα, φέρνοντας εφόδια στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από πάροδο λίγων ημερών, προστίθεται σ’ αυτές ένα εμπορικό πλοίο που ερχόταν από τη Γένουα, με Γενουάτες, το οποίο μετέφερε τριάντα έξι χιλιάδες λαμπάδες και τον καρδινάλιο της Ρωσίας που έστελνε ο πάπας με σκοπό να γίνει η Ένωση. Ο πάπας του είχε δώσει συνοδεία 200 άντρες, τοξότες και πετροβολιστές, για να υποστηρίξουν την Κωνσταντινούπολη. Τον ίδιο μήνα έρχονται από την Κάντια οχτώ πλοία φορτωμένα με μολόχα για να βοηθήσουν την πόλη. Τέλος, τη 10η Νοεμβρίου έρχονται δύο μεγάλες γαλέρες από την Κάφα και όταν φθάνουν μπροστά στο Κάστρο του Τούρκου, πλησίστιες, σι Τούρκοι αρχίζουν να φωνάζουν: Κάλα, καπετάνιο, για το καλό σου. Και όσο σι γαλέρες συνέχιζαν πλησίστιες τόσο οι Τούρκοι φώναζαν: Κάλα τα πανιά, καπετάνιο! Αυτή τη φορά, ο καπετάνιος αρχίζει να καλάρει, αλλά σταματάει. Κι όλοι οι Τούρκοι του φώναζαν: Κάλα, καπετάνιο, μέχρι κάτω! Όταν είδαν ότι εκείνος δεν υπάκουε, άρχισαν να βάλλουν εναντίον του με τις βομβάρδες τους και πολλούς σκοπευτές και αμέτρητα τόξα, έτσι ώστε νόμιζε κανείς ότι διέθεταν αρκετούς άντρες. Κι όταν ο καπετάνιος είδε πως είχαν τόσους άντρες, άρχισε να υποστέλλει τα ιστία ως κάτω, κι έτσι σώθηκε. Βλέποντάς τον, οι Τούρκοι σταμάτησαν να βομβαρδίζουν και οι δυο γαλέρες συνέχισαν προς την Κωνσταντινούπολη.
Όταν οι γαλέρες Πέρασαν από το κάστρο και οι Τούρκοι δεν τις έφταναν πια με τις βομβάρδες τους, ο καπετάνιος σήκωσε αμέσως τα πανιά κι έτσι σώθηκαν. Καπετάνιος ήταν ο κυρ Ιερώνυμος Μορεζίνης του κυρ Βερνάρδου. Ο καπετάνιος έφτασε σώος στην Κωνσταντινούπολη και όλοι δοκιμάσαμε μεγάλη ανακούφιση αντικρίζοντας αυτές τις δύο γαλέρες. Αυτό συνέβη στις 10 Νοεμβρίου.
 
Στις 2 Δεκεμβρίου, η γαλέρα από την Τραπεζούντα κατέπλευσε στο στόμιο της Μαύρης Θάλασσας και, μόλις πρόβαλε στο στενό, αγκυροβόλησε μπροστά στο κάστρο που ανήκε στους Τούρκους. Καθώς ήταν αγκυροβολημένη, λοιπόν, έρχονται 12 τούρκικες φούστες, οι οποίες είχαν αναχωρήσει από το κάστρο εκείνο το καινούριο που είχε χτιστεί, και συγκεντρώνονται γύρω της σαν φίλοι. Εκείνοι που βρίσκονταν πάνω στη γαλέρα τις υποδέχονται σαν φίλους, και ακόμα προσφέρουν στον καπετάνιο τους ένα όμορφο δώρο. Μόλις όμως εκείνος το πήρε στα χέρια του, αμέσως το πέταξε στη θάλασσα με μανία, γιατί νόμιζε πως του άξιζε καλύτερο δώρο. Μετά απ’ αυτό, μαζί με τις φούστες του τραβά στο καινούριο κάστρο και ζητά από το φρούραρχο να συλλάβει τη γα λέρα. Βλέποντας πόσο εξοργισμένος ήταν ο Τούρκος καπετάνιος, οι άντρες της γαλέρας, που ήταν μυαλωμένοι, αποφάσισαν να ακολουθήσουν αργά τις τούρκικες φούστες. Κι όταν εκείνες έφτασαν στο Κάστρο, ο καπετάνιος τους κατέβηκε στη στεριά για να πάει στο φρούραρχο να ζητήσει, όπως σας είπα πριν, να συλλάβει τη γαλέρα. Τότε, όμως, οι άντρες της γαλέρας δε σταμάτησαν, αλλά, κωπηλατώντας γρήγορα, συνέχισαν προς την Κωνσταντινούπολη. Κι όταν φτάσαμε μπροστά στο κάστρο, αρχίσαμε να τους χαιρετούμε σαν φίλοι, σηκώνοντας ψηλά τα κουπιά, ηχώντας τις σάλπιγγες και πανηγυρίζοντας. Στον τρίτο χαιρετισμό, είχαμε ήδη προσπεράσει το κάστρο και, ήδη, το ίδιο το ρεύμα μας οδηγούσε μέσα στο λιμάνι της Πόλης. Από τη χαρά και την αγαλλίαση που πλημμύριζε τις καρδιές όλων μας, έχοντας περάσει το στενό εκείνου του κάστρου που ήταν άκρως επικίνδυνο, σι ναύτες μας συνέχιζαν να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη. Πάντως, ολόκληρη η γα λέρα ήταν καλά εξοπλισμένη και πανέτοιμη να δώσει και μάχη, αν χρειαζόταν. Αυτό συνέβη στις 4 Δεκεμβρίου, όταν εκείνη έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Πλοίαρχος της γαλέρας ήταν ο κυρ Ιάκωβος Κόκος, ο μεγάλος.
 
Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η Ένωση στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, με πολύ μεγάλη επισημότητα του κλήρου, όπου παρίστατο ο αιδεσιμότατος καρδινάλιος της Ρωσίας, ο οποίος ήταν ο λεγάτος του πάπα. Επιπλέον, παρίστατο ο γαληνότατος αυτοκράτορας με όλη την ακολουθία των αυλικών του και όλος ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη την ημέρα χύθηκαν πολλά δάκρυα σ’ αυτήν την πόλη. Η Ένωση όριζε ότι (όλοι οι χριστιανοί) θα είμαστε ενωμένοι —όπως εμείς σι Φράγκοι— και δε θα υπήρχε πλέον σχίσμα στην Εκκλησία. Κοινός θα ήταν ο κανόνας και κοινή η πίστη και θα λειτουργούμαστε εμείς στις εκκλησίες εκείνων κι εκείνοι, δηλαδή οι Γραικοί, στις δικές μας, τις λατινικές.
Στις 13 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε να παραμείνουν οι μεγάλες γαλέρες του λεγάτου για να υποστηρίξουν την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η απόφαση πάρθηκε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, όπου παρευρίσκονταν ο αυτοκράτορας, ο καρδινάλιος της Ρωσίας, ο επίσκοπος Λέσβου όλοι ο αυλικοί του αυτοκράτορα, όλοι οι ευγενείς από τα άλλα έθνη και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτής της πόλης. Όλοι δε έλεγαν με μία φωνή: «Αν αυτές οι γαλέρες των Ενετών αποπλεύσουν από τη χώρα μας, καθώς κι αυτά τα πλοία που τυχαίνει να βρίσκονται μέσα στο λιμένα, την επόμενη ώρα θα μας κυριεύσουν οι Τούρκοι». Και μετά από αυτό το επιχείρημα, ο αυτοκράτορας πήγε να συσκεφθεί με τους συγκλητικούς του και το ίδιο έκαναν όλοι οι άλλοι. Αυτή την ημέρα δεν ελήφθη άλλη απόφαση, παρά μόνο έγιναν συζητήσεις. […]
 
 
 
 
[13 Μαρτίου 1453] Τα τελευταία οχυρωματικά έργα
 
Βλέποντας ο αυτοκράτορας ότι ο Τούρκος θα ερχόταν να πολιορκήσει αυτή την κακότυχη πόλη και ότι έπρεπε όλα τα χερσαία τείχη να είναι απροσπέλαστα και φαρδιά, δέκα με δώδεκα πόδια από τη βάση τους, κι ακόμα βλέποντας ότι το ανάκτορό του ήταν εξαιρετικά επιρρεπές χωρίς μεσοτείχιο και χωρίς τάφρο, αποφασίζει να λάβει μέτρα και να ενισχύσει την οχύρωση του ανακτόρου, ώστε σε περίπτωση που θα ερχόταν ο Τούρκος να μην μπορέσει να προκαλέσει καμιά ζημιά. Γι’ αυτόν το σκοπό, ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον πλοίαρχο των γαλερών της Τάνας να του κάνει τη χάρη να πάει με τα πληρώματά του στο παλάτι και να ανοίξει μια τάφρο, για να το οχυρώσει. Να τη σκάψει δε τόσο βαθιά, ώστε να είναι οχτώ πόδια και περισσότερο πάνω από τα εκατό. Και ο πλοίαρχος απαντά στον αυτοκράτορα: «Θα το πράξω με μεγάλη ευχαρίστηση, πρώτα για την τιμή του Κυρίου και την τιμή όλης της χριστιανοσύνης, αλλά και σαν ένδειξη υπακοής στην αυτοκρατορία σας, την οποία οι Τούρκοι θέλουν να κυριεύσουν. Γι’ αυτό το λόγο, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, θα ξεκινήσω με τις γαλέρες μου και θα πάω στο Κυνήγιον. Όταν δε φθάσουμε εκεί, θα κατεβούμε όλοι στη στεριά και θα σκάψουμε, όσο πιο καλά μπορεί ο καθένας το κομμάτι του». […]
 Την 5η του μήνα Απριλίου, την πρώτη ώρα της ημέρας, ο μπέης Μωάμεθ έρχεται με εκατόν εξήντα περίπου χιλιάδες Τούρκους και στρατοπεδεύει δυόμισι περίπου μίλια μακριά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Στις 6 του ίδιου μήνα, ο Τούρκος σουλτάνος φθάνει με τους μισούς άντρες του σε απόσταση ενός μιλίου από τα χερσαία τείχη.
Στις 7 του ίδιου μήνα, ο Τούρκος αυθέντης φθάνει με μεγάλο μέρος του στρατού του, ένα τέταρτο του μιλίου μακριά από τα προαναφερθέντα τείχη και στρατοπεδεύει σ’ όλο το μήκος των χερσαίων τειχών, που είναι έξι μίλια, από τη Χρυσή Πύλη μέχρι την Πύλη του Κυνηγού. […]
 Στις 11 Απριλίου, ο Τούρκος αυθέντης στήνει τις βομβάρδες του αντίκρυ στα χερσαία τείχη, στα πιο ασθενή σημεία της στεριάς, για να επιτύχει καλύτερα το σκοπό του. Οι βομβάρδες αυτές τοποθετήθηκαν σε τέσσερα σημεία. Πρώτα έστησε τρεις βομβάρδες απέναντι από το παλάτι του γαληνότατου αυτοκράτορα, έπειτα τρεις άλλες τις τοποθέτησε μπροστά στην Πύλη της Πηγής, άλλες δυο τις έβαλε απέναντι από τη Χαρισία Πύλη και άλλες τέσσερις στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, την πιο ασθενή απ’ όλες. Ο λίθος που εκσφενδόνιζε μια από εκείνες τις βομβάρδες, που ήταν στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ζύγιζε τουλάχιστον χίλιες διακόσες λίβρες και ήθελε λίθο δεκατριών τετάρτων. Αναλογιστείτε λοιπόν τι τρομερό πλήγμα θα προκαλούσε όπου έπεφτε. Στη δεύτερη βομβάρδα η πέτρα ζύγιζε οχτακόσιες λίβρες κι έπαιρνε πέτρα εννέα τετάρτων. Αυτές οι δυο βομβάρδες είναι οι πιο μεγάλες που διέθετε ο σκύλος Τούρκος. Οι άλλες ήταν πιο λογικές, από πεντακόσιες μέχρι διακόσιες λίβρες και λιγότερο ακόμα. […]
 Στις 18 Απριλίου, μεγάλο πλήθος Τούρκων πλησίασε στα τείχη, κι αυτό συνέβη στις δύο η ώρα τη νύχτα. Η συμπλοκή κράτησε μέχρι τις έξι τη νύχτα και κατά τη διάρκειά της σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι. Όταν οι Τούρκοι πλησίασαν στα τείχη, ήταν σκοτάδι και γι’ αυτό ήρθαν για να επιτεθούν στους δικούς μας εξ απροόπτου. Μη με ρωτήσετε όμως με πόσες φωνές ήρθαν στα τείχη και με πόσους τυμπανισμούς, για να φαίνεται ότι ήταν περισσότεροι απ’ όσους πραγματικά είχαν έρθει. Μέχρι την Ανατολία ακούγονταν σι αλαλαγμοί τους, που απέχει δώδεκα μίλια από το στρατόπεδό τους. Μέσα σ’ εκείνη την κοσμοχαλασιά, ο άμοιρος και αξιολύπητος αυτοκράτορας άρχισε να θρηνεί, φοβούμενος ότι αυτήν τη νύχτα θα έκαναν γενική επίθεση και εμείς οι χριστιανοί δεν ήμασταν ακόμα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τέτοιο ενδεχόμενο, γι’ αυτό και ήταν μεγάλη η θλίψη του αυτοκράτορα. Αλλά ο αιώνιος Κύριος ημών δεν ήθελε να υπομείνουμε τη μεγάλη καταστροφή ακόμα. Στις έξι η ώρα, όλες οι αψιμαχίες σταμάτησαν προς μεγάλη αισχύνη των Τούρκων, οι οποίοι είχαν πάθει μεγάλη ζημιά. Οι νεκροί τους ήταν περισσότεροι από διακόσιοι και, με του Θεού τη χάρη, από εμάς δεν είχε πέσει νεκρός κανένας και κανείς δεν είχε πληγωθεί.
 
 
 
Ο Φλαντανελάς
 
Στις 20 Απριλίου την τρίτη ώρα, είδαμε τρεις ολκάδες,που έρχονταν μέσα από τα Δαρδανέλια από τη Δύση, οι οποίες πιστέψαμε ότι έρχονταν από τη Γένουα στην Κωνσταντινούπολη προς επικουρία της πόλης. Και τότε εκδίδει διάταγμα ο γαληνότατος αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης στους Γενουάτες, ότι κάθε πλοίο από τη Γένουα που έρχεται προς βοήθεια της Κωνσταντινούπολης, οποιοδήποτε εμπόρευμα και αν μετέφερε, θα ήταν απαλλαγμένο από κάθε δασμό που όφειλε στον αυτοκράτορα. Καθώς έρχονταν πλησίστια με δροσερή όστρια και πλησίαζαν προς την αλγούσα πόλη, ο Θεός θέλησε, όταν εκείνα τα τέσσερα πλοία έφθασαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, να κόψει ο άνεμος και να πέσουν σε μεγάλη μπονάτσα. Όταν λοιπόν έμειναν ακίνητα, η αρμάδα του Τούρκου μπέη Μωάμεθ, εχθρού της χριστιανικής πίστης, που ήταν αγκυροβολημένη στις Κολόνες, ξεκινά με μεγάλο ενθουσιασμό, χτυπώντας δυνατά τα τύμπανα και τις σάλπιγγες και με δυνατές ιαχές και τα πλησιάζει. Κωπηλατούσαν δε με τόσο ζήλο σι Τούρκοι, σαν άνθρωποι αποφασισμένοι να αφανίσουν τον εχθρό τους. Δεν έφτασαν όμως οι προσευχές τους στον Μωάμεθ τους για να τους δώσει νίκη. Οι προσευχές όμως των χριστιανών εισακούσθηκαν από τον αιώνιο Κύριό μας και σ’ αυτήν τη μάχη νικήσαμε εμείς, όπως θα δείτε στη συνέχεια. Καθώς έρχονταν λοιπόν πλησίστια τα τέσσερα πλοία κι έπεσαν σε μπονάτσα, η αρμάδα του Τούρκου ήρθε και τα πλεύρισε. Ο ναύαρχος της αρμάδας του Τούρκου ήταν ο πρώτος που επετέθη με μεγάλη μάλιστα ορμή στην πρύμνη του πλοίου του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και όλη η άλλη αρμάδα επετέθη σαν ... στα τέσσερα πλοία, αλλά όσο διαρκούσε η ναυμαχία, η τουρκική ναυαρχίδα είχε το έμβολό της βυθισμένο στην πρύμνη του πλοίου του γαληνότατου, συνεχίζοντας να δίνει άγρια μάχη. Και όλος όμως ο τουρκικός στόλος αγωνιζόταν κρατερότατα. Το ένα από τα χριστιανικά πλοία είχε πέντε γαλέρες γύρω του, το άλλο τριάντα φούστες, και το άλλο περιστοιχιζόταν από σαράντα παρανταρίες Τόσα πολλά ήταν τα πλεούμενα ώστε τα Δαρδανέλια είχαν σκεπαστεί από τα αρματωμένα σκαριά και μόλις που διέκρινε κανείς το νερό από το στόλο των λυσσασμένων σκύλων. Η μάχη διήρκεσε μόνο δύο με τρεις ώρες και κανένα τα από τα δύο μέρη δε νίκησε. Για τα τέσσερα όμως  πλοία των χριστιανών η δόξα ήταν μεγάλη, γιατί, παρ’ όλο που είχαν πέσει πάνω τους εκατό σαράντα πέντε τουρκικά σκαριά, κατόρθωσαν να τους  ξεφύγουν. Μετά από αυτή την επίθεση, εξαιτίας  της μπονάτσας, ήταν αναγκασμένα να αγκυροβολήσουν και μάλιστα μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, γιατί φοβούνταν ότι η τουρκική αρμάδα θα ερχόταν τη νύχτα να τους επιτεθεί. Όταν όμως έπεσε η νύχτα, εμείς αποφασίσαμε να τους βοηθήσουμε. Στείλαμε λοιπόν τον κυρ Γαβριήλ Τριβιζάνο, υποπλοίαρχο δύο γαλερών και με τη γαλέρα του κυρ Ζαχαρία Γκριόνι, του ιππότη, διάβηκαν την άλυσο του λιμανιού, ξεσηκώνοντας μεγάλο θόρυβο με τις σάλπιγγες και με τις δυνατές φωνές των πληρωμάτων, για να δείξουν στον εχθρό μας  ότι τα πλοία ήταν περισσότερα απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Κάθε γαλέρα είχε δύο ή τρεις τρομπέτες και έδινε την εντύπωση ότι ήταν τουλάχιστον είκοσι γαλέρες. Όταν άκουσαν τόσο θόρυβο οι Τούρκοι, φοβήθηκαν πολύ, κι αυτές οι δύο δικές μας γαλέρες ρυμούλκησαν τα τέσσερα πλοία μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης με ασφάλεια. […]  
 
 
 
 
 
Η διέλευση των πλοίων από το Γαλατά
 
Στις 22 Απριλίου, ο Τούρκος αυθέντης αφού είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει κακό από την πλευρά της στεριάς, έχοντας δοκιμάσει με όλες τις δυνάμεις του, ο … λυσσαλέος ειδωλολάτρης κάθεται και σκέφτεται και βρίσκει μέθοδο να περάσει ένα μέρος της αρμάδας του που ήταν αγκυροβολημένη στις Κολόνες, μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, για να μπορέσει έτσι πιο γρήγορα να πετύχει τον καταραμένο σκοπό του. Για να μάθετε δε με ποιο τρόπο το κατόρθωσε αυτό ο σκύλος, θα σας εξηγήσω στη συνέχεια ποια ήταν η μέθοδός του. Αποφασισμένος να κατακυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, σκαρφίστηκε να περάσει το στόλο του μέσα στο λιμάνι της πόλης. Έχοντάς τον λοιπόν αγκυροβολημένο στις Κολόνες που ήταν δυο μίλια μακριά, κατεβάζει όλα τα πληρώματα στην ξηρά και δίνει διαταγή να ισοπεδώσουν όλο το βουνό που είναι πάνω από την πόλη του Πέραν, αρχίζοντας από την ακτή, δηλαδή από την άλλη πλευρά, στις Κολόνες όπου ήταν ο στόλος, μέχρι μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, που είναι τρία μίλια. Όταν λοιπόν ισοπέδωσαν το βουνό, οι Τούρκοι έβαλαν πολλά κυρτά φαλάγγια εκεί όπου είχαν ισοπεδώσει, τα οποία είχαν αλείψει πολύ καλά με χοιρινό λίπος. Τότε εκείνος έδωσε εντολή να μεταφέρουν μέρος της αρμάδας του μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Αρχίζουν λοιπόν με μερικές μικρές φούστες και τοποθετούν την πρώτη πάνω στα φαλάγγια κι ένα μεγάλο μέρος Τούρκων αρχίζει να την τραβά και σε λίγο  χρόνο την πέρασαν μέχρι μέσα στο Μανδράκι του Γαλατά. Όταν οι Τούρκοι είδαν ότι αυτή η μέθοδος ήταν αποτελεσματική, συνέχισαν να νεωλκούν κι άλλες από τις μικρότερες φούστες, που είχαν κωπηλατικούς πάγκους δεκαπέντε με είκοσι και είκοσι δύο. Ήταν λοιπόν θέαμα ανείπωτο, όλο εκείνο το σκυλολόι να τραβά τα γολετόβρικα πάνω από το βουνό και να περνάει μ’ αυτόν τον τρόπο μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εβδομήντα δύο γολετόβρικα και να τα κατεβάζει μέχρι το ναύσταθμο του Πέραν, κι αυτό γιατί οι Τούρκοι είχαν κλείσει ειρήνη με τους Γενουάτες. Όταν και τα εβδομήντα δύο γολετόβρικα ήταν στο Μανδράκι, εκεί τα εξόπλισε, να είναι καλά αρματωμένα και έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.
Όταν οι άνδρες του στόλου μας αντίκρισαν εκείνα τα πλεούμενα, να μην αμφιβάλλετε ότι φοβήθηκαν πάρα πολύ, ότι μια νύχτα θα έρχονταν να επιτεθούν στην αρμάδα μας ταυτόχρονα με τον τουρκικό στόλο που ήταν στις Κολόνες. Διότι ο δικός μας στόλος ήταν μέσα από την άλυσο, ενώ ο τουρκικός ήταν και μέσα και έξω από την άλυσο. Από την περιγραφή που έκανα μπορείτε να καταλάβετε πόσο μεγάλο κίνδυνο διέτρεχε ο στόλος μας. Επιπλέον, φοβόμασταν τη φωτιά, ότι δηλαδή θα έρχονταν να πυρπολήσουν τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα κατά μήκος της αλύσου. Αναγκαστικά λοιπόν, ολημερίς και ολονυχτίς, όλοι εμείς οι χριστιανοί μέναμε αρματωμένοι κι έχοντας συνεχώς στις ψυχές μας το φόβο των Τούρκων. […]
 
Στις  7 Μαΐου στις τέσσερις η ώρα της νύχτας, έρχονται κάτω από τα χερσαία τείχη τριάντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι σε πλήρη στρατιωτική τάξη με μερικές γαλές, έχοντας σαν στόχο να εισέλθουν εξ εφόδου στην πόλη, επειδή εμείς που ήμασταν μέσα στην πόλη δεν πιστεύαμε ότι θα έκανα ακόμα γενική επίθεση. Ο αιώνιος όμως Θεός έδωσε βοήθεια και δύναμη στους δικούς μας οι οποίοι κρατερώς απέκρουσαν τους Τούρκους προς μεγάλο όνειδος των δευτέρων και μεγάλη τους ζημιά, από τους οποίους αρκετοί εφονεύθησαν, σας λέγω ένας μεγάλος αριθμός. […]
 
 
Τη 12η του μηνός Μαΐου την ώρα του μεσονυχτίου, ήρθαν στα τείχη του παλατιού πενήντα χιλιάδες Τούρκοι σε στρατιωτική παράταξη. Αυτά τα σκυλιά, οι Τούρκοι, κατά το έθιμό τους, περικύκλωσαν το παλάτι με εκκωφαντικούς αλαλαγμούς και τύμπανα και ταμπούρλα. Την ίδια νύχτα έκαναν μεγάλη επίθεση στα τείχη του παλατιού, τόσο μεγάλη μάλιστα που η πλειοψηφία εκείνων που βρίσκονταν στη στεριά πίστεψαν ότι αυτή τη νύχτα η πόλη θα χανόταν. Ο ελεήμων όμως Ιησούς Χριστός δεν ήθελε να χαθεί τόσο άνανδρα αυτή τη νύχτα η Πόλη και ακόμα ο Θεός ήθελε να εκπληρωθούν οι προφητείες. Και την προφητεία την είχε κάνει ο Άγιος Κωνσταντίνος, που ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός είχε προφητεύσει ότι η Κωνσταντινούπολη δε θα χανόταν ποτέ μέχρις ότου η σελήνη να μην ανέτελλε σκοτεινή, όντας δηλαδή στο πιάτο της να φαινόταν μόνο η μισή. Με κανένα τρόπο λοιπόν δεν είχε έρθει η ώρα να χαθεί η Πόλη, αλλά ήταν αλήθεια ότι πλησίαζε η άλωσή της καθώς και η δύση της ένδοξης αυτοκρατορίας. [...]
Στις 14 Μαΐου, την τρίτη ώρα, ο Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να αποσύρουν τα κανόνια που ήταν πάνω στο λόφο του Γαλατά, ενώ ακόμα βομβάρδιζαν το στόλο μας. Οι λίθοι που έριχναν εκείνα τα κανόνια στο στόλο μας μετρήθηκαν και ήταν διακόσιοι δώδεκα τον αριθμό, όλοι δε βάρους διακοσίων λιβρών ή και περισσότερο ο καθένας. Όταν έβγαλαν τα κανόνια από το βουνό του Πέραν, τα εγκατέστησε σε μια τοποθεσία με σκοπό να βομβαρδίσουν μια πύλη που ονομάζεται Κυνήγιον, μια τοποθεσία κοντά στο παλάτι του γαληνότατου αυτοκράτορα. Στο σημείο εκείνο οι Τούρκοι άρχισαν να ρίχνουν μέγα πλήθος λίθων, χωρίς όμως να κατορθώνουν να προξενήσουν κάποια σοβαρή ζημιά. Έπειτα, τα πήραν από εκεί και τα έστησαν στα χερσαία τείχη κοντά στα άλλα, για να βομβαρδίζουν την Πύλη στον Άγιο Ρωμανό, το πιο ασθενές σημείο της στεριάς. Μέρα και νύχτα δε σταματούσαν εκείνα τα κανόνια να βάλλουν εναντίον των άμοιρων τειχών και επιπλέον είχαν γκρεμίσει αρκετό μέρος τους. Εμείς από τη στεριά μέρα και νύχτα επισκευάζαμε καλά τα ρήγματα με ξύλα, φρύγανα, χώμα και άλλα υλικά απαραίτητα γι' αυτήν τη δουλειά, έτσι ώστε τα τείχη να είναι ισχυρά σαν και πρώτα και να μην κινδυνεύουμε από τους Τούρκους. Όμως, σ' εκείνη την πύλη που ήταν πιο βασανισμένη απ' όλες τις άλλες, είχαμε τοποθετήσει για προστασία τριακόσιους άντρες έτοιμους για μάχη και με καλό στρατιωτικό εξοπλισμό, οι οποίοι ήταν όλοι αλλοδαποί και κανένας Έλληνας, γιατί οι Έλληνες της Πόλης ήταν λιγόψυχοι. Αυτοί οι τριακόσιοι άντρες είχαν μαζί τους καλά κανόνια και καλούς σκοπευτές και αρκετές βαλλίστρες και άλλα πολλά γι' αυτό το σκοπό. [...]
 
 
 
 
 
Λαγούμια και γέφυρα
 
Την ίδια μέρα (16 Μαΐου) σημειώθηκε στην ξηρά το ακόλουθο περιστατικό. Οι Τούρκοι είχαν ανοίξει ένα λαγούμι για να μπουν στην Πόλη κάτω από τα τείχη και σήμερα ανακαλύψαμε αυτό το λαγούμι. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να το σκάβουν κοντά μισό μίλι μακριά από τα τείχη και ετοιμάζονταν να μπουν υπογείων κάτω από τα θεμέλια της Πόλης. Οι δικοί μας, όμως, στη στεριά άκουσαν τη νύχτα τον κρότο που έκαναν σκάβοντας το λαγούμι, γιατί είχαν ήδη περάσει τα θεμέλια των τειχών. Μόλις λοιπόν άκουσαν το θόρυβο, αμέσως ο Μέγας Δούκας (ο Λουκάς Νοταράς) ανέφερε το γεγονός στο γαληνότατο αυτοκράτορα και του εξήγησε πώς ήταν εκείνη η υπόγεια στοά. Εξεπλάγη τα μέγιστα ο αυτοκράτορας μ' αυτό το πράγμα. Αλλά, ο γαληνότατος αμέσως έλαβε μέτρα για το λαγούμι. Την ίδια μέρα έστειλε να βρουν σ' όλη τη στεριά όλους τους αρχιτεχνίτες που άνοιγαν υπόγειες σήραγγες. Όταν λοιπόν οι μάστορες βρέθηκαν, εστάλησαν όλοι να παρουσιαστούν στο Μέγα Δούκα κα εκείνος τους έβαλε να σκάψουν ένα λαγούμι μέσα στη γη το οποίο θα συναντούσε εκείνο των Τούρκων, και να συναντιόταν λαγούμι με λαγούμι με τρόπο που το δικό μας να έμπαινε στο δικό τους. Οι μάστορές μας έκαναν γρήγορα κι αμέσως έβαλαν φωτιά στο λαγούμι των Τούρκων. Πήρε λοιπόν φωτιά όλη η ξυλεία και κάηκαν οι ξύλινες αντιστηρίξεις και η γη υποχώρησε. Όλοι οι Τούρκοι που βρίσκονταν μέσα έπαθαν ασφυξία ή κάηκαν. Το λαγούμι αυτό βρέθηκε σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Καλιγαρία και εκεί έσκαψαν οι Τούρκοι διότι δεν υπήρχαν σταυρώματα. [...]
Στις 18 Μαΐου τη νύχτα, οι Τούρκοι κατασκεύασαν έναν πανέμορφο προμαχώνα, τον τρόπο δε που τον κατασκεύασαν θα πληροφορηθείτε στη συνέχεια. Αυτοί οι Τούρκοι ολονυχτίς βάλθηκαν να δουλεύουν με μεγάλο αριθμό ανδρών και μέσα στην ίδια νύχτα κατασκεύασαν έναν πύργο στο χείλος της τάφρου. Ο πύργος του αυτός υψωνόταν πάνω από το εξωτερικό προτείχισμα των τειχών και βρισκόταν μπροστά σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Χαρισία. Ήταν δε με τέτοια δεξιοτεχνία κατασκευασμένος, ώστε δεν υπήρχε άνθρωπος σ' όλον τον κόσμο που να μπορεί να φανταστεί με ποιο τρόπο ήταν φτιαγμένος. Ποτέ ειδωλολάτρης δεν είχε κατασκευάσει τέτοια και τόση θαυμαστή επινόηση. [...] Αμέσως ο αυτοκράτορας σηκώνεται με όλη την ακολουθία του και πηγαίνει να δει το πολύ περίεργο εκείνο πράγμα και όταν το είδε, όλοι πάγωσαν κι άρχισαν να τρέμουν από φόβο. [...]
Στις 19 Μαΐου, οι ίδιοι πανούργοι και μανιασμένοι Τούρκοι μηχανεύτηκαν και κατασκεύασαν μια γέφυρα που διέσχιζε το λιμάνι, από το Γαλατά μέχρι την πλευρά της Κωνσταντινούπολης, πάνω από το πασσαλόπηγμα. Αυτή η γέφυρα κατασκευάστηκε από πολύ μεγάλα οινοβάρελα σταθερά συνδεδεμένα μεταξύ τους κι από πάνω τους ήταν μακριές ξύλινες τραβέρσες καλά ενωμένες μεταξύ τους, ώστε να δημιουργούν μια πολύ όμορφη και γερή γέφυρα. Τη γέφυρα αυτή ο Τούρκος την κράτησε έτσι έτοιμη, για να μπορέσει να την απλώσει κατά μήκος του λιμανιού την ημέρα της γενικής επίθεσης. Το έκανε δηλαδή για την περίπτωση που θα ήθελε να διασκορπίσει περισσότερους άντρες στη στεριά, όπου τα τείχη είχαν γκρεμιστεί από τα κανόνια του, και να πετύχει γρήγορα το σκοπό του. Αν την τοποθετούσε κατά μήκος του λιμανιού πριν από την τελική μέρα της μάχης, μία και μόνο κανονιά θα την είχε καταστρέψει και θα την είχε διαλύσει, αλλά, όπως είπα, ο Τούρκος δεν την έκανε για άλλο λόγο, παρά μόνο για να διασκορπίσει στρατιώτες στα τείχη. Τελικά, την έστησε μπροστά στην Πύλη του Κυνηγίου, αλλά ποτέ δεν την άπλωσε, επειδή δε χρειάστηκε να το κάνει. [...]
Στη στεριά, όμως, το μεσημέρι της ίδιας μέρας, (21 Μαΐου) οι δικοί μας ανακάλυψαν μια υπόγεια στοά στην Καλιγαρία, την οποία είχαν ανοίξει οι Τούρκοι κάτω από τα θεμέλια των χερσαίων τειχών για να μπορέσουν κάποια νύχτα να "αναδυθούν" απρόοπτα μέσα στην Πόλη. Η σήραγγα όμως εκείνη δεν ήταν πολύ επίφοβη. Όταν οι δικοί μας την ανακάλυψαν πήγαν να βάλουν μέσα φωτιά. Οι Τούρκοι που ήταν απέξω άκουσαν ότι οι δικοί μας ήθελαν να βάλουν φωτιά κι έτρεξαν κι έβαλαν κι εκείνοι. Έτσι, μεμιάς η σήραγγα πήρε φωτιά κι από τα δυο άκρα. Ήταν όμως δική μας η νίκη και η δόξα και δεν είχαμε να φοβούμαστε άλλο απ' αυτή τη σήραγγα. [...]
Την 22η μέρα του Μαΐου, την ώρα του αποδείπνου, οι δικοί μας ανακάλυψαν μια υπόγεια σήραγγα στην Καλιγαρία... Την ίδια επίσης μέρα ανακαλύψαμε άλλη μια σήραγγα στο ίδιο σημείο της Καλιγαρίας, όπου δεν υπήρχαν σταυρώματα. Αυτή η σήραγγα ήταν λίγο επίφοβη, αλλά, με του Θεού το θέλημα, το έδαφος υποχώρησε από μόνο του και πλάκωσε όλους του Τούρκους που βρίσκονταν από κάτω, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι... Την ίδια επίσης ημέρα, την πρώτη ώρα της νύχτας, εμφανίζεται ένα παράξενο σημάδι στον ουρανό κι εκείνο ήταν που έδωσε στον Κωνσταντίνο, τον τιμημένο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, να καταλάβει ότι η ένδοξη αυτοκρατορία του πλησίαζε στη δύση της, όπως πραγματικά συνέβη. Για να καταλάβετε, θα περιγράψω στη συνέχεια πως ήταν αυτό το σημάδι: Αυτή τη νύχτα, την πρώτη ώρα ανέτειλε η σελήνη. Απόψε ήταν πανσέληνος και η σελήνη έπρεπε να σηκωθεί στον ουρανό ολοστρόγγυλη, αλλά εκείνη ανέτειλε όπως ήταν πριν από τρεις ημέρες, που φαινόταν λίγο. Ήταν δε η ατμόσφαιρα τόσο γαλήνια και μουντή, σαν θαμπό κρύσταλλο. Τέσσερις ώρες έμεινε έτσι το φεγγάρι κι έπειτα σιγά σιγά άρχισε να γεμίζει. Όταν λοιπόν όλοι εμείς οι χριστιανοί μα και οι ειδωλολάτρες είδαμε αυτό το θαυμαστό σημάδι, ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης πολύ φοβήθηκε, το ίδιο και οι αυλικοί του. Γιατί, οι Γραικοί είχαν μια προφητεία που έλεγε ότι η Κωνσταντινούπολη ποτέ δε θα χανόταν μέχρι την ημέρα που η σελήνη δε θα φαινόταν στον ουρανό μέσα στο πιάτο της. Οι Τούρκοι όμως χάρηκαν πολύ μ' εκείνο το σημάδι κι έστησαν μεγάλο γλέντι στο στρατόπεδό τους, επειδή για εκείνους σήμαινε ότι η νίκη ήταν δική τους, όπως τελικά αποδείχτηκε. [...]
Στις 26 Μαΐου, την πρώτη ώρα της νύχτας, οι Τούρκοι δημιούργησαν σ' όλο το στρατόπεδό τους μεγάλη φωτοχυσία από φωτιές, που άναβαν δύο μαζί μπροστά σε κάθε σκηνή που ήταν στημένη μέσα στο στρατόπεδο. Οι φωτιές εκείνες ήταν πολύ μεγάλες κι από τη μεγάλη αναλαμπή τους νόμιζε κανείς πως ήταν μέρα... Σ' όλη την πόλη πλανιόταν μεγάλος φόβος κι όλοι με θρήνους ικέτευαν το Θεό και την Παναγία να μας ελεήσουν να γλιτώσουμε από τη μανία των ειδωλολατρών. [...]
Στις 27 Μαΐου , πάλι αυτοί οι λυσσασμένοι ειδωλολάτρες άναψαν όλη τη νύχτα τόσο μεγάλες φωτιές όσο και την προηγούμενη και τις κράτησαν αναμμένες μέχρι τα μεσάνυχτα. [...]
Στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος αμηράς έβγαλε διαταγή με σάλπισμα σ' όλο το στρατόπεδό του, ότι όλοι οι πασάδες και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι των στρατευμάτων του έπρεπε να κατέβουν και να μείνουν όλη μέρα στις θέσεις του, επειδή την επαύριο ο Τούρκος αυθέντης ήθελε να εξαπολύσει γενική επίθεση σ' αυτήν την αξιοθρήνητη πόλη, αλλιώς θα τιμωρούνταν με την ποινή του αποκεφαλισμού.
 
 
 
Η τελευταία επίθεση και η άλωση
 
Η 29η Μαΐου είναι η τελευταία μέρα της πολιορκίας, κατά την οποία ο Κύριος και Θεός ημών έδωσε την καταδικαστική απόφαση εναντίον των Γραικών, και με θέλημά του σήμερα η Πόλη έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ, διάδοχου του Τούρκου Μουράτ, όπως θα πληροφορηθείτε στη συνέχεια. Κι ακόμα, ο αιώνιος Θεός ήθελε να δοθεί αυτή η σκληρή απόφαση για να επαληθευτούν όλες οι παλιές προφητείες και κυρίως η πρώτη, εκείνη που έκανε ο Άγιος Κωνσταντίνος, που στέκει στο άλογό του πάνω σε μια στήλη κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και προφητεύει με το χέρι και λέει: Από εδώ θα έρθει εκείνος που θα με αφανίσει, δείχνοντας την Ανατολία, δηλαδή την Τουρκία. Η άλλη προφητεία λέει πως όταν σ' αυτήν την αυτοκρατορία βρεθεί ένας αυτοκράτορας που θα έχει το όνομα Κωνσταντίνος γιος της Ελένης, η Κωνσταντινούπολη θα χαθεί. Και η άλλη λέει πως όταν η σελήνη δώσει σημείο στον ουρανό, μέσα σε λίγες μέρες οι Τούρκοι θα πάρουν την Κωνσταντινούπολη. Και οι τρεις αυτές λοιπόν προφητείες έχουν εκπληρωθεί, δηλαδή οι Τούρκοι πέρασαν στην Ελλάδα, βρέθηκε ο αυτοκράτορας που ακούει στο όνομα Κωνσταντίνος και είναι γιος της Ελένης και το φεγγάρι έδωσε σημάδι στον ουρανό. Όλες λοιπόν οι προφητείες επαληθεύτηκαν και ο Θεός αποφάσισε να δώσει τη μοιραία απόφαση κατά των χριστιανών και της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου, όπως θα δείτε στη συνέχεια.
Σήμερα, την 29η Μαΐου του έτους 1453, την τρίτη ώρα πριν την ημέρα, ο Μωάμεθ, γιος και διάδοχος του Τούρκου Μουράτ, έρχεται αυτοπροσώπως στα τείχη, για να κάνει γενική επίθεση, με την οποία καθαίρεσε την Πόλη. Ο Τούρκος αυθέντης είχε οργανώσει τους άντρες του σε τρία ασκέρια, και κάθε ασκέρι διέθετε πενήντα χιλιάδες άντρες. Το ένα ασκέρι απαρτιζόταν από χριστιανούς, εκείνοι που κρατούνταν με τη βία στο στρατόπεδο. Το δεύτερο ασκέρι αποτελούνταν από ανθρώπους των κατώτερων στρωμάτων, απολίτιστους αγρότες και όλα τα κατακάθια, και το τρίτο ασκέρι ήταν όλοι γενίτσαροι που φορούσαν τα λευκά φέσια. Οι γενίτσαροι ήταν όλοι στρατιώτες του αυθέντη, που τους πλήρωνε μέρα με την ημέρα, όλοι δε άντρες διαλεγμένοι κα ανδρείοι στη μάχη. Πίσω από αυτούς ήταν όλοι οι αξιωματούχοι και πίσω από τους αξιωματούχους ήταν ο Τούρκος αυθέντης. Το πρώτο ασκέρι, οι χριστιανοί, ήταν εκείνοι που μετέφεραν τις σκάλες, κι αυτές τις σκάλες ήθελαν να σηκώσουν και να τις στήσουν πάνω στα τείχη. Οι δικοί μας όμως τις γκρέμιζαν αμέσως μαζί με όλους αυτούς που προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη κι εκείνοι αμέσως τσακίζονταν. Κι ακόμα, οι δικοί μου που βρίσκονταν ψηλά στις επάλξεις έριχναν κατά πάνω τους μεγάλες πέτρες, και λίγοι κατόρθωναν να σώσουν τη ζωή τους. Όλοι όσοι έφταναν κάτω από τα τείχη, φονεύονταν. Όταν αυτοί που ανέβαιναν πάνω στις σκάλες έβλεπαν στη γη τόσους νεκρούς, ήθελαν να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο, για να μη σκοτωθούν κι εκείνοι από τις πέτρες. Αλλά καθώς οι άλλοι Τούρκοι που ήταν από πίσω τους έβλεπαν να τρέπονται σε φυγή, αμέσως με τους ακινάκες (γιαταγάνι) τους έκοβαν κομμάτια κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να γυρίσουν στα τείχη, αφού έτσι ή αλλιώς θα πέθαιναν. Κι όταν απ' αυτό το πρώτο ασκέρι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και τσακίστηκαν, άρχισε με μεγάλη ορμή να έρχεται το δεύτερο ασκέρι. Αλλά το πρώτο είχε σταλεί για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν επειδή οι Τούρκοι προτιμούσαν να πεθάνουν πρώτοι αυτοί που ήταν χριστιανοί παρά οι ίδιοι, και ο άλλος λόγος που τους είχαν στείλει εκεί ήταν για να καταπονήσουν εμάς που ήμασταν στην Πόλη. Όταν, όπως σας είπα, φονεύτηκαν και τσακίστηκαν οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ρίχνονται οι δεύτεροι σαν μανιασμένα λιοντάρια προς τα τείχη, από την πλευρά του Αγίου Ρωμανού. Εμείς, μόλις είδαμε το φοβερό εκείνο θέαμα, αρχίσαμε αμέσως να χτυπούμε δυνατά τις καμπάνες σ' όλη την Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των τειχών. Κι όλοι ζητούσαμε να μας δώσει ο αιώνιος Κύριός μας έλεος και βοήθεια εναντίον του Τούρκου σκύλου. Όλοι οι άντρες έτρεξαν στις θέσεις τους και πολεμούσαν με τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι είχαν αρχίσει πάλι να εμφανίζονται έξω από τα σταυρώματα. Σ' αυτήν τη δεύτερη στρατιωτική γραμμή βρίσκονταν όλοι οι εμπειροπόλεμοι άντρες, οι οποίοι, όπως σας είπα, ήρθαν στα τείχη και καταπόνησαν πολύ εκείνους που υπερασπίζονταν την Πόλη, με τη σφοδρότητά τους. Κι αυτό το δεύτερο ασκέρι δοκίμασε με κάθε προσπάθεια να σκαρφαλώσει με τις σκάλες στα τείχη, αλλά εκείνοι που ήταν πάνω στα τείχη κρατερά κατέστρεφαν τις κλίμακες γκρεμίζοντάς τες στη γη και πολλοί Τούρκοι έβρισκαν το θάνατο. Ταυτόχρονα οι βομβάρδες και οι βαλλίστρες μας έβαλαν εναντίον τους και σκότωναν τόσους Τούρκους, που ήταν ένα θέαμα απίστευτο. Μόλις έφτασε το δεύτερο ασκέρι κι έκανε τη δική του προσπάθεια να εισέλθει στην Πόλη, χωρίς επιτυχία, μπαίνει το τρίτο, που ήταν οι γενίτσαροι, οι μισθοφόροι του αυθέντη. Μαζί του ήταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι μεγάλοι αρχηγοί, όλοι άντρες γενναίοι και πίσω απ' όλους αυτούς ο Τούρκος αμηράς. Το τρίτο ασκέρι ξεχύθηκε στα τείχη της δύσμοιρης πόλης όχι σαν Τούρκοι αλλά σαν λέοντες, με τόσο αλλόφρονες αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, που νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν στον άλλο κόσμο. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ανατολία, που είναι δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο. Οι πιο γενναίοι λοιπόν άντρες του Τούρκου βρίσκουν τους δικούς μας πάνω στα τείχη πολύ καταπονημένους, από τη μάχη με τον πρώτο και το δεύτερο ασκέρι. Αλλά, αυτοί οι ειδωλολάτρες ήταν θαρραλέοι και ξεκούραστοι στη μάχη, και οι δυνατές ιαχές των Τούρκων σ' όλο το στρατόπεδο τρομοκρατούσαν το λαό της Πόλης, ενώ οι τυμπανοκρουσίες τους μας έπαιρναν την ψυχή. Οι άμοιροι κάτοικοι της Πόλης, βλέποντας πως ήταν πλέον χαμένοι, άρχισαν να χτυπούν δυνατά τις καμπάνες και τα σήμαντρα σ' όλη την Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των τειχών κι όλοι φώναζαν δυνατά: "Έλεος, έλεος, Κύριε από τους ουρανούς, στείλε βοήθεια σ' αυτήν την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου, για να μην την κυβερνήσουν οι ειδωλολάτρες". Σ' όλη την Πόλη οι γυναίκες αλλά και οι άντρες γονατιστοί θρηνούσαν πικρά και ικέτευαν ευλαβικά τον Παντοδύναμο Θεό και τη μητέρα Του Παναγία Μαρία, και όλους του αγίους κα τις αγίες της Ουράνιας Αυλής να νικήσουμε τους ειδωλολάτρες Τούρκους, λυσσασμένους εχθρούς της χριστιανικής πίστης. Κι ενώ εκείνοι παρακαλούσαν το Θεό, οι Τούρκοι συνέχιζαν να πολεμούν άγρια από την πλευρά της ξηράς, γύρω από τον Άγιο Ρωμανό, όπου βρισκόταν και η σκηνή του γαληνότατου αυτοκράτορα με όλους τους ευγενείς και τους καλύτερους ιππότες του κι όλους τους αξιωματούχους του που του συμπαραστέκονταν πολεμώντας γενναία. Αποφασισμένοι να μπουν στην Πόλη οι Τούρκοι, όπως είπα, πολεμούσαν έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, από την πλευρά της ξηράς δηλαδή, κι έριχναν οι ειδωλολάτρες πολλούς λίθους με τα κανόνια τους, αμέτρητες τουφεκιές και μυριάδες σαΐτες. Οι ιαχές τους ήταν τόσο τρομακτικές που νόμιζε κανείς ότι θα σκίζονταν οι ουρανοί. Μ' εκείνη τη μεγάλη βομβάρδα, που η πέτρα της ζύγιζε χίλιες διακόσιες λίβρες, και με τόξα σε όλο το μήκος των τειχών που ήταν έξι μίλια, χτυπούσαν μέσα από τα σταυρώματα, και θα μπορούσαν να φορτωθούν τουλάχιστον ογδόντα καμήλες με τις σαΐτες που έριχναν μέσα, ενώ από εκείνες που έπεφταν μέσα στην τάφρο τουλάχιστον άλλες είκοσι. Αυτή η τόσο σκληρή μάχη κράτησε μέχρι την αυγή της μέρας.
Οι δικοί μας έκαναν θαύματα για την άμυνα, και όταν λέμε δικοί μας εννοούμε εμάς του Ενετούς. Στο σημείο που ήταν ο τούρκικος πύργος, εκεί οι Τούρκοι πολεμούσαν άγρια. Η άμυνά μας όμως δεν είχε κανένα νόημα, γιατί ο αιώνιος Θεός είχε ήδη πάρει την απόφασή του ότι αυτή η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων κι επειδή ήταν θέλημά Του, τίποτα πια δεν μπορούσαμε να κάνουμε. Όλοι εμείς οι χριστιανοί που εκείνες τις στιγμές βρισκόμασταν σ' αυτήν την περιθρηνούμενη πόλη, παρακαλούσαμε τον ελεήμονα Ιησού Χριστό μας και τη μητέρα Του Παρθένο Μαρία να ευσπλαχνιστούν τις ψυχές μας, γιατί σήμερα, σ' αυτήν τη σκληρή μάχη θα πεθαίναμε. Και για να μάθετε, μία ώρα πριν ξημερώσει ο Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να πυροδοτήσουν τη μεγάλη βομβάρδα του, κι αυτός ο λίθος πέφτει μέσα στα οχυρώματα που είχαμε κατασκευάσει, τα οποία ρήμαξε. Από το μεγάλο καπνό που σήκωσε αυτή η βομβάρδα άρχισαν να διαβαίνουν διαμέσου του καπνού και ήταν σχεδόν τριακόσιοι εκείνοι που πέρασαν μέσα από τα τείχη. Γραικοί κι Ενετοί τους πετάξαμε έξω από το σταύρωμα και μεγάλο μέρος αυτών βρήκαν το θάνατο. Όλοι σχεδόν σκοτώθηκαν πριν μπορέσουν να περάσουν το σταύρωμα. Εκείνη τη στιγμή, οι Γραικοί, έχοντας πετύχει αυτό το κατόρθωμα, πίστεψαν πραγματικά ότι νικούσαν τους ειδωλολάτρες κι όλοι εμείς οι χριστιανοί πήραμε μεγάλη ανακούφιση. Όταν τους διώξαμε από το σταύρωμα, αμέσως οι Τούρκοι πυροδότησαν για άλλη μια φορά τη μεγάλη βομβάρδα και πάλι αυτοί οι ειδωλολάτρες αρχίζουν σαν σκυλιά να έρχονται μέσα από τον καπνό της βομβάρδας γρήγορα, σπρώχνοντας και πατώντας ο ένας τον άλλο σαν άγρια θηρία. Μέσα σ' ένα τέταρτο της ώρας είχαν περάσει πάνω από τριάντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα από το σταύρωμα με τόσους αλαλαγμούς, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην ίδια την Κόλαση, οι δε αλαλαγμοί του αντιλαλούσαν μέχρι την Ανατολία. Μόλις ήρθαν μέσα, αμέσως κατέλαβαν την πρώτη μπάρα του σταυρώματος. Πριν όμως την καταλάβουν, αρκετοί απ' αυτούς φονεύτηκαν από εκείνους που υπερασπίζονταν τα τείχη με τις πέτρες. Και ήταν τόσοι πολλοί οι Τούρκοι, που ο καθένας φόνευε όσους ήθελε. Έχοντας καταλάβει τώρα την πρώτη μπάρα, οι Τούρκοι μαζί με τους γενίτσαρους οχυρώθηκαν πίσω απ' αυτή. Μετά απ' αυτό πέρασαν μέσα από το σταύρωμα σχεδόν εβδομήντα χιλιάδες, μέσα σε τέτοια αλλοφροσύνη, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην Κόλαση. Αμέσως τα σταυρώματα γέμισαν με Τούρκους από τη μια μέχρι την άλλη άκρη, που ήταν έξι μίλια. Αλλά, όπως σας είπα, εκείνοι που βρίσκονταν πάνω στα τείχη σκότωναν πολλούς απ' αυτούς με πέτρες, αφήνοντάς του να έρθουν από κάτω και πετώντας τις ασταμάτητα πάνω τους. Τόσοι ήταν οι νεκροί που τουλάχιστον σαράντα άμαξες δε θα μπορούσαν να μεταφέρουν τα πτώματα των Τούρκων αυτών, που σκοτώθηκαν πριν μπουν στην Πόλη. Τώρα, οι δικοί μας, οι χριστιανοί, φοβούνταν τα μέγιστα και ο γαληνότατος αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να χτυπήσουν τις καμπάνες σ' όλη την Πόλη και το ίδιο να κάνουν από όλες τις θέσεις των τειχών. Έτσι όλοι άρχισαν να φωνάζουν: "Κύριε ελέησον". Έτσι φώναζαν άντρες και γυναίκες και περισσότερο οι μοναχές και οι κοπέλες. Τόσος ήταν ο θρήνος, που θα αισθανόταν οίκτο κάθε σκληρός Ιουδαίος. Βλέποντας αυτό, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, Γενουάτης από τη Γένουα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του κα τρέχει στο πλοίο του που ήταν αραγμένο κοντά στην άλυσο. Αυτόν τον Ιουστινιάνη ο αυτοκράτορας τον είχε ορίσει γενικό διοικητή ξηράς. Και τρεπόμενος σε φυγή ο στρατηγός, περνώντας μέσα από την Πόλη, φώναζε: "Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη". Και ψευδόταν ασύστολα, γιατί ακόμα δεν είχαν μπει. Ακούγοντας ο λαός τα λόγια αυτά από εκείνον ειδικά το στρατηγό, ότι δηλαδή οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, όλοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή κι αμέσως όλοι εγκαταλείψαν τις θέσεις τους και όρμησαν τρέχοντας προς την ακτή για να μπορέσουν να διαφύγουν με τα πλοία και τις γαλέρες. Μέσα στο χρόνο που ήθελε ο ήλιος ν' ανατείλει, ο παντοδύναμος Θεός είχε δώσει την καταδικαστική του απόφαση κι ήταν θέλημά Του να επαληθευτούν οι προφητείες. Με το πρώτο φως της αυγής, οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στην Κωνσταντινούπολη από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου είχαν γκρεμιστεί τα τείχη από τις βομβάρδες τους. Πριν όμως μπουν μέσα στην Πόλη, τσακίστηκαν πολλοί Τούρκοι κα χριστιανοί που έτρεξαν να τους εμποδίσουν. Τόσοι πολλοί σκοτώθηκαν, που θα φορτώνονταν το λιγότερο είκοσι άμαξες με τα πτώματά τους. Τότε, το δεύτερο ασκέρι άρχισε να έρχεται ξοπίσω από τους πρώτους, που σκορπίζονταν μέσα στην Πόλη. Όσους έβρισκαν στους δρόμους τους περνούσαν από τη λεπίδα της χαντζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως. Αυτή η σφαγή κράτησε από την ανατολή του ήλιου μέχρι την ώρα της μεσημβρίας, κι όσοι βρέθηκαν μπροστά τους πήγαν από χατζάρα. Όσοι από τους δικούς μας εμπόρους διέφυγαν, κρύφτηκαν μέσα στις υπόγειες σπηλιές. Όταν πέρασε η μανία τους, οι Τούρκοι τους βρήκαν, κι όλοι πιάστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Όταν έφτασαν οι λυσσασμένοι Τούρκοι στην πλατεία που είναι πέντε μίλια μακριά από το σημείο που έκαναν την έφοδο, δηλαδή τον Άγιο Ρωμανό, ανέβηκαν σ' έναν πύργο, όπου ήταν υψωμένη η σημαία του Αγίου Μάρκου και του γαληνότατου αυτοκράτορα. Τότε οι ειδωλολάτρες έσκισαν αμέσως τη σημαία του Αγίου Μάρκου και έπειτα έσκισαν τη σημαία του γαληνότατου αυτοκράτορα και πάνω σ' εκείνο τον ίδιο πύργο ύψωσαν τη σημαία του Τούρκου αυθέντη. Όταν αφαιρέθηκαν εκείνες οι δυο σημαίες, δηλαδή του Αγίου Μάρκου και του αυτοκράτορα και υψώθηκε η σημαία του Τούρκου σκύλου, εκείνη τη στιγμή όλοι εμείς οι χριστιανοί που βρισκόμασταν στην Πόλη χύσαμε πικρά δάκρυα. Βλέποντας τη σημαία του να ανεμίζει πάνω στον πύργο καταλάβαμε ότι η Πόλη είχε πέσει στα χέρια του Τούρκου και δεν υπήρχε ελπίδα να την επανακτήσουμε. [...]
 
 
 
Τα μετά την άλωση
 
... Όλοι άρχισαν να τρέχουν σαν λυσσασμένα σκυλιά στη στεριά ψάχνοντας για χρυσάφι, κοσμήματα κι άλλα πλούτη, κι ακόμα να αιχμαλωτίσουν τους εμπόρους. Περισσότερο έψαχναν μέσα στα μοναστήρια κι όλες οι μοναχές στάλθηκαν στο στόλο τους κι ατιμάστηκαν και ταπεινώθηκαν από τους Τούρκους. Έπειτα πουλήθηκαν όλες σκλάβες στα παζάρια της Τουρκίας. Αλλά και όλες οι κοπέλες ατιμάστηκαν κι έπειτα πουλήθηκαν και μάλιστα ακριβά, αν και μερικές από εκείνες προτίμησαν να ριχτούν στα πηγάδια και να πνιγούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Το ίδιο έκαναν και πολλές παντρεμένες. Οι Τούρκοι φόρτωσαν τα καράβια τους με αιχμαλώτους και αμύθητα πλούτη. [...] Το αίμα έτρεχε στη γη όπως όταν βρέχει και το νερό πλημμύριζε τα ρείθρα των δρόμων, τόσο πολύ αίμα χύθηκε. Τα κορμιά των σκοτωμένων, τόσο των χριστιανών όσο και των Τούρκων, πετάχτηκαν στα Δαρδανέλια και παρασύρονταν από το ρέμα όπως τα πεπόνια στα κανάλια. Για τον αυτοκράτορα κανένας δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ είδηση για τις πράξεις του. Ούτε ζωντανός βρέθηκε κι ούτε νεκρός, αλλά μερικοί λένε ότι τον είδαν ανάμεσα στα πτώματα των σκοτωμένων, που σημαίνει ότι έπαθε ασφυξία κατά την έφοδο που έκαναν οι Τούρκοι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι αιχμάλωτοι ήταν 60.000 και οι Τούρκοι βρήκαν πλούτη αμέτρητα. Η ζημιά των χριστιανών υπολογίζεται σε 200.000 δουκάτα και των άλλων υπηκόων σε 100.000 δουκάτα.
18 Ιουλίου 1453. Ο αυτοκράτορας, που ήταν πάμπτωχος, ζήτησε να δανειστεί από τους αυλικούς του χρήματα, εκείνοι του είπαν ότι λυπόντουσαν αλλά δεν είχαν. Έπειτα οι Τούρκοι βρήκαν αρκετά χρήματα. Σε κάποιον μάλιστα από εκείνους βρήκαν 30.000 δουκάτα. Είχαν δε συμβουλέψει τον αυτοκράτορα να τιμωρήσει τους αυλικούς του, αλλά να αφαιρέσει τα ασημικά από τις εκκλησίες, και αυτό έκανε.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Τούρκος βάζει τελάληδες να διαλαλήσουν σ' όλη την Πόλη πως όσοι είχαν σπίτια έπρεπε να παρουσιαστούν ενώπιόν του, να τα δηλώσουν κι εκείνος θα τους άφηνε ελεύθερους. Πολλοί Γραικοί και Λατίνοι πήγαιναν και του έλεγαν πού βρίσκονταν τα σπίτια τους [...] κι ήθελε να σκοτώσει όσους είχαν έρθει ενώπιόν του, αλλά θυμήθηκε πως θα είχε μεγαλύτερο όφελος να τους αφήσει ζωντανούς για να του καταβάλουν λύτρα.
Λέγεται ακόμα πως ένας μεγάλος Έλληνας ευγενής, για να κερδίσει την ευμένειά του, έστειλε τις δυο θυγατέρες του κρατώντας η καθεμιά από ένα δίσκο γεμάτο χρήματα, και τότε ο Τούρκος έκανε μεγάλες τιμές σ' αυτόν τον ευγενή και του έδειχνε μεγάλη εκτίμηση. Βλέποντας την τύχη του, οι άλλοι Έλληνες ευγενείς παίρνουν όσα χρήματα μπορούσε ο καθένας τους και πηγαίνουν να του τα προσφέρουν για να κερδίσουν την εύνοιά του. Ο Τούρκος αυθέντης δέχεται τα δώρα και περιβάλλει τους κομιστές τους με μεγάλες τιμές και αξιώματα. Αλλά, όταν έπαψαν να του πηγαίνουν δώρα, διατάζει να αποκεφαλίσουν όσους του είχαν φέρει, λέγοντας πως ήταν μεγάλοι σκύλοι που δεν είχαν θελήσει να τα δανείσουν στον αυθέντη τους κι είχαν αφήσει την πόλη να χαθεί.
 
 
 
http://users.sch.gr
Τετάρτη, 12 Απριλίου 2017 02:18

Η Άλωση της Κωνσταντινοπυπόλεως

Γράφτηκε από
 
1404μ.Χ.Γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και την Ελένη Δραγάζη, που άγιασε αργότερα (Οσία Υπομονή).
1430μ.Χ. 29 Μαρτίου.’λωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους!
1437μ.Χ. 27 Νοεμβρίου.Ο βασιλιάς Ιωάννης Παλαιολόγος - αδερφός του Κωνσταντίνου - πηγαίνει στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια για τον Τουρκικό Κίνδυνο. Στη θέση του στην Πόλη, μένει ο Κωνσταντίνος.
1439 μ.Χ. 6 Ιουλίου."’λωση της Ορθοδοξίας" επιχειρείται στην Ιταλία, αφού "υπογράφεται" στη Φλωρεντία η "Ψευδοένωση των εκκλησιών", από τον αδελφό του Κωνσταντίνου, βασιλέα Ιωάννη Παλαιολόγο… Αρνήθηκε τότε να υπογράψει ο μέγας ’γιος Μάρκος ο Ευγενικός Επίσκοπος Εφέσσου , έχων το αξίωμα του Εξάρχου της Συνόδου και Τοποτηρητού των Ανατολικών Πατριαρχών και ο αδερφός του Ιωάννης, Διάκονος και Αρχιφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας, ο Επίσκοπος Σταυρουπόλεως Ησαΐας και ο Ιβηρίας που απείχε επίτηδες. Ο πιστός ορθόδοξος λαός εξοργίζεται δίκαια και χάνει κάθε εμπιστοσύνη στους βασιλείς του… Ο δε Πάπας μαθαίνοντας ότι ο ’γιος Μάρκος δεν υπέγραψε, είπε "λοιπόν τίποτα δεν εκάναμε"! Ο Πάπας θέλησε την καθαίρεση μάλιστα του Μάρκου, τον προστάτεψε όμως ο βασιλέας Ιωάννης, ο οποίος φαίνεται πως στο βάθος αναγνώριζε το πνευματικό και ηθικό ανάστημα του αγίου πατρός.

   Για να φανερωθεί όλο το μεγαλείο και η Αλήθεια της Ορθοδοξίας, σημειώνουμε ότι ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν υπέγραψε - αν και παρών - διότι καθώς πλησίαζε η στιγμή που ετοιμαζόταν να βάλει την βαρύνουσα υπογραφή του και ενώ έτρωγε, πέθανε αιφνιδίως στις 10 Ιουνίου 1439!!! Έτσι δεν μπήκε υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη…αλλά μόνο του βασιλιά…
   Σημειώνουμε επίσης, ότι ο άλλος αδελφός του βασιλιά Ιωάννη και του Κωνσταντίνου, ο Δημήτριος Παλαιολόγος, έφυγε από τη Φλωρεντία και πήγε στη Βενετία για να μην υπογράψει, έχοντας μαζί του τον Γεώργιο Σχολάριο, τον μετέπειτα Πατριάρχη δηλαδή Γεννάδιο, τον οποίο είχε επαναφέρει στην ευσέβεια ο ’γιος Μάρκος.
1443μ.Χ.Σύνοδος των Ορθοδόξων Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στα Ιεροσόλυμα, που καταδικάζει την Ψευδοένωση και τη σύνοδο της Φλωρεντίας, καθώς και όλους τους Λατινόφρονες (Γκραικολατίνους) συμπεριλαμβανομένου του Αυτοκράτορα Ιωάννη και του νεοορισθέντος Λατινόφρονα τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη τον οποίο καθαίρεσε.
   Επίσης και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας αναθεμάτισε την εν Φλωρεντία Σύνοδο, τον δε Ρώσο Μητροπολίτη Ισίδωρο που συνυπέγραψε τη Ψευδοένωση έκλεισε στη φυλακή. Εκείνος όμως δραπέτευσε και έτρεξε στον Πάπα που τον έκανε Καρδινάλιο Πολωνίας.
1444μ.Χ. 10 Νοεμβρίου.Η μάχη της Βάρνας, υπό τον Ιωάννη Ουνυάδη (εθνικός ήρωας των Ούγγρων), καταλήγει σε ήττα των ενωμένων χριστιανικών δυνάμεων. Η τελευταία μεγάλη ελπίδα σβήνει μπροστά στη φανατισμένη επέλαση των Οθωμανών. Κυρίως λαμβάνουν μέρος Πολωνοί και Ούγγροι, ενώ εκεί σκοτώνεται και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Βλαδισλάβος Γ΄. Για να πάρει μέρος στη μάχη στέλνεται από το Μυστρά ο Χιλίαρχος Γεώργιος Λασκαρίδης - ο ίδιος δηλαδή ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ - αλλά δεν προλαβαίνει να φτάσει. Κάπου στις Σέρρες μαθαίνει την τρομερή ήττα 
1448μ.Χ. 30 Οκτωβρίου.Πεθαίνει ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, σε βαθιά θλίψη, εξ αιτίας της συνεχούς ήττας των χριστιανικών όπλων, εξ αιτίας επίσης της κοροϊδίας του Πάπα - που δεν του έστειλε καμία απολύτως βοήθεια, παρότι είχε υποσχεθεί στρατιωτική βοήθεια των ηγεμόνων της Δύσεως και είκοσι πολεμικά πλοία για έξι μήνες ή δέκα για ένα χρόνο - και εξ αιτίας ακόμη για τα όσα ο ίδιος ο Ιωάννης είχε κάνει σε βάρος της Αγίας του Θεού Εκκλησίας, της Ορθοδοξίας, για τα οποία και βαθιά μετανόησε.
1449μ.Χ. 6 Ιανουαρίου.Στέφεται νέος βασιλέας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά, όπου βρισκόταν. Στην Εκκλησία αυτή εργάστηκε, καθάρισε και στερέωσε τις αγιογραφίες - όπως σημειώνει στην "Πονεμένη Ρωμιοσύνη" του - ο ίδιος ο Φώτης Κόντογλου.
1452 μ.Χ. 12 Δεκεμβρίου.Γίνεται στην Αγία Σοφία το απαράδεκτο "ενωτικό συλλείτουργο" με τον Καρδινάλιο Ισίδωρο ως απεσταλμένο του Πάπα, όπου και ακούγεται το αιρετικό "Φιλιόκβε", εξοργίζοντας και αναστατώνοντας ολόκληρη τη Βασιλεύουσα! Στη "λειτουργία" παρίσταται με σφιγμένα δόντια ο Κωνσταντίνος, που θεωρεί πως ήταν η εσχάτη, έστω απελπισμένη, ενέργεια να περισώσει την Πόλη, από τους Τούρκους που την κύκλωναν απειλητικά. Τις Πόλεις βέβαια και τους λαούς τους προστατεύει και τους σώζει όπως χιλιάδες φορές είδαμε ο Θεός. Η ευσέβεια και όχι η ασέβεια! Και η ασέβεια είχε γίνει! Στις 12 Δεκεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα, στην Κωνσταντινούπολη.
Αρνείται όμως να παραστεί στο φρικτό "συλλείτουργο" ο πιστός λαός και ο Μέγας Δούκας του Στόλου, ο Λουκάς Νοταράς που προφητικά σχεδόν φωνάζει "καλύτερα το τουρκικό σαρίκι, παρά η καλύπτρα του Καρδιναλίου" και η Ιστορία τον δικαιώνει, αφού κάτω από το βάρβαρο τουρκικό σαρίκι, με τη βοήθεια του Θεού, πιστοί στην Ορθοδοξία, κρατηθήκαμε, σταθήκαμε, ισχύσαμε και είμαστε σήμερα ελεύθεροι, όνειρο απλησίαστο για τα χρόνια εκείνα τα τρομερά και λάμπει σήμερα η Ορθοδοξία μας σαν ατόφιο ολοκάθαρο χρυσάφι στα μάτια του διψασμένου κόσμου.
Είναι όμως και κάποιος άλλος που αρνείται να παραστεί εκείνη τη θλιβερή ημέρα στο "ενωτικό συλλείτουργο". Ο Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου, ο ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ!!! Αν και προσωπικός φίλος του Αυτοκράτορα, λέει το ΜΕΓΑΛΟ "ΟΧΙ" και δεν παρίσταται, εξοργίζοντας τον Κωνσταντίνο που διατάσει την εξορία του, μαζί με τον Διάκονό του ’γιο Νικόλαο
1453 μ.Χ. 7 Απριλίου.Ο Μωχάμετ (Μωάμεθ) Β΄ αρχίζει την πολιορκία της Πόλης με 250.000 στρατό, έναντι 7.000 μόλις υπερασπιστών (5.000 Έλληνες + 2.000 Γενουάτες, Βενετοί κ.α.). Η βοήθεια, την οποία προσδοκούσε - μετά το "συλλείτουργο" που είχε κάνει με το μαχαίρι στην καρδιά - ο Παλαιολόγος, δεν ήρθε. Μόνο ο Ιουστινιάνης έφτασε με 700 για να βοηθήσει. Ο Πάπας είχε πετύχει διπλή ΝΙΚΗ. Αφού πέτυχε το εξευτελιστικό "συλλείτουργο" ανοίγοντας δρόμο πολλών προς τη Ρώμη, τώρα θα πετύχαινε και την τέλεια υποταγή, αφού χωρίς Βασιλεύουσα, χωρίς Υπερασπιστή, η Ορθοδοξία θα ξεχνιόταν για πάντα… Έτσι νόμισαν πολλοί… Αλλά δεν ήταν αυτό το θέλημα του Θεού…
1453μ.Χ. 18 Απριλίου.Το ελληνικό Πυροβολικό χτυπά με εύστοχη βολή τα πυρομαχικά του τεράστιου κανονιού του Μωάμεθ, με αποτέλεσμα να σκάσει το κανόνι και να σκοτωθεί ο περίφημος κατασκευαστής του Ουρβανός! Ο Ουρβανός, Ούγγρος στην καταγωγή, εργαζόταν για λογαριασμό των Ελλήνων μέσα στην Πόλη αλλά εξαγοράστηκε από τον Μωάμεθ και έφυγε άτιμα για να υπηρετήσει τους αλλόπιστους, φτιάχνοντας το μέγα κανόνι, που χρειάστηκαν 70 ζευγάρια βόδια να το σύρουν και χίλιοι άντρες και που όταν χτυπούσε σείονταν σαν σε ισχυρό σεισμό ο τόπος ολόκληρος!
1453 μ.Χ. 20 Απριλίου.Συγκλονιστική Ναυμαχία μπροστά στον Κεράτιο, όπου 4 μονάχα ελληνικοί Δρόμωνες ναυμαχούν με 130 τουρκικά πλοία που είχαν πλημμυρίσει το Βόσπορο!!! Επικεφαλής των δικών μας ο γενναιότατος Φλαντανελλάς, που δεν δείλιασε ούτε στιγμή μπροστά στα τουρκικά κατάρτια που είχαν γεμίσει απειλητικά τη θάλασσα και ούτε καν πισωγύρισε την πλώρη του! Πρόκειται για μια από τις συγκινητικότερες παλικαριές της Ιστορίας! Η Ναυμαχία που ακολουθεί είναι επική! Επικεφαλής των Τούρκων είναι ο Βούλγαρος εξωμότης πλοίαρχος Μπαλτόγλου Σουλεϊμάν Μπέης που με ορμή πετάγεται να τσακίσει τον Φλαντανελλά! Ο λαός σκαρφαλώνει στα θαλάσσια τείχη και παρακολουθεί με αδιάκοπη προσευχή στην Παναγία Βλαχερνών!!!
   "Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΚΑ" φωνάζουν τα πληρώματά μας και ορμούν με πρωτοφανή δύναμη απάνω στα τούρκικα που αρχίζουν να τα τσακίζουν ένα ένα και να τα καίνε! Τρεις ώρες κράτησε η θύελλα του Φλαντανελλά και διέλυσε κυριολεκτικά τον τουρκικό στόλο!!! Από τη λύσσα του ο ίδιος ο Μωχάμετ (Μεχμέτ - Μωάμεθ) σπιρούνισε το άλογό του και χώθηκε βαθιά στη θάλασσα ανήμπορος να σταματήσει την καταστροφή και τον διασυρμό του! "Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια…" ακουγόταν από τα θαλασσινά κάστρα και αντηχούσε η ψαλμωδία παντού καθώς χαλάρωνε η ανίκητη αλυσίδα του Κερατίου για να υποδεχθεί τους μεγάλους Ήρωες, αναριγώντας από χαρά και συγκίνηση!
1453 μ.Χ. 22 προς 23 Απριλίου.Ο Μεχμέτ (Μωάμεθ) δεν το βάζει κάτω και απαντά σχεδόν αστραπιαία μετά από δύο ημέρες, κάνοντας κάτι απίστευτο. Σε μια νύχτα, 22 προς 23 Απριλίου, περνάει πίσω από το Γαλατά, από τη στεριά, 72 ολόκληρα πλοία, σέρνοντάς τα πάνω σε σανίδες αλειμμένες με λίπος και τα ρίχνει μέσα στον Κεράτιο Κόλπο!!! Ευτυχώς οι δικοί μας συνέρχονται γρήγορα και με πυρπολικά αναχαιτίζουν τον τουρκικό στόλο που μπήκε στον Κεράτιο. Τα τουρκικά πλοία έτσι μένουν στην άκρη, από το φόβο της πυρπόλησής τους…
1453μ.Χ. 5 Μαΐου.Ένα μικρό γρήγορο πλοιάριο γλιστρά νύχτα προς τον Ελλήσποντο. Ελπίδες ότι δήθεν έρχεται μεγάλη βοήθεια από τον Πάπα και στόλος της Βενετίας, σπρώχνει τον τελευταίο Αυτοκράτορα να στείλει την αποστολή, ώστε να απαντήσει τους Δυτικούς και τους πει να κάνουν φτερά, να βοηθήσουν!..
1453 μ.Χ. 18 Μαΐου.Ένας τεράστιος τουρκικός πολιορκητικός Πύργος ξεφυτρώνει μπροστά στα ελληνικά κάστρα της Πόλης, ξεπερνώντας κατά πολύ το ύψος τους, μπαζώνοντας με πέτρες και χώματα την προστατευτική, αμυντική μας τάφρο, ώστε να φτάσει το τείχος και να κατεβάσει τότε την τεράστια πόρτα - καταπέλτη του τρίτου ορόφου, για να πηδήσουν απλά μέσα στην Βασιλεύουσα οι αμέτρητες χιλιάδες φανατισμένοι βάρβαροι της Ανατολής! Ευτυχώς και εδώ ο μέγας ηρωισμός των Ελλήνων καταφέρνει να κάψει με καταδρομική αποστολή μέσα στη νύχτα και αυτό το μεγαθήριο!
1453μ.Χ. 22 Μαΐου.Επιστρέφει το ανιχνευτικό πλοιάριο, φέρνοντας την απελπισία. Κάνενας! Πουθενά! Μήτε φλάμπουρο δυτικό, μήτε πουλί πετούμενο! ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΒΟΗΘΕΙΑ!!! ΔΕΝ ΕΡΧΟΤΑΝ ΚΑΝΕΙΣ! Συννέφιασε το πρόσωπο του Παλαιολόγου και των άλλων αρχόντων. Σφίχτηκε από θυμό! Θυμό για τον εαυτό τους που άσκοπα λοιπόν, τόσο άσκοπα καταδέχτηκαν να μαγαριστεί η Ορθοδοξία με το "συλλείτουργο" που μόνο και η ανάμνηση του οποίου τους έφερνε αναστάτωση στο στομάχι! ΑΔΙΚΑ! Τώρα ένοιωθαν το απέραντο σφάλμα! Τώρα τα μάτια έβλεπαν ολοκάθαρα! Είδαν το δρόμο. Είδαν τη γενναιότητα! Πως κράτησαν μόνοι τους σχεδόν ίσα με τότε, τόσες λυσσασμένες επιθέσεις! Πενηνταριές, πενηνταριές χιλιάδες τους ρίχνονταν οι Τούρκοι και αυτοί ακόμα βαστούσαν, σαν από θαύμα τόσο καιρό!… Τώρα, σαν είδαν καθάρια και συλλογίστηκαν σωστά, τώρα δυνάμωσαν πιότερο! Ατσάλι έγιναν οι Ρωμιοί, οι Έλληνες! Στη μοναξιά τους δυνάμωσαν, σαν τα δέντρα που είναι σε καθάριο αέρα και όχι σε μολυσμένη πίστη… Γύρεψαν τη συγνώμη του Χριστού, τη συγνώμη του λαού, τη συγνώμη όλων των γενιών των Ελλήνων και αποφάσισαν εκείνο που αργότερα, θα αποφάσιζαν και 2.500.000 Νεομάρτυρες! Τη θυσία! Την τέλεια κάθαρση!
   Γέμισε η ψυχή τους, ηρέμησε. Χάθηκε η αναμονή και η ανυπομονησία. Βασίλεψε η ειρήνη στο μυαλό και την καρδιά τους. Η ειρήνη Εκείνου που νίκησε το θάνατο. Πέταξε ο νους τους στο ληστή και χωρίς να σταθεί έτρεξε στον Πέτρο. Έκλαιγε και η δική τους ψυχή και αναζητούσε τη συγνώμη του Βασιλέως των βασιλέων… Στο βάθος, κάπου, κάποιος αλέκτωρ ακουγόταν για τρίτη κιόλας φορά..
   ’στραψαν τα μονογράμματα των Παλαιολόγων στο φως των κεριών. Βασιλεύ Βασιλέων Βοήθει Βασιλεύ, καθώς ο Κωνσταντίνος γονάτιζε μυστικά, μοναχός του στην Κυρά της Θεοφύλακτης και της έλεγε σιωπηλά το δικό του αβάσταχτο πόνο. Το είχε αποφασισμένο μέσα του και τώρα ακόμα πιο πολύ. Δεν θα έφευγε, αν και μπορούσε, αν και του το πρότειναν πολλοί για να σωθεί το Στέμμα των Ελλήνων και μια μέρα πάλι να ελευθερώσει την Πόλη μας, όπως παλιά με τους Φράγκους. Όχι, αυτός θα έμενε! Ως το τέλος…Ως τρανό παράδειγμα στους αιώνες!
1453μ.Χ. 23 Μαΐου.Ο Μωάμεθ, στέλνει πρεσβεία στον Παλαιολόγο, για να πετύχει την παράδοση της Κωνσταντινούπολης που δεν έλεγε να πέσει με τίποτα, αλλά και για να παρατηρήσει την κατάσταση των πολιορκητών από μέσα και να σπείρει αν μπορούσε διχόνοια, αφού έταζε να φύγουν με τα πράγματά τους ανεμπόδιστα όσοι ήθελαν από την Κωνσταντινούπολη και αυτός ο βασιλιάς με τους δικούς του. Ο Πορθητής υποσχόταν πως δεν θα πείραζε απολύτως κανέναν! Αλλά αν έμεναν, με το που θα έμπαινε στην Πόλη, θα την κατέστρεφε, θα έσφαζε όλους τους άντρες και θα πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα τα γυναικόπαιδα!!!
   Ο Κωνσταντίνος, ήταν έτοιμος από καιρό, από αιώνες, από χιλιετίες! Ορμηνεμένος από το Λεωνίδα, ατσαλωμένος από το χρέος, από την μεγάλη κληρονομιά του Ελληνισμού, που με τα ΟΧΙ μεγάλωσε και με τα ΟΧΙ σκάλισε και σκαλίζει ως τώρα, ως την Κύπρο, ανεξίτηλα τις γρανιτένιες πλάκες της Ιστορίας.
   Γύρισε ο Αυτοκράτορας το βλέμμα του ένα γύρω στο θρόνο του. Και είδε να τον βαστά από η μια ο Μέγας και ’γιος Κωνσταντίνος και από την άλλη η Αγία Ελένη, η Ελληνίδα, πρώτη Χριστιανή Βασίλισσα, από το Δρέπανο της Βιθυνίας μας, που βρήκε και ύψωσε τον ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!
   Κεραυνός χτύπησε τον απεσταλμένο του Μωάμεθ, σαν αντίκρισε την αποφασιστικότητα και την παλικαριά, στη ματιά του βασιλέα μας που με τη φωνή ολάκερης της Ρωμιοσύνης έδινε την ιστορική απάντησή του, μνημείο ανδρείας & τιμής αιώνιο:
   "Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών"!!!
   Σφίχτηκε η ψυχή του απεσταλμένου των Τούρκων. Τέτοιοι λαοί σκέφτηκε, τέτοιοι άντρες, είναι στ΄ αλήθεια ανίκητοι! Ακόμα κι αν ηττηθούν, αυτοί είναι τελικά οι μεγάλοι νικητές της Ιστορίας!...
1453 μ.Χ. 24 Μαΐου.Ξεκινά μεγάλη λιτανεία με την Εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, που ξαφνικά καταμεσής των δεήσεων πέφτει κάτω η Εικόνα και δεν σηκώνεται, όσο κι αν πασχίζουν Ιερείς και λαϊκοί, με τις χοντρέ στάλες ίδρωτα αγωνίας στα μέτωπα.! Είναι βαριά η Εικόνα, βαριά…εκείνη που μέχρι πριν την μετέφεραν με άνεση. Με χίλιες προσπάθειες και προσευχές, η Εικόνα σηκώθηκε στο τέλος, όπως θα σηκωνόταν κι ο λαός μας, με μύριους κόπους μετά τόσα χρόνια μαύρης σκλαβιάς…
1453 μ.Χ. 26 Μαΐου.Απελπισμένος στέκεται ο Μωάμεθ απέναντι. Είχε κάνει τα πάντα! Τα αδύνατα, έκανε δυνατά! Για πρώτη φορά στα χίλια και πλέον χρόνια της Ιστορίας της Πόλης, έσφιξε με τέτοια μαστοριά το λουρί γύρω από την άπαρτη Χριστιανική Πολιτεία. Είχε ξεριζώσει κάθε τι γύρω, είχε ζώσει στεριά και θάλασσα, είχε φτιάξει τα καλύτερα και μεγαλύτερα κανόνια που είδε ο κόσμος, είχε κάνει ως και τη στεριά θάλασσα και πέρασε τα πολεμικά του! Αμέτρητες επιθέσεις! Αμέτρητοι νεκροί! ’παρτη ήταν η Πόλη. Αυτά πάνω κάτω του έλεγαν και οι στρατηγοί του και κυρίως ο Χαλήλ που ήταν …δικός μας… Να λύσει την πολιορκία, γιατί στο τέλος θα έχανε όλο το στρατό, όλη τη δύναμή του…
   Έτοιμος ήταν και εκείνος να το αποφασίσει. Μάταια ήταν όλα. Τρία χρόνια μιας τεράστιας, μελετημένης προετοιμασίας, πενήντα ημέρες σκληρής πολιορκίας και ο Κωνσταντίνος του μηνούσε λέει, πως δεν παρέδιδε την Πόλη και πως ήταν έτοιμος να πεθάνει εκείνος και όλοι οι Ρωμιοί ανά πάσα στιγμή! Τα μάτια των πρεσβευτών του, του είπαν όμως κι άλλα. Πως είναι αλύγιστοι οι Έλληνες. Μέσα στα τείχη στεκόταν ακόμα και αδιάφορα και περιφρονητικά στη θέα της τουρκικής πρεσβείας. Και εκείνος, ο Κωνσταντίνος και όλοι γύρω του, απολύτως άκαμπτοι… Δεν θα έπεφτε η Πόλη, λοιπόν…
   Σκοτείνιασε το πρόσωπό του από τη στεναχώρια. Και χωρίς να το θέλει, συλλογίστηκε τη μάνα του, τη Μάρω, τη χριστιανή Πριγκίπισσα της Σερβίας, που του έλεγε για το Χριστό κρυφά και για τη μεγάλη Πόλη Του, που τη φύλαγε η ίδια η Παναγιά και γι΄ αυτό ήταν άπαρτη… Τίναξε αμέσως το κεφάλι του, οργισμένος. Μα πάλι ήρθε η σκέψη. Η μορφή ενός εικονίσματος ερχόταν από τα παιδικά του χρόνια και έπιασε τον εαυτό του να γεμίζει σέβας… Ό,τι και να έκανε λοιπόν ήταν μάταιο! Θα την έλυνε την πολιορκία! Το πήρε απόφαση! Όσο η …, φοβήθηκε να προφέρει το όνομά της, φυλούσε την Πόλη, ήταν αδύνατο να την πάρει άνθρωπος…
   Ξαφνικά, μια δυνατή φωνή διέκοψε τις αποφάσεις του! Ήταν ένας από τους Στρατηγούς του, που τον καλούσε να βγει από τη πολυτελή σκηνή του.
   "Πολυχρονεμένε μου Σουλτάνε, φώναξε λαχανιασμένος, κοίτα τον κουμπέ της Μεγάλης Εκκλησιάς των Ρωμιών! Κοίτα! "!
   Εκείνος είχε κιόλας βγει και στύλωνε τα μάτια του στον τρούλο της Αγια- Σοφιάς κι ύστερα κράτησε την ανάσα του για ώρα. Ολόκληρος ο τεράστιος τρούλος, το θαύμα εκείνο της τεχνικής, έκαιγε από αόρατη φωτιά, φλογιζόταν σαν σε καμίνι και η λάμψη του τύφλωνε! Έπειτα, έπειτα το φως ανέβηκε στα ουράνια και ο κουμπές αχνόσβησε σαν το σίδερο που βγαίνει από τη πυροστιά…
   "Είδες αφέντη, έκανε με φανερό καμάρι ο Τούρκος. Ο Θεός τους, εγκαταλείπει τους Ρωμιούς"!!!
   "Καλέστε το Πολεμικό μου Συμβούλιο, πρόσταξε όλο χαρά, ανάμικτη με δέος ο Πορθητής. Η πολιορκία θα συνεχιστεί! Η Πόλη θα πέσει! Να ετοιμαστεί Γενική Επίθεση από όλο το ασκέρι"…
1453μ.Χ. 28 Μαΐου, Δευτέρα.Μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, στεριώνοντας την απόφαση θανάτου μέσα τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα.. Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας…
   Ύστερα, για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες, για πρώτη φορά μετά από την ασέβεια της 12ης Δεκεμβρίου, με το παπικό συλλείτουργο, πήγαν να Λειτουργήσουν στην Αγιά Σοφιά, που έμενε αλειτούργητη από τότε… Ορθόδοξη, γνήσια, ευπρόσδεκτη και πραγματική θα ήταν η Λειτουργία αυτή τη φορά,. Την τελευταία φορά… Μια Λειτουργία Συγνώμης και Εξιλέωσης, μια Λειτουργία Ειρήνης με το Θεό της απέραντης Υπομονής και Αγαθότητος… Με Εκείνον που θυσιάστηκε ο ίδιος, που οδηγήθηκε ως πρόβατο στη σφαγή, όπως θα οδηγούνταν σε λίγο, Θεέ μου, ο λαός της Βασιλεύουσας και όλη η Ορθόδοξη Ρωμιοσύνη… Για να έρθει πάλι κάποτε η ολόλαμπρη, γλυκιά και βεβαία Ανάσταση…
   "Σώσον Κύριε τον λαόν σου…" έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων
   Δάκρυσε ο λαός, γονάτισαν όλοι, προσευχήθηκαν οι Ιερείς, έλαμψαν τα καντήλια μπροστά στις χρυσοντυμένες άγιες εικόνες, άστραψε το άγιο Δισκοπότηρο, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό όλων, η Πόλη όλη έκλαιγε, η Πόλη όλη ήταν στο Γολγοθά, ένοιωθε τη θυσία του Χριστού, πλημμύρισε τις καρδιές η αγάπη για τον Πλάστη, έπεσε στις ψυχές κάθε εμπόδιο, έλιωσε κάθε απιστία, κάηκε από τον ποταμό των καυτών δακρύων κάθε ασέβεια!
   "Συγχώρεσέ με Κύριε", ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Κωνσταντίνος ΙΑ'…"Συγχώρεσέ με …και δώσε μου ανδρείο τέλος"…
   Δύο σταγόνες κύλησαν στο μάγουλό του καθώς έκλεινε μέσα του τον ίδιο τον Βασιλέα των βασιλέων… Και από πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, ένα αμέτρητο πλήθος, με άπειρη συγκίνηση και περισσή ευλάβεια, Μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων, λαμβάνοντας αληθώς Σώμα και αληθώς Αίμα του εσφαγμένου Αρνίου, του Σωτήρα Χριστού. Στην τελευταία Μεταλαβιά…Στο ύστατο "Μετά Φόβου"… Τη νύχτα της 28ης Μαΐου, στην Αγία του Θεού Σοφία… Καθώς έξω, πέρα, στο τουρκικό στρατόπεδο, γινόταν οι τελευταίες προετοιμασίες για την τελική επίθεση, ο τελευταίος φανατισμός για ελεύθερη λεηλασία της σπουδαιότερης, λαμπρότερης και ανίκητης πόλης του κόσμου. Της Πρωτεύουσας του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης!
1453μ.Χ. 29 Μαΐου, Τρίτη.Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι άπιστοι ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε.
   Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι τρομεροί γενίτσαροι, τα καημένα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία απάνθρωπα οι Τούρκοι… Οι γενίτσαροι παρακολουθούσαν ποιος Τούρκος στρατιώτης θα πισωγυρίσει και ορμούσαν και τον έσφαζαν μπροστά στους άλλους, ώστε περισσότερο φόβο να έχουν οι Τούρκοι πίσω, παρά εμπρός!…
   Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη πρωτοστράτoρα και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών… Δεν παλεύανε οι Έλληνες με στρατό, αλλά με θηρία φανατισμένα. Και η αντιστοιχία ήταν 1 δικός μας με 35 Τούρκους και Γενίτσαρους! Και βαστούσαμε 58 ημέρες τώρα, θαύμα στ΄ αλήθεια, θαύμα!
   Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει την πρώτη επίθεση με επιτυχία! Μα ήδη ξεκινούσε δεύτερο κύμα με αλαλαγμούς φοβερούς και σκληράδα θανάτου! Μα ενίσχυση μεγάλη για τους υπερασπιστές σε αυτές τις στιγμές ήταν οι δυναμικοί και φιλικοί ήχοι από τις καμπάνες των Εκκλησιών μας, που δεν έπαυαν να ηχούν και να ενισχύουν τους υπερασπιστές, τους γίγαντες αυτούς που κανείς δεν έχει τιμήσει ίσα με σήμερα όπως τους πρέπει! Ένα μνημείο (=μνήμη) δεν έχει στηθεί για τη θυσία τους!..
   Πλατάγισαν στο αμυδρό φως οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα και τους πύργους της Αυτοκρατορίας! Είχαμε πάρει πάλι τη νίκη!
   Αλλά ήταν ασταμάτητοι οι εχθροί. Και ρίχνονταν τρίτη φορά τώρα με την κύρια δύναμή τους στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου!
   Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων. Δεν σταμάτησαν τούτη τη φορά. Σύννεφο σκέπασε με τις σαγίτες τα κάστρα, για να μη ξεμυτίσει κεφάλι ρωμέικο, ώστε να στηρίξουν οι άπιστοι σκάλες στα τειχιά και να φτάσουν απάνω. Και τόσο ούρλιαζαν και φώναζαν το όνομα του Αντιχρίστου Αλλάχ και του προφήτη του θηρίου, του Μωάμεθ, που είχαν ξεκουφάνει τελείως τους υπερασπιστές, οι οποίοι είχαν όμως βάλσαμο στην καρδιά τους το γλυκύ όνομα του Χριστού.
   Με τόση ορμή ανέβαινε τούτη το επίλεκτο κύμα που έσπαζαν οι σκάλες από τη μανία τους! Με ορμή άφταστη αμύνονταν όμως και οι πολιορκημένοι! Κι όλοι, γυναίκες, παιδιά, βοηθούσαν με κάθε τρόπο να χρησιμεύουν στους στρατιώτες των επάλξεων!
   "Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν", φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς μας και είδαν όλοι ότι ξεψύχησε η δύναμη και η φωνή των Αγαρηνών και γέμισε δύναμη η ψυχή τους. Μα δεν πρόλαβαν να χαρούν πολύ.
   "Τον Ιουστινιάνη! Χτυπήσαν τον Ιουστινιάνη" φώναξε κάποιος καθώς ο αρχηγός της άμυνας, ο μόνος ξένος που φιλοτιμήθηκε να έρθει να βοηθήσει την Πόλη των Χριστιανών, διπλωνόταν στα δύο, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να μη φωνάξει από τον πόνο, να σταθεί όσο μπορούσε, αλλά δεν μπορούσε!
   "Βασιλέα, γρήγορα το κλειδί της πόρτας" ψιθύρισε στον Κωνσταντίνο που έτρεξε σιμά του. "Πεθαίνω"
   "Όχι, τώρα γενναίε Ιουστινιάνη. Σε παρακαλώ, μείνε εδώ, αν φύγεις"
   "Πεθαίνω"
   Λιγοψύχησαν οι δικοί του, οι ηρωικοί πολεμιστές του Ιουστινιάνη, βλέποντας τον αρχηγό τους βαριά λαβωμένο και πήγαν να τον ακολουθήσουν…
   Αυτό ήταν. Χαλάρωσε η άμυνα, στην οποία κάθε πέτρα, κάθε κεραμίδι βυζαντινό, κάθε στρατιώτης, έπαιζε σημαντικότατο ρόλο! Και Θεέ μου! Θεέ μου! Από μια πόρτα, από την Κερκόπορτα είχαν μπει λίγοι Τούρκοι και σήκωσαν μία και μοναδική σημαία απάνω στα τειχιά μας!
   Ουρλιαχτά ακούστηκαν, ενός πανικού, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε, αν έμενε στη θέση του ο Ιουστινιάνη, αν δε λαβωνόταν, αν, αν…
   Με τη δύναμη όλων των γενεών των Ελλήνων ρίχτηκε στη μάχη τώρα ο ίδιος ο τελευταίος βασιλέας μας. Σήκωνε το σπαθί του και όταν το κατέβαζε απλώνονταν σωρός οι Τούρκοι, που βλέποντας πως κάτι συνέβαινε ξανατρέξαν με καινούργια ορμή στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί που πολεμούσε σαν το λιοντάρι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος! Στο πιο αδύναμο μέρος της άμυνας!
   Ο πανικός απλωνόταν, οι στρατιώτες του Ιουστινιάνη έφευγαν αν και απολύτως ζωτικοί για την άμυνα! "Οι Τούρκοι, οι Τούρκοι" ακούγονταν ακόμα πιο πολλές φωνές πανικού, βλέποντας το λυσσασμένο κύμα των Γενιτσάρων να σπάει τις αφύλακτες πια θέσεις των ανδρών του Ιουστινιάνι και να περικυκλώνει τον Αυτοκράτορα, που πολεμούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, με όλη την πνοή της ανδρείας του!
   "Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω"!
   Δάκρυα σπαραγμού βγήκαν από τα σωθικά του σαν άκουσε εκείνο το "εάλω"… Η Πόλη του, ό,τι αγάπησε, αυτό για το οποίο τόσο πάλεψε και ξαγρύπνησε, αυτή για την οποία διέπραξε τη μεγάλη ασέβεια, η Πόλη του Θεέ μου "εάλω"!
   Γύρισε κατάκοπος το κεφάλι του ο Κωνσταντίνος… Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες!
   "Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;" φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε ένα Γενίτσαρο που ούρλιαξε από το πόνο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των σκυλιών! Αστραπή πέρασε από το νου του το αίτημα που είχε ζητήσει από το Χριστό, το βράδυ όταν Μεταλάμβανε και γύρεψε συγχώρηση.
   Και σαν απάντηση ήρθε τότε ένα δυνατό χτύπημα που του έκοψε την ανάσα! Ένας Γενίτσαρος τον είχε λαβώσει πισώπλατα! "Εάλω η Πόλιςςςς" ακούστηκε μακάβρια η σπαραχτική φωνή. Και όπλισε με τέτοια δύναμη τον βασιλέα, που γύρισε τραυματισμένος και με μια σπαθιά πήρε το κεφάλι του άτιμου που τον χτύπησε!
   Καινούριο κύμα Τούρκων χίμηξε από τα χαλάσματα μέσα! Όσοι είχαν απομείνει πάλευαν τώρα 1 με 20!
   Μακάρι να μπορούσε εκεί να είναι όλη η Ελλάδα, όλες οι γενιές, να δουν τι θα πει πατρίδα, να δουν τι θα πει Πίστη, να δουν τι θα πει ΕΛΛΗΝΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ!!! Μακάρι να ήταν εκεί όλα τα Έθνη, για να ξέρουν, για να τρέμουν από δέος, για να βουρκώνουν τα μάτια τους όταν θα λένε Ελλάδα και Ρωμιοσύνη, όταν θα μιλούν για Κωνσταντινούπολη και για Ιστορία της Ανθρωπότητος! Μακάρι να ήταν εκεί όλοι οι Δάσκαλοι, όλοι οι Εκπαιδευτικοί της Ελλάδας και του Κόσμου, για να διδάσκουν στα παιδιά της γης, τον τιτάνιο αγώνα που έδωσε μόνος του ο Ελληνισμός, αιώνες, για να κρατήσει τον Ισλαμισμό και τον Τουρκισμό έξω από την Ευρώπη, μακριά από τη Δύση, για να μπορούν εκείνοι, να είναι σήμερα εφευρέτες και καλλιτέχνες και χορευτές και διανοούμενοι και εύποροι και έμποροι και αφέντες.
   Πάλι σήκωσε το σπαθί ο Κωνσταντίνος! Πάλι πολεμούσε για την Πίστη, όπως είχε πει στον τελευταίο λόγο του και για την Πατρίδα! Ζωτικές αξίες που θα επαναλάμβανε 400 χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Γιατί αυτό και το ίδιο είναι τούτο το Γένος στους αιώνες! Μακριά από το Χριστό χάνεται και κοντά Του ξαναγεννιέται!
   Γέμισε ο τόπος τούρκικα σαρίκια! Ένα δόρυ σφενδονίστηκε καταπάνω του και τον ήβρε τον ΗΡΩΑ στο στήθος! Χαλάρωσε η λαβή του! Λύγισαν τα γόνατα! Τα μάτια του έγιναν βαριά! Οι φωνές έπαψαν να ακούγονται! Τα ουρλιαχτά πια δεν τον άγγιζαν! Ο Αετός φτερούγιζε για τα ουράνια! Να βάλει μετάνοια πια μπροστά στον ολόλαμπρο θρόνο του Υψίστου Βασιλέως, να σμίξει με τους παλιούς ήρωες, που τον περίμεναν δακρυσμένοι στα ουράνια, κάτω από το Θρόνο του Κυρίου της Ζωής και της Ανάστασης! Είχαν προλάβει με απανωτές τους Πρεσβείες, με μπροστάρισα την ίδια τη Βασίλισσα των Αγγέλων και είχαν αποσπάσει τη μεγάλη και βεβαία υπόσχεσή Του:
"Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σας θα 'ναι"!!!
Αιωνία η μνήμη, αιωνία η μνήμη, αιωνία αυτών η μνήμη


Όταν ο Κ. Καραμανλής, την δεκαετία του 70, μιλούσε για την «Αριστερά της Αριστεράς» το Κ.Κ. Ε ήταν μια δογματικά αντιευρωπαϊκή μεν αλλά σοβαρή Αριστερή δύναμη το δε Κ.Κ. Εσωτερικού ήταν τοποθετημένο νηφάλια υπέρ της Ευρώπης. Ποία ήταν λοιπόν η «Αριστερά της Αριστεράς» για την οποία μιλούσε ο Κ.Κ. και σε ποιο πολιτικό χώρο τοποθετούσε η ίδια τον εαυτό της τότε; Ασφαλώς πρόκειται για το κόμμα που ο πρόεδρος και ιδρυτής του στη διάρκεια της δικτατορίας: «…θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο…» (Λ. Κύρκος 2006). Πρόκειται για το κόμμα που, ότι και αν ισχυρίζεται εκ των υστέρων, πολέμησε λυσσαλέα για να μην ενταχθεί η χώρα στην Ε.Ο.Κ. (Ε.Ο.Κ. και Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο),

για το κόμμα που αποκήρυσσε τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες ως «λακέδες του Ιμπεριαλισμού», για το κόμμα που έκανε ιδεολογία το «δεν πληρώνω» (Μελίνα για Ε.Ρ.Τ.), για το κόμμα που φούσκωσε με αέρα τα μυαλά του κόσμου.

Η ζημιά που έκανε, πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση, ήταν ανυπολόγιστη. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με τη ζημιά που έκανε ως κυβέρνηση τη δεκαετία του 80. Αρκεί να αναφερθεί ότι το Δημόσιο χρέος από 26,7% το 1981 εκτοξεύθηκε στο 61,6% του Α.Ε.Π. το 1988 (EuropeanCommission 2013). Έτσι φτάσαμε στην κατάσταση που περιέγραφε ο Α. Λάζαρης στο υπόμνημά του προς τον Α. Παπανδρέου της 10/06/88:«…μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση» (Α. Λάζαρης 1988).
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: σε ποιο πολιτικό χώρο βρισκόταν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τη δεκαετία του 70; Έχει καμία σχέση αυτός ο πολιτικός χώρος με τη τοποθέτησή του μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80; Και ενώ αρχικά είχε τοποθετηθεί «Αριστερά της Αριστεράς» (δευτερεύουσα σημασία έχουν τα ψυχολογικά ή ιδεοληπτικά κίνητρα) ήταν σαφές από την αρχή ότι πολιτικός χώρος για να κινηθεί μεταξύ της «Δεξιάς» (Ν.Δ.) και της Ε.Κ.-Ν.Δ. (Σοσιαλδημοκρατικής συμπαράταξης) δεν υπήρχε.
Επειδή το έργο επαναλαμβάνεται, ως φάρσα με οδυνηρές για μια ακόμα φορά συνέπειες, με την νέα «Αριστερά της Αριστεράς» να μετεξελίσσεται ραγδαία σε αστικό (σοσιαλδημοκρατικό;;;) κόμμα το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: υπάρχει κενός πολιτικός χώρος μεταξύ της Δημοκρατικής Δεξιάς «Ν.Δ.» και του κόμματος που ήδη εξελίχθηκε στο νέο ΠΑ.ΣΟ.Κ. του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.;
Κατά την άποψή μου τέτοιος χώρος δεν υφίσταται. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες που κάνουν τα υπολείμματα του παλαιού ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την ανασύσταση της «Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης» είναι μάταιες. Η ραγδαία μετακίνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με καθοδηγητή τον αντιγραφέα του Α.Π. Αλέξη Τσίπρα έχει εξαφανίσει τον πολιτικό χώρο του «αυτόνομου κέντρου». Τόσο η πολιτική της Ν.Δ. μετά τη μεταπολίτευση, η οποία σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες θα την είχε τοποθετήσει στο στρατόπεδο της Σοσιαλδημοκρατίας, όσο και η προσγείωση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στη σκληρή πραγματικότητα και τον ρεαλισμό έχουν εξαφανίσει τον ενδιάμεσο χώρο. Με ιδεολογικούς όρους λοιπόν δεν υπάρχει πεδίο για να «αναστηλωθεί» το «κίνημα». Τώρα αν ορισμένοι ελπίζουν ότι η μεγάλη ζημιά που προκάλεσε στην οικονομία και στην κοινωνία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα επιφέρουν την καταστροφή του αφήνοντας τους το πεδίο ελεύθερο μάλλον θα διαψευσθούν. Γιατί όσο κοντή μνήμη και να έχουμε, όσο και να έχουμε μειωμένη κριτική ικανότητα, ήταν τόσο τεράστια τα προβλήματα που προκάλεσε το «πρώτο ΠΑ.ΣΟ.Κ.», ακόμα και δίχως τη χαριστική βολή που έδωσε στην χώρα ο Γ.Α. Παπανδρέου, που δεν συγκρίνονται με δεινά που επέσυρε το δημιουργημένο από την οργή «δεύτερο ΠΑ.ΣΟ.Κ.». Ο «μαγικός αυλός» του λαϊκισμού, του «τρίτου δρόμου για το σοσιαλισμό», του αμοραλισμού και της ανευθυνότητας, που χάιδεψε τα αυτιά και τροφοδότησε βουλιμικά ένστικτα οδήγησε εντέλει την κοινωνία όχι στον υπεσχημένο «σοσιαλιστικό παράδεισο» αλλά στο «λάκκο με τα φίδια». Και αυτό δεν γίνεται να ξεπεραστεί όσες φιλότιμες προσπάθειες και αν κάνουν κάποια από τα «νέα (αμαρτωλά και διαπλεκόμενα) τζάκια».
Ένας δρόμος λοιπόν απομένει. Αυτοί που κατάλαβαν, έστω και καθυστερημένα, ότι «ποτέ δεν ήταν ΠΑ.ΣΟ.Κ.» να πάρουν το δρόμο της ένταξης προς την μόνη πραγματικά και υπεύθυνα, με όλα τα λάθη της, συνεπή Δημοκρατική Φιλοευρωπαϊκή παράταξη τη Νέα Δημοκρατία. Όσοι εξακολουθούν να είναι «ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ξερό ψωμί» να πάρουν το δρόμο προς τη νέα «Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη», το ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Πολιτικό κενό για ασκήσεις φιλοδοξιών και νέου λαϊκισμού με την ανασύσταση του παλιού ΠΑ.ΣΟ.Κ., με όποια ταμπέλα και με όποιον ηγέτη, δεν υπάρχει. Ο κάθε ένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Χώρος για νέες ψευδαισθήσεις δεν υπάρχει. Ο άμμος στην κλεψύδρα της χώρας εξαντλείται.
10-04-2017
Αντώνης Αντωνάκος

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.">antonakosantonis@gmail.com          http://www.antonakos.edu.gr

 
imageΗ γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941 και παρά την ισχυρή και εντυπωσιακή αντίσταση των Ελλήνων και των στρατευμάτων τους, η υποχώρηση ήρθε 4 μέρες αργότερα . Η παράδοση έγινε στις 9 Απριλίου.
Πολλά είναι τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν για την ηρωϊκή αντίσταση των Ελλήνων. Ένας λοχίας όμως παίρνει τον πρώτο ρόλο.
Ομολογουμένως, το πρόσωπο που ξεχώρισε μέσα απο το γεγονός αυτό είναι ο λοχίας Δημήτρης Ίτσιος, ο οποίος μόνος του με ακόμα πέντε άντρες απέκρουσε την εισβολή των Γερμανών και εξολόθρευσε με το πολυβόλο πάνω απο 250 στρατιώτες της Βερμαχτ.

Ο Δημήτρης Ίτσιος ήταν, έφεδρος υπαξιωματικός του Ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Επικεφαλής ολιγάριθμων ανδρών αντιστάθηκε μέχρις εσχάτων στην επίθεση που δέχθηκε και από το πολυβολείο του προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Παραδόθηκε μαζί με τους άνδρες του όταν τα πυρομαχικά τους εξαντλήθηκαν, αλλά δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τον επικεφαλής γερμανό σωματάρχη, στρατηγό Σόρνερ.Ο Ίτσιος είχε ρίξει 38.000 σφαίρες εναντίον των Γερμανών!
Οι Γερμανοί λοιπόν, εισέβαλαν την 6η Απριλίου του 1941 προσπαθώντας να διασπάσουν τη γραμμή Μεταξά, από τα σύνορα της Ελλάδας με την Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Όλοι οι Έλληνες στρατιώτες έδωσαν μια ηρωική μάχη και αντιστάθηκαν δυναμικά στους Γερμανούς.
Ο Δημήτρης Ίτσιος όμως, έφεδρος λοχίας και επικεφαλής της αντίστασης στο πολυβολείο, Π8 στην ομορφοπλαγιά του Μπέλες πάνω από τα Άνω Πορόια Σερρών, αν και μόνος του με πέντε μόνο στρατιώτες , δεν παραδόθηκε .
Ο λοχίας Ίτσιος αποδείχτηκε πολύ πιο δυναμικός απο ότι υπολόγιζαν. Η αντίστασή του κράτησε όσο περισσότερο μπορούσε και πιο συγκεκριμένα μέχρι να του τελειώσουν τα πυρομαχικά.
Με πάνω απο 38 χιλιάδες σφαίρες σκότωσε πάνω απο 250 Γερμανούς στρατιώτες και τον σημαντικό για τους αντιπάλους, αντισυνταγματάρχη, Έμπελινγκ. Ο Ίτσιος είχε ως εντολή να σταματήσει τους Γερμανούς ώστε οι ελληνικές δυνάμεις να καταφέρουν να κερδίσουν τ χρόνο. Ωστόσο, τη στιγμή που οι Γερμανοί τον εγκλωβίζουν ο Έλληνας λοχίας δίνει διαταγή στους άλλους πέντε στρατιώτες να αποχωρήσουν ώστε να αντιμετωπίσει μόνος του τη νέα επίθεση.
Ωστόσο, δύο απο τους φαντάρους αρνήθηκαν πεισματικά να αφήσουν τον επικεφαλής, Ίτσιο και έτσι οι τρεις άντρες άρχισαν να αποκρούουν τις απανωτές γερμανικές επιθέσεις. Κατάφεραν να αποφύγουν όλες τις βολές των Στούκας καθώς και να αντιμετωπίσουν την επίθεση των χερσαίων δυνάμεων των Γερμανών.
Δυστύχως, η εξάντληση των πυρομαχικών τους τους ανάγκασε να παραδοθούν. Οι Γερμανοί πλησίασαν επιφυλακτικά τους άντρες και άρχισε ένας διάλογος μεταξύ του Έλληνα λοχία και Γερμανού επικεφαλής:
Στρατηγός Σόρνερ: Που είναι ο αξιωματικός σου;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής
Στρατηγός Σόρνερ: εσύ;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: ναι
Στρατηγός Σόρνερ: συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: έκανα το καθήκον μου
Στρατηγός Σόρνερ: και τώρα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.
Ο Γερμανός διοικητής διέταξε να τον σκοτώσουν. Όταν ο Ίτσιος ρώτησε γιατί, δεν έλαβε καμία απάντηση. Ο Σόρνερ έδωσε εντολή να τον τιμήσουν και στη συνεχεια τον εκτέλεσε ο ίδιος.
Τους δύο άλλους άντρες, που παρέμειναν στο πλευρό του Ίτσιου, τους άφησε ελεύθερους. Αυτοί άλλωστε ήταν που διηγήθηκαν τα γεγονότα και την αυτοθυσία του Ίτσιου, που έμεινε στην ιστορία.
Ο Ίτσιος παρασημοφορήθηκε και ένα στρατόπεδο πήρε το όνομα του. Στον Ίτσιο αποδόθηκε ο βαθμός του Επιλοχία καθώς και το Αργυρό Αριστείο Ανδρείας.
Αρκετό καιρό αργότερα, το 1946 η σύζυγος του Ίτσιου κατάφερε να ανασύρει τα οστά του άνδρα της και να τα μεταφέρει για ενταφιασμό στο χωριό τους, τα Άνω Πορρόια.
Ο λοχίας με τη στρατηγική και τον ηρωισμό του συνέβαλε σημαντικά στην αντίσταση της εισβολής των Γερμανών, κερδίζοντας χρόνο για τους συμπατριώτες του. Με τη θυσία του όμως, κέρδισε και τον Γερμανό στρατηγό, ο οποίος δεν κατάφερε να προσπεράσει τη ναζιστική χυδαιότητα.
Δευτέρα, 10 Απριλίου 2017 01:42

Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο)

Γράφτηκε από

 

 
Προειδοποίηση: είναι ΜΕΓΑΛΟ.
 
 
Η Πόλις εάλω!
 
 
Η δραματικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνισμού, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις τουρκικές ορδές, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, αποτελεί ταυτόχρονα ένα ορόσημο για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, αφού ουσιαστικά ολοκληρώνει με τον πιο τραγικό τρόπο την περίοδο που έμεινε γνωστή ως "Μεσαίωνας".
 
*Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
 
Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν "Βυζάντιο", ήταν στην πραγματικότητα η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο νόμιμος διάδοχος της Ρώμης, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη. Φυσικά, με δεδομένο ότι η πλειονότητα των κατοίκων της "ανατολικής" αυτοκρατορίας ήταν Ελληνες, εθνικά ή πολιτιστικά, στη Δύση η αυτοκρατορία ήταν γνωστή ήδη από τον 6ο αιώνα ως "η αυτοκρατορία των Ελλήνων" και ο
ηγέτης της ως "ο Ελληνας αυτοκράτορας".
Δεν έπαυε ωστόσο να είναι η διάδοχος της Ρώμης και ως τέτοια, η πρωτεύουσα της "Βυζαντινής" Αυτοκρατορίας, η "Νέα Ρώμη", η πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και για περισσότερα από 1.100 χρόνια ήταν γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσε την πλέον ένδοξη και ισχυρή πόλη της εποχής της, έναν πραγματικό φάρο πολιτισμού και γνώσης, σε μια εποχή που στη χριστιανική Δύση προσπαθούσε να αναδυθεί από τα σκοτάδια της βαρβαρότητας.
 
Τα τείχη της εύμορφης νύφης του Βοσπόρου έστεκαν περήφανα μνημεία του οράματος του "άπαρτου κάστρου" των αυτοκρατόρων που διέταξαν και επέβλεψαν την ανέγερσή τους. Οι κάτοικοι της πόλης, ένα αμάλγαμα φυλών και λαών στους οποίους κυρίαρχη θέση είχαν οι Ελληνες, ήταν περήφανοι για την "Πόλη" τους. Ακόμη και στον 15ο αιώνα, όταν η πάλαι ποτέ ισχυρότερη πόλη του Μεσαίωνα δεν ήταν πια παρά μία σκιά του παλιότερου ένδοξου εαυτού της, η περηφάνια αυτή αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο, όπου θεμελιωνόταν η προσωπικότητα του "Ρωμιού".
Παρόλα αυτά, στα χρόνια της ένδειας που διήγε το Βυζάντιο στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, πολύς λίγος χώρος υπήρχε για υπερηφάνεια. Μία νέα δύναμη είχε εμφανιστεί στην περιοχή της εγγύς Ανατολής, η οποία ουσιαστικά ήλθε να καλύψει το "κενό εξουσίας" που είχε αφήσει το Βυζάντιο, αφού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη όταν οι σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορική εξουσία το 1204. Η αυτοκρατορία μπορεί να αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά πλέον δεν ήταν το πανίσχυρο Βυζάντιο που τρόμαζε τους εχθρούς και ενέπνεε σεβασμό στους φίλους με τη δύναμη, το μεγαλείο και την παράδοσή του.
 
Η δόξα που υπήρξε
 
Ηδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, η ένδοξη αυτοκρατορία του Βυζαντίου δεν υπήρχε πλέον. Ο τίτλος, φυσικά, υφίστατο και οι Ελληνες αυτοκράτορες φορούσαν ακόμη την πορφύρα. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πάντα η πρωτεύουσα του κράτους και ακόμη και τις τελευταίες ημέρες τους οι Βυζαντινοί φάνταζαν υποβλητικοί σε άλλους, νεότερους λαούς, που ακόμη πάσχιζαν ν’ αποκτήσουν το λούστρο του πολιτισμού. Έναν πολιτισμό που οι Βυζαντινοί, ως φυσικοί συνεχιστές της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, φορούσαν με την άνεση και τη σιγουριά εκείνου που κατέχει κάτι με το οποίο γεννήθηκε. Η εντύπωση που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Βυζαντίου στη Δύση, που αναδυόταν την εποχή αυτή από τη μεσαιωνική βαρβαρότητα και προσέγγιζε τη δική της αναγέννηση, ήταν χαρακτηριστική: ήταν υποβλητικές φιγούρες, που ενέπνεαν σεβασμό, ορισμένες φορές και δέος, ιδιαίτερα όταν ο βασιλεύς συνδιαλεγόταν με τους "σοφούς" της Ευρώπης σαν να ήταν ένας από εκείνους, σε αντιδιαστολή με τους δυτικούς ηγέτες που στην διακρίνονταν μάλλον για την παντελή έλλειψη μόρφωσης και παιδείας.
 
Αλλά ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη το Βυζάντιο είχε σβήσει. Αυτό που είχε απομείνει ήταν μια μικρή λωρίδα γης στην Ανατολική Θράκη, ο Μοριάς και η Πόλη. Η τελευταία, θλιβερό απομεινάρι της κοσμοκράτειρας που υπήρξε στο παρελθόν, είχε παρακμάσει σε απελπιστικό βαθμό. Ουδέποτε συνήλθε η Κωνσταντινούπολη από την καταστροφή που προκάλεσαν οι σταυροφόροι. Οι συνεχείς επισκέψεις του "Μαύρου Θανάτου", της πανούκλας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Τα τείχη της, τα οποία κάποτε προφύλασσαν ίσως και 1.000.000 ανθρώπους από τους εισβολείς που μάταια προσπαθούσαν να τα εκπορθήσουν, την εποχή του τέλους έδιναν καταφύγιο σε λιγότερες από 50.000 ψυχές. Τεράστιες εκτάσεις γης εντός των τειχών είχαν απογυμνωθεί και στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει εκτεταμένες καλλιέργειες, που ουσιαστικά έτρεφαν τον συρρικνωμένο πληθυσμό. Τα περισσότερα ένδοξα κτήρια που έχτισαν οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες και οι Έλληνες Βασιλείς, έστεκαν πλέον σαν απογυμνωμένα ερείπια, άδεια κελύφη που είχαν λεηλατηθεί από τους βαρβάρους της Δύσης, και τα υπέροχα έργα τέχνης που κάποτε τα κοσμούσαν, πλέον αποτελούσαν το καύχημα των πόλεων της Εσπερίας.
 
Ο κάποτε υπερήφανος και πανίσχυρος στρατός του Βυζαντίου, που αποτελούσε το φόβητρο ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου με τους επιβλητικούς κατάφρακτους, τους τρομερούς κλιβανάριους και τους πάνοπλους σκουτάτους, τις τελευταίες ημέρες ήταν πια μια μικρή δύναμη μέτρια εξοπλισμένων πολιτοφυλάκων, που συμπληρωνόταν με ξένους μισθοφόρους. Το βυζαντινό ναυτικό, που για 700 χρόνια κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, δεν ήταν παρά ένας μίζερος στολίσκος με δύο-τρία πλοιάρια και η αυτοκρατορία εκλιπαρούσε τους πανίσχυρους Γενοβέζους και Ενετούς θαλασσοκράτορες για βοήθεια όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη.
 
Τα αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια όμως, ενάμιση αιώνα πριν από το τέλος, ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις. Σε μία τέτοια περίσταση το Βυζάντιο σφράγισε τη μοίρα του. Με την πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας, μιας μισθοφορικής φατρίας που έλκυε την καταγωγή της από την ομώνυμη περιοχή της Ιβηρικής αλλά συμπεριλάμβανε τυχοδιώκτες και αποβράσματα από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, το Βυζάντιο μπήκε σε μια τρομερή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της κρατικής δομής και του κοινωνικού ιστού στα Βαλκάνια, την ερήμωση πολλών περιοχών και την εξάντληση και των τελευταίων αποθεμάτων χρυσού. Οι Καταλανοί, μετά τις αρχικές επιτυχίες τους ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, στράφηκαν ενάντια στους εργοδότες τους, ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Νότιο Ελλάδα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν την δική τους ηγεμονία στα ελληνικά εδάφη, πριν εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας. Η ιστορική ειρωνεία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια: οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποθρασύνονται και απογύμνωναν την αυτοκρατορία από τα τελευταία ερείσματά της στη Μ. Ασία.
 
Οι Βυζαντινοί διπλωμάτες, που κάποτε κρατούσαν τις τύχες ολόκληρου του κόσμου στα χέρια τους, που δημιουργούσαν και εξαφάνιζαν βασίλεια με τις μηχανορραφίες τους, που εξασφάλισαν την επιβίωση του Βυζαντίου με χρυσό και υποσχέσεις όταν άλλες, ισχυρότερες στρατιωτικά, ηγεμονίες υπέκυπταν στη βαρβαρική πλημμυρίδα, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθούν να περισώσουν την ύπαρξη του κράτους τους, παρακαλώντας τους Οθωμανούς σουλτάνους για έλεος και τους δυτικούς βασιλείς για βοήθεια.
Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα παρακμής, το σκοτάδι ανακουφιζόταν από ένα λαμπερό φάρο: το αιώνιο φως του ελληνικού πολιτισμού, που μεγαλουργούσε ξανά. Πράγματι, όπως παρατηρεί έμπλεος θαυμασμού ο μέγιστος Βρετανός ιστορικός του Μεσαίωνα, Στήβεν Ράνσιμαν, "από ένα καπρίτσιο της ιστορίας, αυτή η περίοδος της πολιτικής παρακμής, συνοδεύτηκε από μία πολιτιστική ζωή πιο αξιοζήλευτη και πιο παραγωγική απ’ ό,τι γνωρίσαμε σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας. Καλλιτεχνικά η εποχή των Παλαιολόγων ήταν εξαιρετική. Τα μωσαϊκά και οι νωπογραφίες του 14ου αιώνα στην Εκκλησία της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη δείχνουν μία ζωντάνια, μία φρεσκάδα και μία ομορφιά που κάνουν τα ιταλικά έργα της ίδιας περιόδου να δείχνουν πρωτόγονα και αδέξια. Εργα της αυτής ποιότητας παράγονταν και αλλού στην πρωτεύουσα καθώς και στη Θεσσαλονίκη".
 
Πέρα από τις εκπληκτικές προόδους στην τέχνη, που θα αποτελούσαν τον προπομπό της καλλιτεχνικής αναγέννησης που ακολούθησε στη Δύση μέσα στις επόμενες δεκαετίες, το Βυζάντιο σε αυτήν την ύστατη ώρα του ευτύχησε να διαθέτει και ένα πλήθος από εξέχοντες διανοητές, που προσέφεραν εξαιρετικό έργο. Στην τελευταία περίοδο της αυτοκρατορίας, μια σειρά από εμβληματικές φυσιογνωμίες φώτιζαν τον πνευματικό ορίζοντα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, προσφέροντας μια εξαιρετικού πλούτου παραγωγή ιδεών.
Κάτω από τη φωτισμένη καθοδήγηση μιας προσωπικότητας του μεγέθους του Θεόδωρου Μετοχίτη, πρωθυπουργού του Βυζαντίου στα τέλη του 14ου αιώνα, στο αναγεννημένο Πανεπιστήμιο της Πόλης μαθήτευσαν και δίδαξαν εξέχοντα πνεύματα, όπως οι Νικηφόρος Γρηγοράς, Γρηγόριος Παλαμάς, Νικόλας Καβάσιλας, Δημήτριος Κυδώνης και πολλοί άλλοι. Η επόμενη γενιά των λογίων του Βυζαντίου περιελάμβανε κι άλλες εξέχουσες προσωπικότητες, με κορυφαία μεταξύ τους το νεοπλατωνιστή Γεώργιο Πλήθωνα ή Γεμιστό, τον εκ του Μορέα λόγιο που προσπάθησε να βρει πρακτικές λύσεις στα προβλήματα του ελληνισμού της εποχής του, ευαγγελίστηκε μια επιστροφή στις σπαρτιατικές ρίζες και τελικώς κατέληξε να ιδρύσει μια σχολή στην οποία φοίτησαν όλοι οι γόνοι της φλωρεντινής αριστοκρατίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σχολή και η σκέψη του Πλήθωνα αποτέλεσαν το έναυσμα για να ξεκινήσει το πνευματικό και πολιτιστικό κίνημα που στη Δύση αποκλήθηκε "Αναγέννηση" και το οποίο άρχισε, ακριβώς, από τη Φλωρεντία με πρωτομάστορες μερικούς από τους μαθητές του Γεμιστού.
 
Η ανερχόμενη δύναμη
 
Αν το Βυζάντιο παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μιας παραπαίουσας αυτοκρατορίας που πλέον είχε δύναμη μόνο στους τίτλους και στα ονόματα, η νεόκοπη οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μία τουρκική φατρία που ανήκε στη φυλή των Ογούζων Τούρκων, άρχισε υπό την ηγεσία του Οσμάν να χτίζει μία ηγεμονία στις παρηκμασμένες δομές του σελτζουκικού σουλτανάτου. Η Μικρά Ασία είχε ήδη εκτουρκισθεί μερικώς από τους προκατόχους τους (Σελτζούκους), οπότε οι Οθωμανοί (όπως ονομάστηκαν, από το όνομα του πρώτου σημαντικού ηγέτη τους, Οσμάν ή Οττομάν) βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσουν μία δική τους ηγεμονία.
 
Μάλιστα, το κράτος του Οσμάν αρχικά ήταν ένα μπεηλίκι στο πλαίσιο του σελτζουκικού σουλτανάτου, το οποίο όμως την εποχή εκείνη (τέλη του 13ου αιώνα) ήταν ήδη μια σκιά του παλιού, πανίσχυρου εαυτού του, μετά από συντριπτικά πλήγματα καθ' όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από το Ιλχανάτο των Μογγόλων, του οποίου είχε καταστεί υποτελής. Ο Οσμάν, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, κήρυξε την ανεξαρτησία του μπεηλικιού του το 1299 και από εκεί και πέρα ξεκίνησε να χτίζει μία πραγματική αυτοκρατορία. Αυτό το αρχικά ταπεινό κρατίδιο στη δυτική Μ. Ασία, σύντομα θα εξελισσόταν στην ισχυρότερη μουσουλμανική αυτοκρατορία από την εποχή του Πρώτου Χαλιφάτου και σε μία από τις πλέον ισχυρές στην παγκόσμια ιστορία.
 
Ωστόσο, η άνοδος των Οθωμανών περνούσε μέσα από το Βυζάντιο. Οι Οθωμανοί ευτύχησαν να βρουν απέναντί τους ένα Βυζάντιο μικρό, αποδυναμωμένο, με μειωμένο πληθυσμό, αποδιοργανωμένο κοινωνικό ιστό και χωρίς πόρους. Η αυτοκρατορία αποξενωνόταν από τους υποτελείς πληθυσμούς της, οι οποίοι καθίσταντο έτσι εύκολη λεία για τους μουσουλμάνους επιδρομείς, και σε πολλές περιπτώσεις οι ντόπιες ελίτ δέχτηκαν με αγαλλίαση τους Οθωμανούς καθώς η φορολόγηση των τελευταίων ήταν πολύ λιγότερο επαχθής από αυτήν της αυτοκρατορίας.
Τις πρώτες δεκαετίες αυτής της επέκτασης, οι Οθωμανοί βασίζονταν στον δοκιμασμένο κι επιτυχημένο, από τους αιώνες εφαρμογής του στην αραβική επέκταση, θεσμό των "γαζήδων" (ghazi). Στη θεωρία πρόκειται για μαχητές της (ισλαμικής) πίστης, στην πράξη όμως επρόκειτο για μικροφεουδάρχες και επικεφαλής φατριών ή μικρών φυλών, οι οποίοι εγκαθίσταντο σε μία μεθοριακή περιοχή κάποιας μουσουλμανικής ηγεμονίας και με την υποστήριξη του επικυρίαρχού τους έκαναν επιδρομές στα χριστιανικά εδάφη, αρπάζοντας αιχμαλώτους και αγαθά. Αργότερα και καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα σε αυτά τα εδάφη μειωνόταν, συνέπεια κυρίως της δράσης τους, τόσο λόγω του εξανδραποδισμού των κατοίκων όσο και της τρομοκράτησης αυτών που έμεναν, οι οποίοι συχνά έφευγαν εσπευσμένα για πιο ασφαλείς περιοχές, οι γαζήδες άρπαζαν τα χριστιανικά εδάφη και εγκαθιστούσαν δικούς τους αποίκους, συνήθως εξισλαμίζοντας και όσους χριστιανούς είχαν απομείνει. Για την αντιμετώπιση των γαζήδων φρόντιζαν, με ιδιαίτερη επιτυχία, οι θρυλικοί Ακρίτες του Βυζαντίου, οι οποίοι όμως τον 15ο αιώνα ήταν άλλη μία ανάμνηση του ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος.
 
Με την πρακτική αυτή είχαν δημιουργήσει το μπεηλίκι του Οσμάν οι πρόγονοί του, συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Ερτουγρούλ, και με την ίδια τακτική το επέκτεινε και ο αυτός. Εδωσε στέγη σε όλους τους αραβογενείς και τουρκογενείς γαζήδες του Ισλάμ και τους ώθησε να ξεπεράσουν τα όριά τους, καταλαμβάνοντας σιγά, σιγά όλη τη Μικρά Ασία. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά το 1301 οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν σε μάχη εκ παρατάξεως από τους Οθωμανούς. Η κλήση της καταλανικής εταιρείας δύο χρόνια μετά, από τον Ανδρόνικο, το μόνο που έκανε ήταν να χειροτερεύσει τα πράγματα για το Βυζάντιο. Παρότι και οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, η στιβαρή ηγεσία των ηγετών και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη των νεόκοπων κατακτητών, επέτρεψε να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια. Ακόμη και τα πλέον σοβαρά, όπως η συντριπτική ήττα από τις ορδές του Ταμερλάνου, ο οποίος νίκησε αποφασιστικά το στρατό του Βαγιαζίτ το 1402 στη μάχη της Αγκυρας, δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του κράτους που δημιούργησε ο Οσμάν. Μάλιστα ο Βαγιαζίτ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη όταν οι ταταρικές ορδές του μισού Τούρκου  μισού Μογγόλου Τιμούρ Λενκ (που στη Δύση έγινε γνωστός ως Ταμερλάνος) εισήλθαν στην επικράτειά του, οπότε έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αναμετρηθεί μαζί του. Οι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί ψέγουν τις ηγεσίες των χριστιανικών κρατών που στην κρίσιμη αυτή ώρα, που η ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών υπέστη την πρώτη μεγάλη της ήττα και βρισκόταν κυριολεκτικά στα γόνατα και με τη δυναστεία του Οσμάν διαλυμένη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τερματίσουν την οθωμανική απειλή. Ηταν μία ιστορική ευκαιρία που χάθηκε, όπως τόσες άλλες.
 
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να παίξουν το μοναδικό χαρτί που είχαν αυτό της αποτελεσματικής διπλωματίας  πλέκοντας τις γνωστές βυζαντινές ίντριγκες στα παρασκήνια της διαμάχης των γιων του Βαγιαζίτ (ο οποίος συνελήφθη από τον Τιμούρ και πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε αιχμαλωσία) για τον οθωμανικό θρόνο. Η τύχη φάνηκε να χαμογελά στο Μανουήλ τον 2ο Παλαιολόγο, με την ανάρρηση στο θρόνο του φιλο-βυζαντινού Σουλεϊμάν, ωστόσο ο ίδιος ο στρατός του τον ανέτρεψε και έδωσε το θρόνο στον αδελφό του, Μούσα. Ο τελευταίος αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα άγριος πολέμαρχος, που προσπάθησε να τιμωρήσει τους χριστιανούς που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Μετά από εκτεταμένες σφαγές στη Μακεδονία και κυρίως στη Σερβία, όπου ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, ένας άλλος αδελφός του, ο Μωάμεθ Α', τον ανέτρεψε με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και μεγάλου μέρους του στρατού του που είχε αποκάμει με την υπέρμετρη σκληρότητα του νέου σουλτάνου. Η διακυβέρνηση του Μωάμεθ ήταν ένα διάλειμμα γαλήνης για τους χριστιανούς γείτονες των Οθωμανών, αλλά αυτό δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Το πνεύμα του Γαζή ήταν ακόμη ζωντανό στους διαδόχους του Οσμάν.
 
Η πορεία προς το τέλος
 
Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί έθεταν τη μία μετά την άλλη τις βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας υπό τον έλεγχό τους. Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης πολύ λίγο μπορούσαν να αντιδράσουν και όταν το έκαναν, συνήθως ηττώντο στο πεδίο της μάχης από τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο οθωμανικό στρατό.
Ελάχιστες απόπειρες ήταν σοβαρές και ακόμη λιγότερες επιτυχημένες. Ακόμη και όταν οι Οθωμανοί έχαναν τη μάχη, οι Βυζαντινοί έχαναν τον πόλεμο λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των σοβαρών προβλημάτων πειθαρχίας που ήταν πλέον ορατά και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή. Κάτι ανάλογο συνέβη όταν ο Ανδρόνικος ο 3ος προσπάθησε να άρει την πολιορκία της Νίκαιας το 1329: στο πεδίο της μάχης δεν ηττήθηκε από τον οθωμανικό στρατό, αλλά οι δικές του δυνάμεις σύντομα διαλύθηκαν εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και διχογνωμιών.
 
Η Νίκαια έπεσε στα χέρια των Οθωμανών όταν ηγέτης τους ήταν ο γιος του Οσμάν, Ορχάν. Την ίδια περίοδο χάθηκε και η Νικομήδεια. Και καθώς η αυτοκρατορία προσπαθούσε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, προέκυψε η έριδα του 1341 και ο συνακόλουθος εμφύλιος, που έφερε τους Οθωμανούς και επίσημα στην Ευρώπη για πρώτη φορά, αφού ο εκ των διεκδικητών του θρόνου, Ιωάννης Καντακουζηνός, συμμάχησε με τον Ορχάν, ο οποίος του έστειλε 6.000 στρατιώτες για να πολεμήσουν στο πλευρό του.
Ο Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο και εξακολούθησε τη συμμαχία του με τον Ορχάν, ενώ η εκθρόνισή του το 1355 έδωσε την αφορμή στον Οθωμανό πολέμαρχο να εισβάλει στα Βαλκάνια και να αρχίσει να παγιώνει την τουρκική κυριαρχία στη χερσόνησο.
 
Το τέλος της ηγεμονίας του Ορχάν βρήκε τους Οθωμανούς κυρίαρχους της Δ. Θράκης, του μεγαλύτερου μέρους της Μ. Ασίας, και με ανανεωμένη επιθετικότητα και πλείστους όσους γαζήδες να συρρέουν στις τάξεις τους για να καταλύσουν την κυριαρχία των απίστων και στην Ευρώπη!
Ο Ορχάν είχε προλάβει επίσης να αναδιοργανώσει την κρατική δομή του νεόκοπου κράτους και το στρατό, παραδίδοντας στο διάδοχό του, Μουράτ Α', μια αποτελεσματική κρατική μηχανή και έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό. Παρά τις προσπάθειες των Σέρβων, και λιγότερο των Βυζαντινών, για ανάσχεση της τουρκικής πλημμυρίδας στα Βαλκάνια, αργά αλλά σταθερά οι Τούρκοι επέκτειναν τα όρια του κράτους τους, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς και χάρη σε θεσμούς, όπως το devsirme (στρατολόγηση χριστιανών με τη βία για να πολεμήσουν στο στρατό του σουλτάνου, αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστό ως "παιδομάζωμα" και θα παρήγαγε τις εκλεκτές δυνάμεις των Γενίτσαρων), πλήθαιναν τις τάξεις των πολεμιστών του Μουράτ, που εμφανιζόταν ασταμάτητος. Με αυτούς τους πολεμιστές, ο στρατός του Μουράτ, που οδηγούσε ο γιος του, Βαγιαζήτ, αφού ο Μουράτ είχε μόλις δολοφονηθεί από έναν Σέρβο, συνέτριψε τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σλάβων των Βαλκανίων στην ιστορική μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389.
 
Ο πρώτος Τούρκος που πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη το 1402, ήταν ο ίδιος ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε προσπαθήσει και το 1396, αλλά τον σταμάτησαν τα νέα της σταυροφορίας του Ούγγρου βασιλιά, Σιγκισμούνδου. Ο Βαγιαζίτ διέλυσε το στρατό των σταυροφόρων στη Νικόπολη αλλά η ευκαιρία να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί. Ομως το 1402 ο Βαγιαζήτ ξεκίνησε εκ νέου την πολιορκία, την οποία όμως έλυσε εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Τιμούρ που ερχόταν επικεφαλής της ταταρικής ορδής προς την Αγκυρα.
Στα τελευταία χρόνια ύπαρξής της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή μάλλον τα θλιβερά υπολείμματά της, ήταν ουσιαστικά υποτελής του Σουλτάνου, όπως άλλωστε και όλες οι εναπομείνασες χριστιανικές ηγεμονίες των Βαλκανίων. Η ανέγερση του νέου κάστρου των Οθωμανών, του επονομαζόμενου Ρούμελη Χισάρ, στην ακτή του Βοσπόρου, ακριβώς δίπλα στην Κωνσταντινούπολη, εξυπηρετούσε τα σχέδια του νέου σουλτάνου και τον καθιστούσε κυρίαρχο και των στενών. Ομως ο Μωάμεθ δεν ήταν ικανοποιημένος με την επικυριαρχία στο Βυζάντιο, αφού ήθελε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο της αυτοκρατορίας του. Ηθελε το στέμμα του Καίσαρα των Ρωμαίων και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να το αποκτήσει.
 
Η θύελλα έρχεται
 
Ο Δούκας στο χρονικό του παραδίδει ένα περιστατικό που, ακόμη κι αν δεν είναι πραγματικό, δίνει τη διάσταση της φιλοδοξίας του μετέπειτα Πορθητή να γίνει δική του η Κωνσταντινούπολη: ο μέγας βεζίρης του Μωάμεθ, ο Τσανταρλί Χαλίλ, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον σουλτάνο και φοβόταν (δίκαια, όπως αποδείχτηκε μετά την άλωση της Πόλης) για τη ζωή του, κλήθηκε από τον Μωάμεθ τα μεσάνυχτα στα διαμερίσματά του. Πήγε τρέμοντας από το φόβο, κρατώντας, όπως ήταν το έθιμο, ένα πεσκέσι, ένα δώρο στον άρχοντά του, μια πιατέλα γεμάτη με χρυσά νομίσματα, μήπως και τον εξευμενίσει.
Οταν τον είδε ο Μωάμεθ, ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό και ο Χαλίλ, φοβισμένος, του είπε ότι του έφερε ένα δώρο, όπως ήταν το έθιμο. Ο σουλτάνος παραμέρισε το δίσκο και φώναξε στον έντρομο βεζίρη του: "Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω: δώσε μου την Κωνσταντινούπολη." Ο Χαλίλ, έντρομος από το ξέσπασμα του αφέντη του, τον άκουσε να του περιγράφει τα σχέδιά του: θα επιτίθεντο στην Πόλη το συντομότερο δυνατόν, μόλις ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες του. Ο Χαλίλ υποσχέθηκε αιώνια πίστη και αποχώρησε. Ο μέγας βεζίρης ήταν ο μοναδικός από τους ανώτερους αξιωματούχους του σουλτανάτου που διατράνωνε σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ακριβώς η αντίθεσή του ήταν η πρόφαση για την καρατόμησή του μετά την άλωση.
Ο Μωάμεθ, με τη χαρακτηριστική αποφασιστικότητά του, ξεκίνησε μία σειρά κεραυνοβόλων ενεργειών για την πραγμάτωση του σχεδίου του. Επίσης, πήρε τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου των υπουργών του, υποσχόμενος ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει δική τους η υπέρλαμπρη Πόλη. Ο Χαλίλ δεν τόλμησε να διαφωνήσει μπροστά στην ψυχρή αποφασιστικότητα του αφέντη του και στην ομοθυμία των Οθωμανών, που ονειρεύονταν πλούσιο πλιάτσικο και στιγμές πολεμικής δόξας.
 
Μετά από εντατικές προετοιμασίες και αφού φρόντισε να συγκεντρώσει το τρομερό στράτευμά του, ο Μωάμεθ έσπευσε προς το Βόσπορο, έτοιμος να ξεκινήσει την πολιορκία.
Ο Κωνσταντίνος είχε προσπαθήσει με διπλωματικές επαφές να εξασφαλίσει κάποιου είδους βοήθεια για τη δοκιμαζόμενη πόλη. Πρεσβείες στις μεγάλες ιταλικές δυνάμεις και στα χριστιανικά βασίλεια των Βαλκανίων και της Ρωσίας εκλιπάρησαν για βοήθεια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η πόλη θα έπρεπε να φροντίσει με τις ίδιες τις δυνάμεις της να αποφύγει το μοιραίο. Οι βενετικές και γενουάτικες παροικίες της πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Επτά βενετικά πλοία με 700 Ιταλούς δραπέτευσαν από την καταδικασμένη πόλη, αλλά οι υπόλοιποι έμειναν ως το τέλος. Σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Γενουάτης Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο, ο οποίος έφερε 700 αρματωμένους άνδρες από τη Γένοβα, τη Χίο και τη Ρόδο, ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη χριστιανική Δύση σε αυτή την ύστατη μάχη.
Το σκηνικό είχε στηθεί και αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μία από τις πλέον δραματικές πολιορκίες της ιστορίας.
 
Οι αντίπαλοι στρατοί
 
Οι Οθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη του μεσαιωνικού κόσμου και σίγουρα η στρατιωτική οργάνωσή τους ξεπερνούσε οτιδήποτε μπορούσε να αντιπαραθέσει οποιοσδήποτε χριστιανός ηγεμόνας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Το στράτευμα αποτελούνταν από δύο κατηγορίες: τους επίστρατους, που ήταν ο κύριος όγκος του στρατεύματος αλλά ήταν σχετικά μέτριας μαχητικής αξίας, και τον τακτικό στρατό, τους στρατιώτες του παλατιού (Καπικουλού), μεταξύ των οποίων ήταν και περίφημοι Γενίτσαροι (Yeni Ceri στα Τουρκικά).
Αν και τα πρώτα χρόνια της επέκτασής τους οι Οθωμανοί βασίζονταν, όπως όλοι οι Τουρκομάνοι, κυρίως σε δυνάμεις άτακτων ελαφρών ιππέων και ιπποτοξοτών, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ορχάν και καθώς οι Τούρκοι αφομοίωναν σταδιακά τα διδάγματα τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δυτικής Ευρώπης με την οποία έρχονταν σε επαφή, ο στρατός τους εκσυγχρονίστηκε αποφασιστικά.
 
Οι επιδράσεις των Βυζαντινών ήταν εμφανείς κυρίως στη δομή του στρατού. Μεταξύ των επίστρατων του Μωάμεθ, η κύρια μάζα του πεζικού ήταν οι Αζάποι, χαμηλής κοινωνικής τάξης (και χαμηλής μαχητικής αξίας) μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι εντάσσονταν υποχρεωτικά στο στρατό του σουλτάνου πριν από κάθε εκστρατεία και πολεμούσαν με τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους. Επρόκειτο για τουρκογενείς, Κούρδους, αραβογενείς και άλλους ανατολίτες, που ήταν συνήθως οπλισμένοι με τόξα και μεγάλα μαχαίρια και μάχονταν χωρίς συγκεκριμένη τακτική. Οι Οθωμανοί διοικητές χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να ανοίξουν το δρόμο στα πιο επίλεκτα τμήματα που θα ακολουθούσαν και είναι χαρακτηριστικό ότι Αζάποι, μαζί με τα κατεξοχήν σώματα των ατάκτων, ήταν εκείνοι που έκαναν τις περισσότερες εφόδους στα τείχη της Κωνσταντινούπολης πριν αυτά υποστούν σοβαρά ρήγματα.
Μέρος των επίστρατων ήταν και το ιππικό των Ακιντσί, κυρίως Τουρκομάνοι οι οποίοι πολεμούσαν με τις γνωστές τακτικές των ιπποτοξοτών της στέπας και λίγη αξία είχαν σε συντεταγμένη μάχη, πόσο μάλλον σε πολιορκία. Στους επίστρατους θα συντάσσαμε και τις δυνάμεις των χριστιανών Τιμαριούχων, που ήταν υποτελείς του σουλτάνου, οι Βοϊνιούκ όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Μεταξύ αυτών ήταν βαρύ και μέσο ιππικό, καθώς και μέσο ή βαρύ πεζικό. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι δυνάμεις των Οθωμανών Τιμαριούχων, που οργανώνονταν κυρίως στο ιππικό των Τοπρακλί Σουβαρισί και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης μαχητικής αξίας και πολυάριθμες, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο ισχυρότερο πόλο του οθωμανικού στρατού, μετά τα στρατεύματα του παλατιού.
 
Τα σώματα του "παλατιού", δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιελάμβανε τον καιρό του Μωάμεθ το επίλεκτο ιππικό Καπικουλού, καθώς και το εξίσου επίλεκτο πεζικό Καπικουλού. Βασικό συστατικό στοιχείο του τελευταίου ήταν οι Γενίτσαροι, που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως στρατολογημένοι με τη βία αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν’ αλλαξοπιστήσουν και είχαν εκπαιδευτεί ως υψηλής ποιότητας πεζικό παντός ρόλου. Τα χρόνια του Μωάμεθ είχαν αρχίσει να εισέρχονται οι πρώτοι Γενίτσαροι που προέρχονταν από το παιδομάζωμα και ως εκ τούτου ήταν ακόμη πιο φανατισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι. Φυσικά, στις Καπικουλού δυνάμεις εντάσσονταν και τα επικουρικά σώματα του παλατιού, όπως οι Μποσταντσί, οι Σεγκμέν και ο Ντογκαντσί, ενώ εδώ ανήκαν και οι πυροβολητές και οι υπηρέτες των πυροβόλων, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία και οι οποίοι ήταν γνωστοί με τους τίτλους Τοπτσού και Τοπ Αραμπατσί.
Υπήρχε και ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατάκτων (βαζιβουζούκων), που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάποια από τις παραπάνω τάξεις. Κατά πάσα πιθανότητα οι άτακτοι, που ακολουθούσαν τους οθωμανικούς στρατούς για το πλιάτσικο και ήταν ιδιαίτερα άγριοι στη μάχη, ξεπερνούσαν τους 20.000.
 
Μέσα στα επόμενα χρόνια μετά την κατάκτηση ο οθωμανικός στρατός, με τη γενίκευση του παιδομαζώματος και την οργάνωση σε νέα πρότυπα, θα γινόταν ένας πραγματικά πανίσχυρος οργανισμός, προφανώς ο καλύτερος στρατός της εποχής του, πριν αρχίσει να παρακμάζει δραματικά  μαζί με ολόκληρη την οθωμανική κοινωνία  στα μέσα του 17ου αιώνα. Το 1453 όμως ο Μωάμεθ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει ένα εξαιρετικό στράτευμα και μάλιστα πολυπληθές: μόνο για την άλωση της Πόλης, ο στρατός που είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες των τειχών ξεπερνούσε τους 100.000 μάχιμους, ενώ ακολουθούσαν πολλοί περισσότεροι υπηρέτες, εργάτες, τεχνίτες και το πλήθος που κατά κανόνα ακολουθεί τους μεγάλους στρατούς.
 
Τι είχε να αντιπαρατάξει ο Βυζαντινός ηγεμόνας σε αυτόν τον τεράστιο στρατό; Ο ίδιος ο Σφραντζής ετοίμασε, κατ’ εντολή του Κωνσταντίνου, μία λίστα των κατάλληλων προς στρατιωτική υπηρεσία ανδρών. Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 4.973 Ελληνες και περί τους 2.000 ξένοι κάτοικοι της Πόλης και εθελοντές. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας μικρός ακόμη αριθμός προερχόμενων από έξωθεν βοήθεια, συμπεριλαμβανόμενων και Ελλήνων (όπως των Κρητών τοξοτών, που ήταν τυπικά πολίτες της Ενετίας). Το σύνολο των υπερασπιστών ήταν γύρω στις 7.500 με 8.000 μάχιμους.
Οι βυζαντινές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν ένα μικρό τμήμα ελληνικού μέσου ιππικού, τους Στρατιώτες, καθώς και τμήματα πολιτικού πεζικού. Κάποιοι από τους πεζούς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, φορούσαν δυτικού τύπου πανοπλίες και είχαν ανάλογο οπλισμό, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υπερασπιστών δεν ήταν παρά πολιτοφύλακες με φτωχό οπλισμό και ελάχιστη εκπαίδευση. Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν και λίγοι βαλλιστροφόροι, οι οποίοι μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε μια στρατιωτική κολεκτίβα, στα ιταλικά πρότυπα.
 
Στις τάξεις των Βυζαντινών πολέμησαν και κάποιοι Ιταλοί και Ούγγροι, ίσως και Γερμανοί "πυροβολητές", δηλαδή πρώιμοι τουφεκιοφόροι, που μάχονταν με τα άβολα και καθόλου ακριβή "κανόνια χειρός" της εποχής. Ο αριθμός αυτών ήταν πολύ μικρός (λίγες δεκάδες) και έπαιξαν μικρό μόνο ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. Η πλειονότητα των ξένων που συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλης ήταν Ενετοί και Γενοβέζοι. Αν και οι Γενοβέζοι του γενουατικού τομέα της Πόλης (Πέρα) διακήρυξαν ουδετερότητα αρκετοί συμπατριώτες τους πέρασαν τον Κεράτιο και εντάχθηκαν σε στρατιωτική υπηρεσία. Μοιάζει τραγική ειρωνεία ότι εκείνοι που έκαναν το μεγαλύτερο κακό στο Βυζάντιο ήταν οι ίδιοι που τώρα, λίγο πριν από το τέλος, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν να αποφευχθεί το μοιραίο. Μάλιστα, οι Βενετοί φέρεται να είχαν αποφασίσει να στείλουν έναν αξιόμαχο στόλο με 800 επαγγελματίες στρατιώτες, αριθμό Κρητών πολεμιστών και, φυσικά, μεγάλο αριθμό ναυτών, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης. Μία δύναμη που αν όντως είχε φθάσει, θα προσέφερε πολλά στην άμυνα, κυρίως αποσοβώντας την καταλυτική κυριαρχία του οθωμανικού στόλου. Ωστόσο, ο στόλος της Βενετίας καθυστέρησε για δύο μήνες ν’ αναχωρήσει από τη Βενετία. Η εντολή για την αναχώρηση δόθηκε μόλις στις 7 Μαΐου, όταν η πολιορκία βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή της (κάτι που δεν γνώριζαν, βεβαίως, οι Ενετοί) και όταν η Πόλη έπεφτε, ο στόλος βρισκόταν ακόμη στο Αιγαίο! Οι λόγοι αυτής της τεράστιας καθυστέρησης δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί. Ισως η ηγεσία της Γαληνότατης πίστευε ότι η Κωνσταντινούπολη, με τα πανίσχυρα τείχη της, θα κρατούσε επ’ αόριστον. Ισως πάλι οι καιροσκόποι Ενετοί δεν ήταν απολύτως βέβαιοι για την αφοσίωσή τους στους χριστιανούς του Βυζαντίου, αφού μπορεί να είχαν ακόμη κατά νου κάποιες μεθόδους συνεννόησης με τους Οθωμανούς ώστε να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμιά τους στην Ανατολική Μεσόγειο.
 
Τέλος, στο πλευρό των Βυζαντινών πολέμησε και μία ομάδα Τούρκων. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα Ορχάν, διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, που κατοικούσε στην Πόλη μαζί με τη συνοδεία των πιστών σωματοφυλάκων του και ακολούθων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των χριστιανών και ενάντια στους ομοδόξους τους.
 
Η έναρξη των εχθροπραξιών
 
Οι κάτοικοι της Πόλης μόλις είχαν προλάβει να γιορτάσουν το Πάσχα, όταν οι ορδές του Μωάμεθ άρχισαν να καταφτάνουν. Τα πρώτα τμήματα των προφυλακών των Οθωμανών φάνηκαν κοντά στα τείχη της πόλης στις 2 Απριλίου του 1453. Τμήμα ιππικού των Βυζαντινών έκανε έξοδο και κατάκοψε τους πρώτους Τουρκομάνους που αφίχθησαν, ωστόσο η ροή ανδρών ήταν σταθερή και σύντομα οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη – σχετική – ασφάλεια των τειχών, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να παρακολουθούν το μεγάλο στράτευμα να συγκεντρώνεται σιγά-σιγά.
 
Οι μάχιμοι άνδρες του τουρκικού στρατού θα πρέπει να ήταν περί τους 100.000, ωστόσο το πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από τις πύλες της Βασιλεύουσας ήταν τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο.
Ο Κωνσταντίνος έβλεπε με απόγνωση το πλήθος των πολιορκητών να μαυρίζει τον ορίζοντα, αλλά δεν έχανε την ψυχραιμία του. Εδωσε εντολή να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Κεράτιο, φράζοντας έτσι τον κόλπο και εμποδίζοντας τους Τούρκους να κερδίσουν την πολυπόθητη γι' αυτούς καθολική θαλάσσια κυριαρχία και να αποκλείσουν την πόλη απ' όλες τις πλευρές. Παράλληλα με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η επανάληψη του στρατηγήματος που είχαν χρησιμοποιήσει οι εισβολείς σταυροφόροι κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όταν είχαν καταλάβει εξ εφόδου τα ασθενώς υπερασπιζόμενα θαλάσσια τείχη.
 
Η αλυσίδα, οι γενναίοι αλλά ολιγάριθμοι υπερασπιστές και τα επιβλητικά χερσαία τείχη ήταν τώρα τα μόνα εμπόδια ανάμεσα στην πόλη και στους εχθρούς. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με κύριο άξονα το Θεοδόσιο τείχος, θεωρούνταν μακράν το καλύτερο δείγμα μεσαιωνικής τειχοποιίας και μέχρι τότε ήταν πρακτικά ακατάβλητα, τουλάχιστον πριν από την έλευση της πυρίτιδας, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια. Απλώνονταν σε μήκος έξι χιλιομέτρων, από τον Κεράτιο στο Μαρμαρά, σε τρία επάλληλα τμήματα, με μία τάφρο να εμποδίζει τους πολιορκητές να πλησιάσουν. Απέναντι στα τυπικά μεσαιωνικά όπλα, καταπέλτες και πετροβόλους (trebuchets), τα τείχη, αρκεί να ήταν επαρκώς επανδρωμένα, δεν είχαν φόβο. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν μια τυπική μεσαιωνική πολιορκία. Μια νέα εποχή ανέτειλε και ο ερχομός της σηματοδοτήθηκε από το βροντώδη ήχο τεράστιων μπρούτζινων ή σιδερένιων κυλίνδρων, που έριχναν ογκώδη πέτρινα βλήματα με μία δύναμη που κανένας καταπέλτης δεν μπορούσε να προσεγγίσει και σε σχεδόν ευθυτενή τροχιά.
Τα κανόνια των Τούρκων δίκαια έχουν χρεωθεί με το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της πολιορκίας. Γνωστά είναι τα τρία μεγάλα κανόνια που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός για τον Μωάμεθ. Το μεγαλύτερο από αυτά έριχνε βλήματα βάρους άνω του μισού τόνου, το δεύτερο μέχρι και 360 κιλά και το τρίτο λίγο πάνω από 300. Οι Οθωμανοί όμως είχαν πολύ περισσότερα κανόνια. Σύμφωνα με τις πηγές, τα οθωμανικά κανόνια ήταν περίπου 70, οργανωμένα σε 14 πυροβολαρχίες κατά μήκος των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Το σφυροκόπημα από τα κανόνια άρχισε από την έκτη Απριλίου, όταν το σύνολο των πυροβολαρχιών είχε παραταχθεί και το οθωμανικό στράτευμα είχε πάρει τις θέσεις του στη γραμμή που είχαν προετοιμάσει γι' αυτό οι πολυάριθμοι εργάτες και συνοδοί.
 
Πριν από αυτό, ο σουλτάνος, όπως επέβαλλε το τυπικό των συγκρούσεων της εποχής για τους Οθωμανούς, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον Κωνσταντίνο, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι σε μια τέτοια περίπτωση και κάτω από τους νόμους των μουσουλμάνων, δεν θα πείραζε τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ούτε τις περιουσίες τους. Σε διαφορετική περίπτωση, συμπλήρωνε, δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο όταν θα έμπαινε στην Πόλη. Οι προτάσεις του απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και τους πολίτες και η πολιορκία ήταν πλέον γεγονός.
Το πρωί της έκτης Απριλίου ο αυτοκράτορας βρέθηκε με τον Λόνγκο, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη υπεράσπισης του κεντρικού τμήματος του τείχους, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο των τουρκικών κανονιών, που ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αποσαθρώνουν τις δομές του τείχους και να δημιουργούν τη μία ρωγμή μετά την άλλη. Μάλιστα, ήδη από την πρώτη ημέρα του βομβαρδισμού προκάλεσαν την κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του τείχους.
 
Την επομένη ο Μωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντιστάσεις των χριστιανών. Συγκέντρωσε ένα σώμα ατάκτων και τους έστειλε κατά του κέντρου του τείχους. Οι υπερασπιστές, χωρίς καν να χρειαστεί να συμπτυχθούν από το εξωτερικό τείχος, τους απώθησαν εύκολα προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες.
Μετά από αυτό η δραστηριότητα των επιτιθέμενων περιορίστηκε και οι Βυζαντινοί αποσύρθηκαν από τον "περίβολο" στο κυρίως τείχος. Ο βομβαρδισμός ξανάρχισε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις 12 Απριλίου, αφού ο Μωάμεθ είχε δώσει εντολή για αναδιάταξή των πυροβολαρχιών βάσει των παρατηρήσεων από τις πρώτες βολές, και από εκεί και πέρα οι εκρήξεις των κανονιών και οι ξεροί ήχοι που έκαναν τα βλήματα πάνω στο τείχος, ήταν η καθημερινή συντροφιά των γενναίων υπερασπιστών έως την ημέρα που έπεσε η Πόλη.
Ταυτόχρονα με τον από ξηράς βομβαρδισμό, οι θαλάσσιες δυνάμεις του "Πορθητή" έκαναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να περάσουν την αλυσίδα και να εισέλθουν στον Κεράτιο, αλλά κάθε φορά αποκρούονταν από τα πλοία των Βυζαντινών και των Ενετών που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση του όρμου.
 
Οι Τούρκοι, ίσως για να δείξουν στους Βυζαντινούς τι τους περίμενε μετά το πέρας της πολιορκίας, κατέλαβαν δύο μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός των τειχών και επάνδρωναν ολιγομελείς φρουρές των Βυζαντινών και παλούκωσαν τους επιζώντες υπερασπιστές, περί τα 70 άτομα, μπροστά στα τείχη.
Ο συνεχιζόμενος βομβαρδισμός, παρά τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί πυροβολητές, συνεχιζόταν ακατάπαυστα όλη μέρα και οι υπερασπιστές ήταν απασχολημένοι με το να προσπαθούν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να μπαλώνουν όπως-όπως τα χάσματα που εμφανίζονταν συνεχώς στα τείχη.
Στις 18 Απριλίου, ο Μωάμεθ πίστεψε ότι θα μπορούσε να πάρει την Πόλη, θεωρώντας ότι η ζημιά στα τείχη ήταν ήδη σημαντική. Επέλεξε ένα συγκεκριμένο τμήμα του τείχους στο Μεσοτείχιο και εξαπέλυσε εκεί μια μεγάλη επίθεση, στην οποία δεν συμμετείχαν πλέον τμήματα βαζιβουζούκων αλλά τακτικοί πεζοί, με τους φανατικούς Γενίτσαρους να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την επίθεση.
Με επικεφαλής τον γενναίο Τζουστινιάνι, οι χριστιανοί κράτησαν τη θέση τους, απωθώντας τους Τούρκους που έρχονταν κατά κύματα. Η μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, πάνω από 200 Τούρκοι σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν, αλλά οι Ελληνες δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βενετό αυτόπτη μάρτυρα, Νικολό Μπαρμπάρο, ούτε ένας Ελληνας ή Ιταλός δεν σκοτώθηκε σε αυτήν την επίθεση!
 
Μία μικρή αχτίδα φωτός για το χριστιανικό στρατόπεδο έλαμψε όταν τρία γενουάτικα πλοία και ένα βυζαντινό, αψηφώντας την τεράστια τουρκική αρμάδα, πέρασαν στον Κεράτιο φέρνοντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Στη ναυμαχία που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν και βενετικά πλοία από την άμυνα της πόλης, σκοτώθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι ναύτες, ενώ τα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν έστω για λίγο, προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια από τον έξω κόσμο, που θα τους έδινε τη νίκη σε αυτήν την μάχη ζωής και θανάτου. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα μικρό φωτεινό διάλειμμα στις έξι εβδομάδες απελπιστικής βεβαιότητας ότι το τέλος ήταν κοντά.
 
Ο κλοιός σφίγγει
 
Αφού τιμώρησε (δεν τον αποκεφάλισε, μετά τα παρακάλια των αξιωματούχων του, αλλά τον καθαίρεσε και τον μαστίγωσε) τον Βούλγαρο ναύαρχο Μπάρτογλου για την αποτυχία του ενάντια στα τέσσερα χριστιανικά πλοία, ο Μωάμεθ αποφάσισε να αλλάξει πορεία. Κατανοούσε ότι για να εξασφαλίσει τον πλήρη αποκλεισμό της Πόλης, έπρεπε να ελέγξει τον Χρυσόκερο, τον Κεράτιο κόλπο. Η αλυσίδα που έφραζε την είσοδο, σε συνδυασμό με τα ισχυρά πλοία που τη φρουρούσαν, έμοιαζε αδύνατο να παραβιαστεί. Οπότε, παίρνοντας παράδειγμα από παρόμοιες ενέργειες που είχαν γίνει παλιότερα από Ιταλούς και Αραβες, αποφάσισε να προχωρήσει στην υπερνεώλκηση τμήματος του στόλου του από το δρόμο που περνούσε δίπλα στο Γαλατά, διαμέσου της "κοιλάδας των Πηγών".
 
Επρόκειτο για ένα τεράστιο έργο, αλλά οι δυνατότητες των Οθωμανών σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν σχεδόν ανεξάντλητες. Τα πληρώματα των πλοίων και χιλιάδες από τους εργάτες που συνόδευαν το στράτευμα, ξεκίνησαν το κολοσσιαίο έργο της υπερνεώλκησης 72 από τα μικρότερα πλοία των Οθωμανών στον Κεράτιο. Το πρωί της 23 Απριλίου το σύνολο των πλοίων βρισκόταν πλέον στον κόλπο. Οι Βυζαντινοί είχαν χάσει τον έλεγχο του Κεράτιου και ο οθωμανικό κλοιός είχε σφίξει γύρω από την Πόλη σαν μέγκενη που απειλούσε να συντρίψει τους υπερασπιστές της.
Το σχέδιο του Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρποληθούν τα πλοία των Οθωμανών που είχαν περάσει στον Κεράτιο τέθηκε σε εφαρμογή, αλλά το μόνο αποτέλεσμα ήταν η απώλεια δύο χριστιανικών πλοίων. Δύο ένα μάλιστα, όπου επέβαινε ο Κόκο, βυθίστηκε αύτανδρο. Σύμφωνα με τις πηγές, ένας Γενουάτης εξωμότης, έμπορος από το Πέρα, ήταν εκείνος που ενημέρωσε τον Μωάμεθ για το σχέδιο και γι’ αυτό οι τολμηροί μπουρλοτιέρηδες απέτυχαν.
 
Για μερικές ημέρες τα πράγματα ηρέμησαν, καθώς πέρα από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς και κάποιες σποραδικές απόπειρες των τουρκικών πλοίων να προσεγγίσουν τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κεράτιου, δεν υπήρξε άλλη αξιοσημείωτη δραστηριότητα. Αυτό κράτησε για μία σχεδόν βδομάδα. Καθώς η βοήθεια που περίμεναν οι πολιορκημένοι από τη Βενετία δεν ερχόταν, ο αυτοκράτορας έστειλε ένα πλοίο υπό τουρκική σημαία, με πλήρωμα δώδεκα εθελοντές ντυμένους με τουρκικές στολές, για να αναζητήσει νέα για το στόλο που είχαν ζητήσει ο αυτοκράτορας και οι Βενετοί της Πόλης από το Συμβούλιο της Γαληνότατης. Η αγωνιώδης αναμονή επέφερε διαλυτικά αποτελέσματα, καθώς τις ίδιες ημέρες η διαρκής έχθρα μεταξύ Γενουατών και Ενετών είχε εξελιχθεί σε ανοιχτή διαμάχη και η ενδοχριστιανική έριδα έμοιαζε αγριότερη από εκείνη έξω από τα τείχη. Η παρέμβαση του αυτοκράτορα έθεσε τέρμα στις ανοιχτές κατηγορίες και στους τσακωμούς, ωστόσο τα προβλήματα συνεννόησης μεταξύ των Ιταλών παρέμεναν.
 
Οι επιθέσεις ξαναρχίζουν
 
Για μερικές ημέρες το μεγάλο ("βασιλικό") κανόνι του Ουρβανού είχε σιγήσει, αντιμετωπίζοντας τεχνικά προβλήματα (παρουσίασε ρωγμές εξαιτίας της υπερθέρμανσης από τη συνεχή χρήση). Ομως την έκτη Μαΐου άρχισε ξανά να στέλνει τεράστιους ογκόλιθους με τρομερή δύναμη ενάντια στο τείχος. Οι υπερασπιστές παρατήρησαν μία αυξανόμενη κινητικότητα στις τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από το τείχος, ενώ ταυτόχρονα τα πλοία στον Κεράτιο έδειχναν σημάδια κινητοποίησης.
Φαινόταν ότι προετοιμαζόταν επίθεση των Οθωμανών και πραγματικά, την αυγή της επομένης, 7 Μαΐου, ο Σουλτάνος έστειλε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού να επιτεθεί στα τείχη. Περνώντας μέσα από την, παραγεμισμένη με τα υλικά από το τείχος που κατέρρεε, τάφρο, οι Τούρκοι έβαλαν ξανά στόχο το Μεσοτείχιο. Η επίθεση ήταν σύντομη, αφού κράτησε μόλις τρεις ώρες, αλλά εξαιρετικά σφοδρή. Το τείχος στο σημείο αυτό ήταν περισσότερο ένα ερείπιο και οι υπερασπιστές χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους επί ίσοις όρους.
 
Στην τρομερή μάχη διακρίθηκε ένας γιγαντόσωμος Ελληνας με το όνομα Ρανγάβος, που φέρεται να έκοψε με μία σπαθιά στα δύο τον ίδιο τον σημαιοφόρο του σουλτάνου, τον Αμίρ Μπέη, πριν περικυκλωθεί και ο ίδιος από τα στίφη των Τούρκων και φονευθεί. Οι χριστιανοί κατάφεραν να κρατήσουν για άλλη μία φορά, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στους Τούρκους.
Ο Μωάμεθ άρχιζε να γίνεται ανυπόμονος και προβληματιζόταν με την αντοχή των υπερασπιστών. Ξημερώνοντας η 12η Μαΐου, ο Μωάμεθ έριξε σχεδόν το μισό στράτευμά του σε άλλη μία σφοδρή επίθεση, αυτή τη φορά στο τμήμα του τείχους των Βλαχερνών, κοντά στην ένωση με το Θεοδοσιανό τείχος. Στην τρομερή μάχη που ακολούθησε, οι χριστιανοί κατόρθωσαν για μία ακόμη φορά να αποκρούσουν την έφοδο, χάρη στην έγκαιρη άφιξη των εφεδρειών υπό τον Θεόδωρο Καρυστινό.
Η απελπισία άρχισε να γίνεται εμφανής στα πρόσωπα των πολιορκημένων και κάποιοι πρότειναν ακόμη και μαζική έξοδο, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα, κάτι που απορρίφθηκε από εκείνους που προσέβλεπαν ακόμη σε έξωθεν βοήθεια.
 
Οι Τούρκοι, βλέποντας ότι τα τείχη, παρά τον σφοδρότατο βομβαρδισμό, πρόσφεραν ακόμη κάλυψη στους υπερασπιστές της πόλης, είχαν ξεκινήσει ήδη από εβδομάδες να σκάβουν σήραγγες για να τα υπονομεύσουν. Σέρβοι και Βόσνιοι μεταλλωρύχοι είχαν αναλάβει απρόθυμα το τρομερό καθήκον και ακούραστα έσκαβαν σήραγγες κάτω από τη δομή των τειχών. Στην αντιμετώπιση αυτής της απειλής εξέχοντα ρόλο έπαιξε ο Ιωάννης Γκραντ, μηχανικός που είχε έλθει στην Πόλη από τη Γερμανία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν σκωτσέζικης καταγωγής. Υπό την καθοδήγησή του οι Βυζαντινοί, αφού ανακάλυπταν τις στοές των Οθωμανών, έσκαβαν δικές τους και απέκρουαν τους εισβολείς, βάζοντας φωτιά στα υποστηρίγματα των "λαγουμιών" των Τούρκων. Το σκηνικό αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές.
 
 
Ο Μωάμεθ είχε πια ουσιαστικά σταματήσει τις εφόδους και προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα να πετύχει την εκπόρθηση της πόλης. Πέρα από τις στοές, που συνέχιζαν να σκάβονται σχεδόν καθημερινά, οι Τούρκοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν στις 19 Μαΐου μια πρόχειρη γέφυρα στον Κεράτιο, από το Γαλατά στα τείχη της πόλης, θέλοντας προφανώς να συνδυάσουν την επίθεση στο θαλάσσιο τμήμα του τείχους με τις χερσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, δεν φαίνεται αυτή η γέφυρα να ολοκληρώθηκε ή να χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις συγκρούσεις. Επίσης, ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος που κατασκεύασαν οι Οθωμανοί για να επιτεθούν κατά των τειχών, ανατινάχθηκε από μία ομάδα αποφασισμένων Βυζαντινών κατά τη διάρκεια της νύχτας.
 
Στις τελευταίες φάσεις της πολιορκίας υπερφυσικά σημάδια, όπως τουλάχιστον τα ερμήνευσαν οι πολιορκημένοι, ξύπνησαν δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις: Μία απόκοσμη ομίχλη, εντελώς εκτός εποχής, έπεσε στην πόλη και στα περίχωρα. Μία περίεργη λάμψη φώτισε την εκκλησία της Αγιάς Σοφιάς και, το χειρότερο απ’ όλα, τη νύχτα της 24 Μαΐου, μια έκλειψη της Σελήνης σκοτείνιασε τον ουρανό και τρόμαξε τους χριστιανούς, θυμίζοντας στους γηραιότερους μια προφητεία ότι "η πόλη δεν θα πέσει όσο το φεγγάρι βρίσκεται στον ουρανό". Μια τρομερή καταιγίδα διέκοψε τη λιτανεία και την περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου την επομένη. Και σαν να μην έφθανε αυτό, στην ίδια λιτανεία η εικόνα της Παναγίας γλίστρησε από τη θήκη της και έπεσε. Τα σημάδια ήταν πλέον εμφανή: οι περισσότεροι άρχισαν να πιστεύουν ότι όλα έδειχναν ότι η πόλη θα πέσει και ο Τούρκος θα πατήσει την Αγία Σοφία.
Ακόμη όμως δεν είχαν δει τα χειρότερα, ένα σημάδι το οποίο δεν ήταν ούτε θεόσταλτο ούτε υπερφυσικό: Οι Βυζαντινοί και οι Ιταλοί παρατήρησαν ένα μικρό πλοίο να προσεγγίζει τον Κεράτιο. Τα μεγαλύτερα τουρκικά πλοία προσπάθησαν να το αναχαιτίσουν, αλλά οι ικανοί ναυτικοί που το οδηγούσαν τα απέφευγαν με μαεστρία. Οταν άνοιξαν την αλυσίδα για να περάσει το πλοίο, είδαν ότι επρόκειτο για το μπρίκι που είχαν στείλει λίγες ημέρες πριν να εντοπίσει τον Ενετικό στόλο που θα ερχόταν για να λύσει την πολιορκία. Τα νέα που έφερναν οι γενναίοι ναυτικοί ήταν τρομερά. Αν και είχαν χτενίσει το Βόρειο Αιγαίο απ’ άκρη σε άκρη και είχαν ρωτήσει παντού, κανένα νέο για ενετικό στόλο δεν υπήρχε, ούτε φυσικά σημάδι του ίδιου του στόλου, ο οποίος είχε σταθμεύσει στη Στερεά Ελλάδα.
Ωστόσο και η κατάσταση στο μουσουλμανικό στρατόπεδο δεν ήταν ιδανική. Ο Μωάμεθ άρχιζε να έχει αμφιβολίες για το πόσο εύκολο ήταν, τελικά, να πάρει την Πόλη, ενώ πράκτορές του που είχαν μόλις αφιχθεί από τη Δύση, ανέφεραν ότι ένας μεγάλος ενετικός στόλος βρισκόταν καθ' οδόν για το Βόσπορο. Μαζί με τις γκρίνιες των στρατιωτών του αλλά και ορισμένων συμβούλων του, με πρώτο το μεγάλο βεζίρη, ο Μωάμεθ πείστηκε να δώσει ακόμη μία ευκαιρία στους πολιορκημένους να του παραδώσουν την πόλη.
Μία αντιπροσωπία στάλθηκε και έφερε μαζί της έναν πρέσβη. Στον τελευταίο ο Μωάμεθ έκανε για μία ακόμη φορά μια πρόταση που, προφανώς, στον ίδιο φαινόταν γενναιόδωρη, με δεδομένο ότι ήδη πολιορκούσε την Πόλη για πάνω από ενάμιση μήνα: αν οι υπερασπιστές δέχονταν ακόμη και τώρα να παραδώσουν την Κωνσταντινούπολη, θα τους επιτρεπόταν να φύγουν μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους και όσους κατοίκους το επιθυμούσαν. Ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο Μοριά και να ζήσει εν ειρήνη το υπόλοιπο του βίου του.
Ο γενναίος αυτοκράτορας έδωσε τη μόνη απάντηση που θα μπορούσε: ότι αρνείται να παραδώσει την Πόλη και ότι εκείνος και όλοι οι υπερασπιστές προτιμούν να πεθάνουν παρά να αφεθούν στα χέρια του. Αλλωστε, η φήμη του Μωάμεθ δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να καθησυχάσει τους υπερασπιστές ότι θα τηρούσε το λόγο του.
 
Την επομένη, Σάββατο 25 Μαΐου, ο Μωάμεθ συγκάλεσε τους υπουργούς του και τους στρατιωτικούς διοικητές του. Η αμφιβολία είχε αρχίσει να κατατρώει το σουλτάνο και ήθελε να μοιραστεί το βάρος της ευθύνης. Ο Χαλίλ, ο γηραιός βεζίρης, θέλησε να πετύχει έστω και αυτήν τη στιγμή τη λύση της πολιορκίας, όμως ο Ζαγανός Πασάς μίλησε ένθερμα για τη μοίρα του Μωάμεθ και τον συνέκρινε με τον Μέγα Αλέξανδρο, διαβεβαιώνοντας ότι οι άνδρες θέλουν να επιτεθούν άμεσα στην Πόλη.
Ο Μωάμεθ δε χρειάστηκε και πολλή ώρα για να αποφασίσει. Ανακοίνωσε ότι η μεγάλη επίθεση στα τείχη θα γίνει μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες. Ο κύβος ερρίφθη και η τύχη της Πόλης είχε σφραγιστεί.
 
Η Πόλις εάλω 
 
Αυτή τη φορά οι Οθωμανοί δεν προσπάθησαν να καλύψουν τις προετοιμασίες τους. Για τρεις ημέρες οι στρατιές του Μωάμεθ αναδιατάσσονταν σε όλο το μήκος των τειχών και συγκεντρώνονταν στα πλέον στρατηγικά σημεία, εκεί όπου είχε γίνει η μεγαλύτερη ζημιά από το βομβαρδισμό των έξι εβδομάδων. Ο στόλος έδειχνε παρόμοια κινητικότητα και όλοι πλέον ήταν βέβαιοι: η μεγάλη έφοδος ετοιμάζεται. Την 28η Μαΐου η Κωνσταντινούπολη αντηχούσε από προσευχές, ικεσίες, κλάματα και κραυγές απελπισίας. Την ίδια ημέρα έλαβε χώρα η τελευταία μετάληψη του αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία, μαζί με την τελευταία χριστιανική λειτουργία στη μεγαλύτερη εκκλησία της Ορθοδοξίας. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος μετέβη στο παλάτι των Βλαχερνών και ζήτησε συγχώρεση απ' όλα τα μέλη του προσωπικού του. Τόση ήταν η θλίψη που ήταν αποτυπωμένη στα τραχιά χαρακτηριστικά του, τέτοια η βεβαιότητα του επερχόμενου θανάτου και τόση η συγκίνηση που, όπως περιγράφει ο Σφραντζής, ακόμη και αν κάποιος ήταν από πέτρα ή ξύλο, δεν μπορούσε παρά να δακρύσει.
 
Οι Τούρκοι, καθώς ξημέρωνε η 29 Μαΐου, είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους και είχαν ετοιμαστεί για την έφοδο. Ο Κωνσταντίνος διέτρεχε το τείχος σε όλο το μήκος, δίνοντας κουράγιο στους πολεμιστές που επάνδρωναν το μισογκρεμισμένο τείχισμα, το οποίο μόλις πριν από δύο μήνες ήταν ακόμη το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τείχος που είχε δει ο κόσμος και ήταν το μοναδικό στήριγμά τους, το μόνο που έστεκε πλέον μεταξύ αυτών και του βέβαιου θανάτου. Μιάμιση ώρα πριν χαράξει, δόθηκε το σύνθημα. Ο Μωάμεθ είχε οργανώσει το στρατό του σε τρία κύματα, στοχεύοντας σε ένα ιδιαίτερα μεγάλο ανάπτυγμα των τειχών και σε πολλά σημεία που είχαν υποστεί συντριπτικά πλήγματα από τα κανόνια.
Με τους ήχους από τα νταούλια και τις σάλπιγγες, το πρώτο κύμα των Οθωμανών ξεχύθηκε προς τα τείχη. Το αποτελούσαν οι άτακτοι που είχαν έλθει με τους Οθωμανούς και χρησιμοποιήθηκαν για να ανοίξουν το δρόμο για τους υπόλοιπους. Οι βαζιβουζούκοι, εκτοξεύοντας ομοβροντίες βελών και κραδαίνοντας γιαταγάνια, επιτέθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα, αλλά απωθήθηκαν από τους αποφασισμένους υπερασπιστές μετά από σκληρή μάχη. Τα πτώματά τους στοιβάζονταν στα χαλάσματα και το αίμα τους έβαφε τις θρυμματισμένες πέτρες. Ακόμη και την ώρα που οι άτακτοι επιτίθεντο, τα κανόνια συνέχιζαν το αποτρόπαιο έργο τους, συνθλίβοντας φίλους και εχθρούς μαζί με τα κάποτε περήφανα τείχη. Οι άτακτοι άρχισαν να υποχωρούν και τότε οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά και το δεύτερο κύμα των Τούρκων επιτέθηκε. Αυτή τη φορά ήταν ο τακτικός στρατός των μπεηλικιών, οι πεζοί και οι ιππείς που τώρα μάχονταν και εκείνοι πεζή. Επέπεσαν στους υπερασπιστές των τειχών με τρομερή ορμητικότητα και άρχισαν να δημιουργούν τα πρώτα ρήγματα στην άμυνα. Οι χριστιανοί, με αυταπάρνηση, ρίχνονταν στη μάχη ενάντια στους πάνοπλους Οθωμανούς, κατορθώνοντας να αντέξουν και αυτό το δεύτερο κύμα της επίθεσης σε όλο το μήκος των τειχών. Οι τακτικοί στρατιώτες του Μωάμεθ δεν ήταν βαζιβουζούκοι, αλλά ικανοί επαγγελματίες πολεμιστές, αρματωμένοι με τις καλύτερες πανοπλίες που παρήγαγε η τουρκική μεταλλουργική και οπλισμένοι με θανατηφόρα όπλα. Αποχωρούσαν με τάξη από το τείχος, αφήνοντας τα κανόνια να εξαπολύσουν ακόμη ένα τρομακτικό κύμα βλημάτων και πριν ακόμη κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, ξεχύνονταν ξανά μπροστά. Αλλά ό,τι κι αν έκαναν, ήταν αδύνατο να κάμψουν την αντίσταση των υπερασπιστών, που πλέον μάχονταν σαν λιοντάρια, σαν αληθινοί ήρωες στο πνεύμα της προαιώνιας ελληνικής παράδοσης.
Αλλά η γενναιότητά τους δεν επαρκούσε απέναντι στο πλήθος των Οθωμανών. Αν και τα δύο πρώτα κύματα δεν είχαν διαρρήξει την άμυνα, ο Μωάμεθ είχε ακόμη έναν "άσσο στο μανίκι του", με τη μορφή του τρίτου κύματος. Το αποτελούσαν οι εκλεκτότερες των μονάδων του, με το ιππικό του παλατιού που τώρα είχε ξεπεζέψει και πολεμούσε πεζή και το πεζικό του παλατιού και με τους περίφημους Γενίτσαρους ν’ αποτελούν την αιχμή του δόρατος. Για πολλή ώρα μαινόταν η μάχη των Βυζαντινών με τις ορδές του δεύτερου κύματος, όταν ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στο τρίτο κύμα να επιτεθεί.
 
Με απόλυτη τάξη και δίχως τη συνοδεία μουσικής, οι Γενίτσαροι ξεκίνησαν για τις θέσεις που είχαν επιλεγεί. Οι συμπολεμιστές τους παραμέριζαν και τους άφηναν να πιάσουν δουλειά. Οι αποκαμωμένοι χριστιανοί, που φυτοζωούσαν τον τελευταίο μήνα λόγω της έλλειψης τροφίμων, είχαν ξενυχτήσει περιμένοντας την επίθεση και είχαν αποκρούσει δύο σφοδρότατα κύματα εχθρών, τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν τη φρέσκια εφεδρεία των Οθωμανών, η οποία μάλιστα αποτελούνταν από τους τρομερότερους πολεμιστές της Ανατολικής Μεσογείου. Η αντίσταση που προέβαλλαν ήταν μνημειώδης, αλλά δεν ήταν αρκετή. Οι Οθωμανοί, σύμφωνα με την τουρκική παράδοση, υπό την άμεση καθοδήγηση του ίδιου του Μωάμεθ που έφθασε κοντά στα τείχη και έδινε άμεσα διαταγές στους διοικητές των μονάδων, άρχισαν να εντοπίζουν αδύναμα σημεία στην άμυνα και να επικεντρώνουν εκεί τις προσπάθειές τους. Ενα παραπόρτι από το οποίο είχαν βγει ανιχνευτές των πολιορκημένων και το οποίο δεν είχε κλείσει καλά, η "τρισκατάρατη" της ελληνικής παράδοσης  Κερκόπορτα, έδωσε την ευκαιρία σε μια ομάδα Γενίτσαρων να περάσει μέσα στο τείχος και να υψώσει το πρώτο οθωμανικό λάβαρο. Αυτή η επιτυχία και το λάβαρο των Γενίτσαρων να κυματίζει στο τείχος, έδωσε θάρρος σε όλους τους υπόλοιπους Οθωμανούς, που με ανανεωμένη επιθετικότητα όρμησαν στους υπερασπιστές. Οι Γενίτσαροι της Κερκόπορτας απωθήθηκαν και εξοντώθηκαν, αλλά η αντίσταση είχε αρχίσει να κάμπτεται στα περισσότερα σημεία. Χιλιάδες Τούρκοι συνέρρεαν από κάθε άνοιγμα των τειχών, πέφτοντας με τρομακτική αγριότητα στους υπερασπιστές. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, με τη γυαλιστερή πανοπλία του γεμάτη αίματα και το σπαθί στο χέρι, πολεμούσε ασταμάτητα, έχοντας ξεφορτωθεί την πορφύρα και τα αυτοκρατορικά διακριτικά, ανάμεσα στους άνδρες του, μέχρι που κυκλώθηκε από τα οθωμανικά στίφη. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, κάτω από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα των Γενίτσαρων, ακούστηκε να κραυγάζει πάνω από τη βοή της μάχης: "Μα δεν υπάρχει χέρι χριστιανού να μου πάρει τη ζωή;". Ετσι άφησε την τελευταία του πνοή ο ύστατος Ελληνας αυτοκράτορας, με το σπαθί στο χέρι, πιστός στις παραδόσεις ηρωισμού και αυταπάρνησης, έσχατος υπερασπιστής μιας σπουδαίας αυτοκρατορίας.
 
Οι Τούρκοι πλέον είχαν πάρει το πάνω χέρι σε όλες τις επιμέρους εστίες αντίστασης και οι υπερασπιστές που είχαν επιβιώσει, κυκλώνονταν και παραδίνονταν ή σφάζονταν. Ακολουθώντας τους Γενίτσαρους, οι υπόλοιποι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη και άρχισε το όργιο της λεηλασίας και του πλιάτσικου. Καθώς προωθούνταν στην πόλη, τα τακτικά σώματα του οθωμανικού στρατού, που είχαν ακόμη κάποιου είδους πειθαρχία και δεν είχαν υποκύψει στις σειρήνες του πλιάτσικου, εκκαθάρισαν τις τελευταίες εστίες αντίστασης και εξασφάλισαν όλες τις σημαντικές θέσεις στρατηγικής σημασίας.
 
Πολλή ώρα μετά την πτώση του τείχους, μία απομονωμένη εστία αντίστασης προβλημάτιζε ακόμη τους Τούρκους. Επρόκειτο για τους Κρήτες τοξότες, που είχαν στρατολογηθεί από τον αυτοκράτορα στη Μεγαλόνησο, μετά από ειδική άδεια που παραχώρησαν οι Ενετοί. Οι Κρήτες, τέκνα της προαιώνιας πολεμικής παράδοσης του νησιού, δεινοί τοξότες όπως οι πρόγονοί τους για πάνω από 2.000 χρόνια, τρομεροί πολεμιστές, με αδάμαστο κουράγιο, είχαν οχυρωθεί στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου. Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των Κρητών. Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή. Οι ηγέτες των Οθωμανών, που όπως όλοι οι μουσουλμάνοι εκτιμούσαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν. Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο.
 
Μετά την παράδοση των Κρητών, δεν είχαν μείνει πλέον υπερασπιστές ζωντανοί και ελεύθεροι στην Πόλη. Το αιώνιο φως είχε σβήσει και μια νέα εποχή ξεκινούσε για την Κωνσταντινούπολη.
 
Μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί 
 
Ο Μωάμεθ είχε πλέον κερδίσει τον τίτλο του Πορθητή. Η Πόλη ήταν δική του και η αντίσταση είχε παύσει. Κατόρθωσε με τον τρόπο αυτό να εκπληρώσει το πρώτο μέρος του ονείρου του, που ήταν η ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλο της το μεγαλείο: η "Νέα Ρώμη" ήταν δική του. Η μελλοντική απόπειρά του να καταλάβει και την ίδια τη Ρώμη απέτυχε παταγωδώς, αλλά για την ώρα ήταν θριαμβευτής, κατακτητής και μπορούσε πλέον να σφετεριστεί τον τίτλο "καϊζέρ ι ρουμ", Καίσαρας των Ρωμαίων.
 
Η μοίρα της Πόλης και των κατοίκων της αμέσως μετά την άλωση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή που αναμενόταν: κάτω από την ισλαμική παράδοση του πολέμου, την οποία ο Μωάμεθ συνήθως τηρούσε, όπως και τους υπόλοιπους κανόνες που συνιστούσαν το πλαίσιο γύρω από το οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις τον ύστερο Μεσαίωνα, εάν μια πόλη "απίστων" που πολιορκούνταν, καλούνταν να παραδοθεί και δεχόταν, οι κάτοικοί της διατηρούσαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ενώ και οι περιουσίες τους παρέμεναν στα χέρια τους. Η πόλη δεν ήταν υποκείμενη λεηλασίας και τα θρησκευτικά κέντρα των κατακτημένων παρέμεναν στη θέση τους και λειτουργούσαν κανονικά αν και με κάποιους περιορισμούς που έθετε ο κατακτητής. Η μόνη "ποινή" των παραδοθέντων ήταν η πληρωμή κάποιας προσόδου στον κατακτητή, πέρα φυσικά από το ότι θα ήταν πλέον υποτακτικοί του τελευταίου.
 
Βεβαίως, η Πόλη δεν παραδόθηκε. Οι υπερασπιστές της πολέμησαν γενναία, αψηφώντας τους πολυάριθμους εχθρούς και οι Οθωμανοί χρειάστηκε να πληρώσουν βαρύτατο φόρο αίματος για να καταβάλουν την αντίσταση των τελευταίων Βυζαντινών. Υπό αυτό το πρίσμα και κάτω από τους κανόνες εμπλοκής των μουσουλμάνων, οι στρατιώτες του κατακτητή είχαν πλέον δικαίωμα σε τρεις μέρες λεηλασίας, ενώ όταν αυτή έληγε, όλα τα λατρευτικά κτήρια των υποδούλων μετατρέπονταν σε τζαμιά ή κατεδαφίζονταν. Κατά τα ειωθότα, ο Μωάμεθ, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, δεν μπορούσε να απαγορεύσει στους άνδρες του, που κυριολεκτικά μάτωσαν για να καταλάβουν την πόλη, ν’ απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους.
Οταν και οι τελευταίοι υπερασπιστές είτε έπεσαν υπό το βάρος των αριθμών των Οθωμανών που εισέρρεαν στην Πόλη από κάθε πιθανό και απίθανο άνοιγμα είτε οχυρώθηκαν στα τελευταία σημεία αντίστασης, οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε ένα απίστευτο όργιο λεηλασίας, φόνων, βιασμών και πλιάτσικου. Οι χιλιάδες τακτικών και ιδιαίτερα οι ημιάγριοι βαζιβουζούκοι άτακτοι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, άνδρα, γυναίκα, παιδί. Ουδείς μπορούσε να ξεφύγει από τη μανία των κατακτητών, που έκοβαν αδιακρίτως κεφάλια, χέρια, πόδια, σε μια τρομερή μανία που προερχόταν από τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας και το βαρύ φόρο αίματος που χρειάστηκε να πληρώσουν, αλλά και από το πολύχρονο αίσθημα κατωτερότητας που διακατείχε τους νεόκοπους κατακτητές σε σχέση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν πίσω τους 3.000 χρόνια ελληνικής και ρωμαϊκής κουλτούρας.
 
Αυτά τα συναισθήματα μετουσιώθηκαν σε σφαγή. Οπως παραδίδεται στο "Απόδειξις ιστοριών" του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη: "... Οι Ελληνες, μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πάνω τους βιαστικά και με ακαταστασία, χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη, έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
.... Ενα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγία Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους, χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για πού. Σε λίγο σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως φάνηκαν γενναίοι, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν, αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν."
 
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό κλαγγών όπλων και ουρλιαχτών, μέσα στα ποτάμια αίματος που πλημμύριζαν τα σπίτια, τις πλατείες και τους δρόμους, μέσα σε αυτό το όργιο της καταστροφής και του πλιάτσικου, ο Μωάμεθ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν άφηνε τους βάρβαρους στρατιώτες του να συνεχίσουν, δεν θα του έμενε τίποτε να κυβερνήσει από την κάποτε υπερήφανη πόλη. Ετσι, σε λιγότερο από 24 ώρες από την πτώση της πόλης, ο σουλτάνος διέταξε την άμεση παύση του πλιάτσικου και έδωσε εντολή στους Γενίτσαρους να σύρουν έξω από την Πόλη όποιον αρνηθεί να υπακούσει τη διαταγή.
Μέσα σε ελάχιστες ώρες η καταστροφή είχε σταματήσει. Τα τελευταία σώματα άτακτων είχαν συρθεί έξω από τα τείχη και όσοι Ελληνες είχαν επιβιώσει, έβγαιναν σιγά-σιγά από τις εκκλησίες και τις κρυψώνες τους. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είχε είτε σφαγιασθεί είτε σκλαβωθεί, καθώς οι περισσότεροι Τούρκοι, μετά την εκτόνωση της αρχικής μανίας τους, άρχισαν να σκέφτονται περισσότερο το κέρδος και λιγότερο τη σφαγή, οπότε τα θύματά τους αιχμαλωτίζονταν για να πωληθούν στη συνέχεια ως σκλάβοι.
 
Φυσικά, ο ήδη συρρικνωμένος πληθυσμός της πόλης δεν ανταποκρινόταν πλέον ούτε σε... μεγάλο χωριό. Γι’ αυτό και μία από τις πρώτες κινήσεις του Μωάμεθ αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας του Οθωμανικού κράτους ήταν να φέρει πολυάριθμους αποίκους, κυρίως Τούρκους ή εξισλαμισμένους Ανατολίτες, Ελληνες, αλλά και Αρμένιους και Εβραίους, να κατοικήσουν στην αχανή πόλη.
Αμέσως μετά την παύση της σφαγής και την εδραίωση κάποιας τάξης στην κατακτημένη πόλη, ο Μωάμεθ εισήλθε επικεφαλής εντυπωσιακής πομπής και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532. Η Αγία Σοφία θα μετατρεπόταν πλέον σε τζαμί μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο κατακτητής δεν φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την παλιά αριστοκρατία και τη διοικητική ελίτ του Βυζαντίου. Μέσα σε λίγες μέρες είχε εκτελέσει το σύνολο των επιφανών Βυζαντινών που κατείχαν κάποιο αξίωμα και δεν είχαν φροντίσει να αποχωρήσουν. Ακόμη και ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, ένας από τους ηγέτες της ανθενωτικής παράταξης και εκείνος που είχε εκφράσει την άποψη ότι καλύτερα οι Τούρκοι παρά η Ενωση, αποκεφαλίσθηκε. Σύμφωνα με κάποιες πηγές εξαιτίας των αντιρρήσεων που εξέφρασε όταν ο Μωάμεθ του ανακοίνωσε την απόφασή του να πάρει το γιο του ως "προστατευόμενό" του. Μάλιστα ζήτησε από τον Μωάμεθ να σκοτώσει τα παιδιά του και μετά ν’ αποκεφαλίσει τον ίδιο, έτσι ώστε να πεθάνει βέβαιος πως τα παιδιά του είναι νεκρά.
 
--------
 
Η δόξα της Βασιλεύουσας
 
Η Βασιλεύουσα της ελληνικής παράδοσης, η πιο ένδοξη πόλη του Μεσαίωνα και το φρούριο του μεσαιωνικού ελληνισμού, η "Νέα Ρώμη", το "κόσμημα του Βοσπόρου" και άλλα πολλά είναι η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα και το κέντρο της Βυζαντινής (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας, που το 1453 έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Το αρχαίο όνομα της πόλης, την οποία κατέστησε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας την παραπαίουσα Ρώμη, ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, ήταν Βυζάντιο. Πόλη ελληνική, ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας, ελέγχοντας τα στενά του Βοσπόρου, ωστόσο ουδέποτε μπόρεσε να πλησιάσει τη σημασία των ελληνικών μητροπόλεων (Αθήνα, Σπάρτη) και των μεγαλύτερων δυτικών αποικιών (Συρακούσες, Τάρας).
Το Βυζάντιο είχε ιδρυθεί από τους Μεγαρείς υπό τον θρυλικό Βύζαντα το 667 π.Χ. Η ιστορία της πόλης ανά τους αιώνες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν σχετίζεται πρακτικά με αυτήν της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης.
Ιδρυτής της τελευταίας είναι ο αυτοκράτορας της Ρώμης Κωνσταντίνος ο Μέγας, που με σκοπό να εξυπηρετήσει τα ιδιαίτερα φιλόδοξα σχέδιά του για τη νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη.
Η τελευταία την εποχή του Κωνσταντίνου συνέχιζε να είναι μία εντυπωσιακή και πλούσια και σχεδόν οριακά πυκνοκατοικημένη πόλη, ωστόσο δεν ήταν πλέον το κατάλληλο κέντρο διακυβέρνησης μιας αυτοκρατορίας που άρχιζε να νιώθει καυτή την ανάσα των βορείων και ανατολικών εχθρών της. Η Ρώμη είχε μία σειρά από μειονεκτήματα, τα οποία επιγραμματικά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
- Ηταν κτισμένη σε πεδινή τοποθεσία και ήταν δύσκολη η υπεράσπισή της σε περίπτωση πολιορκίας.
- Δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα.
- Αντιμετώπιζε μία σειρά από προβλήματα υγιεινής (ιδιαίτερα επιδημίες ελονοσίας ήταν τακτικό φαινόμενο).
- Η αριστοκρατία της ήταν διεφθαρμένη και ο λαός καλομαθημένος και συνηθισμένος μέχρι υπερβολής σε "άρτο και θεάματα".
- Ουδέποτε έπαψε να είναι μία πόλη-κράτος, με όλα τα συμπλέγματα που αυτό συνεπάγεται, και ως εκ τούτου όχι ιδανική για το ρόλο της πρωτεύουσας μιας πολυεθνικής, εκτεταμένης αυτοκρατορίας.
- Βρισκόταν μακριά από τα κύρια σύνορα της αυτοκρατορίας (που τότε ήταν ο Δούναβης και ο Ευφράτης), τα οποία αποτελούσαν και σημεία μόνιμης τριβής με τους γείτονες των Ρωμαίων.
- Βρισκόταν στο φτωχό δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας (σε αντίθεση με το πλούσιο ανατολικό). 
από Alkiviades
 
Δείτε με drone από ψηλά τον νέο δρόμο της Κοιλάδας των Τεμπών (βιντεο)Από σήμερα το πρωί δόθηκε στην κυκλοφορία ο νέος δρόμος της Κοιλάδας των Τεμπών, μέσα από τις Σήραγγες. Το εντυπωσιακό βίντεο του Πασχάλη Μάντη, σας δείχνει όλη την διαδρομή, η οποία έχει καταγραφεί μέσω drone.

www.larisanew.gr
 
Στην Κωνσταντινούπολη έχει δημιουργηθεί ένα μουσείο - θόλος με διάμετρο 38 μέτρα, όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει περιμετρικά σε ζωγραφική απεικόνιση τις στιγμές της Άλωσης. Η αναπαράσταση είναι τόσο φυσική που νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε εκείνη την ιστορική στιγμή!
  Με τη βοήθεια της τεχνολογίας αυτή η επίσκεψη μπορεί να γίνει και εικονικά μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Πώς γίνεται αυτό;Αρχικά μεταβαίνουμε στην ιστοσελίδα Panorama 1453. 'Επειτα πατάμε στις τέσσερις εικόνες με την ονομασία TURKEYISTANBUL 2009για να αποθηκεύσουμε στον υπολογιστή μας τα τέσσερα αρχεία.
   Προσοχή! Η εικόνα που θα κατεβάσουμε είναι μόνο μία. Καλό είναι όμως να έχουμε και όλα τα αρχεία, επειδή σε καθένα από αυτά η γωνία θέασης είναι διαφορετική, άρα είναι διαφορετικές και οι λεπτομέρειες της πολιορκίας.
   Έπειτα πηγαίνουμε στο φάκελο που αποθηκεύσαμε τα αρχεία, ανοίγουμε ένα από αυτά (οποιοδήποτε, δεν έχει σημασία), περιμένουμε να φορτώσει και ξεκινάμε την περιήγησησέρνοντας το ποντίκι μας προς την κατεύθυνση που θέλουμε. Μπορούμε να ζουμάρουμε με το ροδάκι μας ή να κάνουμε κλικ για να μεταβούμε αυτόματα στο επόμενο αρχείο. Πατάμε το πλήκτρο Εsc στο πληκτρολόγιο δύο φορές για να τερματίσουμε την εφαρμογή.
 psamouxos.blogspot.g
 

Η έναρξη της πολιορκίας και η παράταξη των δυνάμεων των Βυζαντινών
Στις 2 Απριλίου μια τεράστια Οθωμανική στρατιά που αποτελείτο από τον τακτικό στρατό, τους γενίτσαρους που περιστοίχιζαν τον Σουλτάνο Μεχμέτ Β’, δεκάδες κανόνια με εκατοντάδες βόδια να τα σέρνουν και ένα μεγάλο πλήθος ατάκτων αλλά και βοηθητικών πλησιάζει στα 8 χιλιόμετρα την Κωνσταντινούπολη. Η πορεία του Οθωμανικού στρατεύματος παρουσιάζεται με γλαφυρότητα από τον Τουρσούν Μπέη (μέλος της ακολουθίας του Μεχμέτ ) :

<< Όταν προχωρούσαν το μέρος έμοιαζε με δάσος βελανιδιάς από τις αιχμές των δοράτων, όταν στρατοπέδευαν η γη χανόταν κάτω από τα αντίσκηνα. Ο Οθωμανικός στρατός κυλούσε κατά του φρουρίου σαν την κυματιστή θάλασσα. Τι στρατός ! Ένα βουνό ντυμένο σαν ατσάλι. Θάλασσα φουρτουνιασμένη , από τον ήχο της νίκης. Συντάγματα τέτοια που μόνος του καθένας από τους
άντρες τους μπορούσε να εκμηδενίσει ένα ολόκληρο σύνταγμα , έτοιμος για τον αγώνα και αποφασισμένος για τη μάχη. Το χλιμίντρισμα των αλόγων και το ουρλιαχτό των ανθρώπων φυτεύουν στις καρδιές την επιθυμία να πολεμήσουν και να σκοτώσουν >>.

Τις επόμενες ημέρες αυτό το πλήθος που σύμφωνα με τον Ενετό ιατρό Nicolo Barbaro έφτανε τις 160.000 ανθρώπους, προωθείται σταδιακά για να καταλήξει τελικά σε μια απόσταση γύρω στα 400 μέτρα από τα τείχη της πόλης . Για λόγους ασφαλείας στα 250 μέτρα θα σκαφτεί ένα μεγάλο χαντάκι μπροστά από το οποίο θα τοποθετηθούν οχυρωματικά πλέγματα. Παράλληλα καθαρίζεται το έδαφος ώστε και ο στρατός να μετακινείται ευκολότερα αλλά και τα πυροβόλα να ρίχνουν με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις βολές τους. Η οργάνωση στο Οθωμανικό στρατόπεδο ήταν πολύ καλή και κάθε στρατιά έπαιρνε τις καθορισμένες θέσεις της. Ο ίδιος ο Σουλτάνος έστησε την γαλάζια καταστόλιστη σκηνή του στο λόφο Μάλτεπε απέναντι από την ευάλωτη πύλη του Αγίου Ρωμανού περιτριγυρισμένος από την πιστή του φρουρά και το σώμα των Γενίτσαρων.

Ειδική μέριμνα υπήρχε για την τοποθέτηση των περίπου 70 (διαφόρων μεγεθών ) κανονιών , από την ευστοχία και την αντοχή των οποίων θα εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό και η έκβαση της πολιορκίας…

Τις επόμενες ημέρες αναμενόταν και το ναυτικό που αποτελείτο από περίπου 300 πλοία (διαφόρων τύπων και μεγεθών), ώστε να κυκλωθεί από παντού η πόλη. Από την πλευρά τους οι αμυνόμενοι βάσιζαν τις ελπίδες τους στο ισχυρό αμυντικό σύστημα των τειχών, που είχε μήκος περίπου 21 χλμ. , καλύπτοντας το σύνολο της πόλης. Από αυτά τα 7 χλμ. ήταν το χερσαίο τείχος ενώ τα υπόλοιπα 14 χλμ. ήταν το αντίστοιχο θαλάσσιο. Τα χερσαία τείχη ήταν τριπλά, αποτελούμενα από ένα εσωτείχιο (ύψους περίπου 12 και πλάτους περίπου 5 μέτρων ) και ένα χαμηλότερο μεσοτείχιο (ύψους περίπου 8,5 και πλάτους περίπου 2 μέτρων). Ανά τακτά διαστήματα υπήρχαν πύργοι και στα δύο τείχη με τους πύργους του ενός τείχους να είναι στο μεσοδιάστημα των πύργων του άλλου .


Μπροστά στα είκοσι περίπου μέτρα υπήρχε μια βαθιά (10 μέτρα) και αρκετά πλατιά (20 μέτρα) τάφρος στο εσωτερικό μέρος της οποίας υπήρχε ένα χαμηλό εξωτείχιο (ύψους 1,5 με 2 μέτρα). Το αμυντικό σύστημα των τειχών ήταν ισχυρό, αλλά ο αριθμός των αμυνομένων δεν επέτρεπε να καλυφτούν επαρκώς όλα τα σημεία αμύνης. Σύμφωνα με απογραφή που διεξήγε ο Φραντζής για λογαριασμό του Αυτοκράτορα οι διαθέσιμοι στρατιώτες (μαζί με τους ξένους) δεν ξεπερνούσαν τις 8.000. Έτσι επέλεξαν να αφήσουν τους τοξότες και τους βαλιστροφόρους στους πύργους και ο στρατός να παραταχθεί στον περιβάλλοντα χώρο πίσω από το χαμηλό εξωτείχιο. Επιπλέον πρόβλημα για τους αμυνόμενους ήταν ότι δεν μπορούσαν να στήσουν στα τείχη ορισμένα μεγάλα κανόνια που διέθεταν , αφού υπήρχε κίνδυνος οι κραδασμοί από τις βολές τους να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές σε αυτά…

Έτσι επιλέχτηκε να χρησιμοποιηθούν ορισμένα μικρά κανόνια που πάντως σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό αλλά και τον Nicolo Barbaro έκαναν αρκετή ζημιά. Τα πλέον αδύνατα σημεία του χερσαίου τείχους ήταν η πύλη του Αγίου Ρωμανού στο κέντρο και το βόρειο τμήμα προς τον Κεράτιο. Η πύλη αυτή θεωρείτο η ποιο ευάλωτη επειδή βρισκόταν στο κατώτερο σημείο μιας κοιλάδας , μέσα από την οποία περνούσε στην πόλη και ο ποταμός Λύκος. Έτσι λόγω του ποταμιού αφενός δεν μπορούσε να υπάρξει πολύ βαθιά τάφρος αφετέρου οι αμυνόμενοι του σημείου εκείνου βρίσκονταν σε χαμηλότερο σημείο από τα εχθρικά πυροβόλα που θα τοποθετούνταν στους απέναντι ψηλότερους λόφους. Για αυτό ακριβώς το λόγο τόσο η εκλεκτή αυτοκρατορική φρουρά όσο και ο Ιουστινιάνης με τους έμπειρους στρατιώτες του αποφασίστηκε να παραμείνουν εκεί. Το δεύτερο ποιο επικίνδυνο σημείο ήταν το βόρειο τμήμα (κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών) που έφτανε μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Το τείχος αυτό (περίπου ένα χιλιόμετρο ) ήταν μονό και η τάφρος δεν είχε το ίδιο βάθος.

Το θαλάσσιο τείχος ήταν επίσης μονό σε όλο του το μήκος και χωριζόταν σε δύο ουσιαστικά μέρη , ένα τείχος περίπου 8,5 χλμ. που κάλυπτε την Προποντίδα και ένα αντίστοιχο 5,5 χλμ. που κάλυπτε τον Κεράτιο κόλπο. Τα θαλάσσια τείχη της Προποντίδας (που είχαν ύψος 12-15 μέτρα) είχαν φυσικούς συμμάχους, το βραχώδες έδαφος, τα θαλάσσια ρεύματα και την παρουσία αρκετών υφάλων που εμπόδιζαν την εύκολη προσάραξη πλοίων. Έτσι οι αμυνόμενοι μπορούσαν να διαθέσουν εκεί τις λιγότερες δυνάμεις για άμυνα. Αντίθετα τα τείχη του Κεράτιου κόλπου ήταν ποιο ευάλωτα , όχι μόνο γιατί ήταν λίγο χαμηλότερα (10 μέτρα) αλλά και γιατί τα νερά και η μορφολογία του εδάφους καθιστούσαν ευκολότερη την πρόσβαση στις ακτές. (Η άλωση του 1204 από τους Φράγκους είχε επιτευχθεί από αυτή την πλευρά).

Για αυτό είχε τοποθετηθεί στην είσοδο του κόλπου μια τεράστια βαριά αλυσίδα κατασκευασμένη από χοντρά κομμάτια ξύλου τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με σιδερένια ραβδιά και αλυσίδες. Η αλυσίδα στηριζόταν σε πολύ ισχυρές βάσεις που υπήρχαν στις δύο ακτές της στεριάς. Πίσω από την αλυσίδα θα βρίσκονταν τα πλοία που θα υπεράσπιζαν την πόλη. Στις 5 Απριλίου με τον ερχομό και του τουρκικού στόλου ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες , με τον Μεχμέτ να δίνει το σύνθημα για την
έναρξη της πολιορκίας. Για να τηρήσει το ισλαμικό τυπικό στέλνει αντιπροσωπεία ζητώντας την παράδοση της πόλης υποσχόμενος να σεβαστεί τις ζωές όλων, με την απάντηση να είναι αρνητική . Για τους αμυνόμενους η μεγαλύτερη αγωνία αφορούσε τις δυνατότητες των πυροβόλων του Οθωμανικού στρατού.

Η έναρξη της πολιορκίας
Από τις πρώτες ημέρες έγινε φανερό ότι το πάρσιμο της πόλης δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση όπως παραδέχεται και ο Τουρσούν Μπέης :


<< Το παρθένο φρούριο της Κωνσταντινούπολης ουδέποτε ήταν διατεθειμένο να δεχτεί τις προτάσεις γάμου των μοναρχών του παρελθόντος και ο βασιλιάς του δεν ήταν κανένας βδελυρός που θα έσκυβε το κεφάλι μπροστά στον εχθρό >>.

Ο Μεχμέτ αντιλαμβανόταν ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την κατάκτηση της πόλης ήταν τα ισχυρά τείχη της, για το λόγο αυτό είχε δώσει εντολή στους πυροβολητές του, να τα βομβαρδίζουν ακατάπαυστα , ώστε να προκληθούν σε αυτά οι μεγαλύτερες δυνατές φθορές. (Πάντως τα κανόνια της εποχής μπορούσαν να πραγματοποιούν ελάχιστες βολές κάθε ημέρα λόγω του υπαρκτού κινδύνου έκρηξης τους , εξαιτίας της ψύξης του μετάλλου μετά την βολή ). Από την δική τους πλευρά οι αμυνόμενοι τοποθετούσαν στα τείχη , δέρματα , σακιά με μαλλί και διάφορα άλλα υλικά που θα μπορούσαν να απορροφήσουν την ορμή των βολών, ενώ κυρίως με βαρέλια γεμάτα χώμα μπάλωναν όσο ήταν δυνατό τις ζημιές στο εξωτείχιο το οποίο αποκαλούσαν και σταύρωμα. Παράλληλα σε καθημερινή βάση τα τουρκικά στρατεύματα ερχόντουσαν παράτολμα κοντά στην τάφρο ρίχνοντας της κάθε είδους υλικό με σκοπό να την γεμίσουν, ενώ κάθε βράδυ οι αμυνόμενοι , στρατιώτες και πολίτες πήγαιναν και την άδειαζαν …

Στις 18 Απριλίου και αφού οι πρώτες φθορές στα τείχη ήταν πλέον γεγονός, ο Σουλτάνος έδωσε εντολή για την πρώτη σοβαρή επίθεση. Τα τουρκικά στρατεύματα ενθαρρυμένα και από τους δερβίσηδες, ερχόντουσαν με μεγάλο φανατισμό προσπαθώντας να γεμίσουν την τάφρο, να στήσουνε τις σκάλες και να εισβάλλουν στην πόλη, όμως η συντονισμένη αντίσταση των αμυνομένων θα αποδειχτεί αποτελεσματική αναγκάζοντας τον στρατό του Μεχμέτ σε αποχώρηση.
Χαρακτηριστικά το Σλαβονικό χρονικό αναφέρει :

<< Οι Τούρκοι αφού με κραυγές και αλαλαγμούς έκαναν την ανίερη προσευχή τους , έβαλαν να βαράν ζουρνάδες και πίπιζες και νταούλια και σέρνοντας τα κανόνια και άλλα πυροβόλα άρχισαν να χτυπάν την πόλη, εχτύπαγαν και με τουφέκια και τόξα απροσμέτρητα , οι πολεμιστές του κάστρου από τα αναρίθμητα μυσδράλια δεν ημπορούσαν να μείνουν απάνω στα τείχη , εκρύβονταν και περίμεναν την έφοδο κι άλλοι έρριχναν με τα κανόνια και με τα άλλα πυροβόλα όπως ημπορούσαν κι εσκότωσαν πάρα πολλούς Τούρκους. Έτσι εχτυπιούνταν κι ερίχνονταν ο ένας απάνω στον άλλον σε όλο το κάστρο μέχρι να τους χωρίσει η νύχτα με το σκοτάδι , οι Τούρκοι υποχώρησαν στα στρατόπεδα τους χωρίς να νοιαστούν για τους νεκρούς τους (διακόσιοι σύμφωνα με τον Barbaro) κι οι υπερασπιστές του κάστρου έπεσαν χάμω από την κούραση σαν πεθαμένοι , οι φρουροί μόνο έμειναν απάνω στα τείχη >>.

Την επομένη ο Μεχμέτ δίνει εντολή να πραγματοποιηθεί και η πρώτη θαλάσσια επίθεση. Βασικός στόχος της ήταν το σπάσιμο της αλυσίδας και ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός της πόλης , αλλά παρά την λυσσώδη επίθεση του Μπαλτόγλου του εξωμότη ναυάρχου του Σουλτάνου, τα ανώτερα ποιοτικά σκάφη των αμυνομένων κράτησαν και όλοι έβγαλαν ένα στεναγμό ανακούφισης. Το ηθικό των αμυνομένωνανεβαίνει και θα ανέβει ακόμα περισσότερο όταν στις 20 του μήνα , τέσσερα πλοία(ένα που είχε στείλει ο Αυτοκράτορας για συλλογή τροφίμων με πλοιοκτήτη τον Ιταλό Φραντσέσκο Λεκανέλλα,γνωστότερο στην ελληνική ιστοριογραφία ως… Φλαντανελλά και τρία Γενουατικά,όχι απόλυτα εξακριβωμένο από ποιον ναυλωμένα), κατάφεραν να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό και ύστερα από πολύωρη μάχηνα εισέρθουν στην πόλη. Το γεγονός αυτό ενθουσίασε τους υπερασπιστές που ήλπιζαν και σε περαιτέρω βοήθεια , ενώ αντίθετα έφερε γκρίνια και μουρμούρα στο Οθωμανικό στρατόπεδο. Βλέποντας την κατάσταση αυτή ο πνευματικός του Σουλτάνου, Ακσεμσεντίν τον προειδοποιούσε να λάβει γρήγορα δραστικά μέτρα γιατί τα συμβάντα αυτά είχαν ρίξει το ηθικό του στρατού.

Το κακό κλίμα επιβεβαιώνεται και από τον Τουρσούν μπέη που γράφει ότι η αποτυχία αυτή είχε προκαλέσει δυσαρέσκεια και σύγχυση στις τάξεις των Μουσουλμάνων… Ο Μεχμέτ πράγματι κινήθηκε αστραπιαία καθαιρώντας τον Μπαλτόγλου και περνώντας με δίολκο εβδομήντα περίπου
καράβια στον Κεράτιο κόλπο διαμέσου στεριάς πίσω από το γενουατικό φρούριο του Πέρα , μεταφέροντας έτσι τον προβληματισμό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μάλιστα σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό τότε άρχισαν και οι πρώτες προτροπές προς τον Αυτοκράτορα για να εγκαταλείψει την πόλη… Επειδή ο κίνδυνος ήταν μεγάλος , αποφασίστηκε να σταλούν κρυφά την νύχτα πυρπολικά πλοιάρια με στόχο να βάλουν φωτιά στα πλοία και την πρωτοβουλία ανέλαβαν οι Ενετοί συνεπικουρούμενοι από Έλληνες τους οποίους θα προστάτευαν δύο μεγάλα πλοία. Όμως και ενώ όλα ήταν έτοιμα , μια αντιπροσωπεία από Γενουάτες ήρθε ζητώντας την αναβολή της επιχείρησης, ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν και εκείνοι.

Η αμφιβολία για το εγχείρημα και η ελπίδα ότι η συμμετοχή των Γενουατών θα αύξανε τις πιθανότητες επιτυχίας, είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει δεκτό το αίτημα τους και να μετατεθεί η επιχείρηση. Η καθυστέρηση όμως αποδείχτηκε επώδυνη , αφού όταν τελικά έγινε η απόπειρα στις 28 του μήνα, οι Τούρκοι ήταν ειδοποιημένοι και βομβαρδίζοντας όλα τα πλοία ανάγκασαν τα μεν μεγάλα να υποχωρήσουν τα δε μικρά τα βούλιαξαν… Όσους συνέλαβαν ζωντανούς τους ανασκολόπισαν (παλούκωσαν) αφήνοντας τους να αργοπεθαίνουν σε ορατό σημείο από τα τείχη της πόλης … Τότε (όπως αναφέρει ο Φραντζής) ο Κωνσταντίνος διέταξε να ανεβάσουν 260 περίπου Τούρκους αιχμαλώτους στα τείχη και να τους σκοτώσουν για αντίποινα… Την ίδια στιγμή ανάμεσα σε Ενετούς και Γενοβέζους κόντευε να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, με τους τελευταίους μάλιστα να κατηγορούν τους Ενετούς για προχειρότητα και ερασιτεχνισμούς. Τα πράγματα μέσα στην πόλη ήταν δύσκολα αφού εκτός από το διογκούμενο οικονομικό πρόβλημα , άρχιζε να υπάρχει έλλειψη τροφίμων αλλά και συμπτώματα λιποταξιών στα τείχη, κυρίως από ανθρώπους που νοιάζονταν για το πώς θα θρέψουν τις οικογένειες τους …

Τα ζητήματα ήταν σοβαρά αφού συν τοις άλλοις έδιναν πάτημα και σε εκείνους που ποτέ δεν έπαυαν να υποσκάπτουν το φρόνημα του λαού , μιλώντας για παράδοση και αιχμαλωσία. Χαρακτηριστικά ο Φραντζής αναφέρει:

<< Ορισμένοι απείθαρχοι και ελεεινοί από τους δικούς μας βρήκαν τώρα την ευκαιρία , εξαιτίας της δύσκολης θέσης μας , να πραγματοποιήσουν όσα πονηρά είχαν στο μυαλό τους δημιουργώντας φασαρίες κάθε μέρα. Χωρίς φόβο Θεού, δίχως να ντρέπονται το Βασιλέα ή τους συμπολίτες τους, τριγύρναγαν στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης βρίζοντας χυδαία και κατηγορώντας το δύστυχο αυτοκράτορα και τους άλλους άρχοντες >>.
Σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση στο οικονομικό πρόβλημα ο αυτοκράτορας απευθύνθηκε σε πλούσιους πολίτες, όμως όπως αναφέρει ο Λεονάρδος ο Χίος :


<< Εκείνοι τους οποίους κατάβρεξε με ένα πλεονασμό δακρύων ο δυστυχής αυτοκράτορας για να του δανείσουν χρήματα προκειμένου να στρατολογήσει στρατεύματα, ορκίσθηκαν πως είναι πτωχοί κι ότι εξαιτίας των δύσκολων καιρών δεν τους έχει απομείνει τίποτε. Κι ήταν εκείνοι οι ίδιοι που ο εχθρός τους βρήκε αργότερα πλουσιότατους. Εκείνοι από τους οποίους μόνο κάποιοι, πολύ λίγοι έκαναν εθελοντικές προσφορές >>.

Τελικά για την εξεύρεση χρημάτων αποφασίστηκε να παρθούν από τους ναούς διάφορα σκεύη και αναθήματα , ενώ με μεγάλη προσοχή επιτροπές επισιτισμού άρχιζαν να μοιράζουν τρόφιμα στα σπίτια και ορίστηκαν βάρδιες που θα πρόσεχαν το θέμα των λιποταξιών . 

Ο αγώνας κορυφώνεται
Το ίδιο διάστημα ο Μεχμέτ γενικεύει τις προσπάθειες για κατάληψη της πόλης. Έτσι και ενώ οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονται, επιχειρεί παράλληλα είτε σκάβοντας λαγούμια , είτε με μεγάλους πολιορκητικούς πύργους να εισχωρήσει στην πόλη. Η ύπαρξη των λαγουμιών (κυρίως κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας), υπέπεσε έγκαιρα στην αντίληψη των αμυνομένων και αμέσως ένας έμπειρος από ορυχεία άνθρωπος του Ιουστινιάνη , ο Ιωάννης Γκραντ , τους είπε τι έπρεπε να κάνουν…Βασικός στόχος των πολιορκητών ήταν να τοποθετηθούν ξύλινα υποστυλώματα κάτω από τα τείχη στη θέση του σκαμμένου εδάφους , στα οποία στην συνέχεια θα έβαζαν φωτιά με την ελπίδα ότι με τον τρόπο αυτό μεγάλα σημεία των τειχών θα έπεφταν…Παράλληλα έσκαβαν και άλλα λαγούμια , μέσω των οποίων θα επιχειρούσαν να εισέλθουν στην πόλη…

Όμως οι αμυνόμενοι με την πολύτιμη συνδρομή του Γκραντ , κατάφεραν να τα εντοπίσουν και να τα καταστρέψουν, ενώ για να αποθαρρύνουν την συνέχεια των προσπαθειών, δεν δίστασαν (σύμφωνα με τον Barbaro) να αποκεφαλίσουν μπροστά στους Τούρκους και ορισμένους τεχνίτες που είχαν πιάσει αιχμαλώτους…Ωστόσο παρά τις συνεχόμενες αποτυχίες και το κόστος σε ζωές, ο Μεχμέτ (επειδή ήθελε να εξαντλήσει τους αμυνόμενους ) , διέταξε την συνέχιση των προσπαθειών έως και λίγες ημέρες πριν την τελική επίθεση, όταν και αποφάσισε τον οριστικό τερματισμό τους. Πέρα όμως
από τις υπόγειες είχαμε και τις επίγειες προσπάθειες εξουδετέρωσης των αμυντικών συστημάτων της πόλης, με την χρησιμοποίηση μεγάλων κινητών πύργων καλυμμένους με δέρματα για να μην αρπάζουν εύκολα φωτιά. Στις επάλξεις των πύργων αυτών υπήρχαν τοξοβόλοι, βασικός στόχος των οποίων ήταν να κτυπήσουν κάθε αμυνόμενο που θα επιχειρούσε να εμποδίσει εκείνους που με κάθε είδους υλικό προσπαθούσαν να γεμίσουν την τάφρο.

Η κατάσταση ήταν δύσκολη, όμως οι αμυνόμενοι κατάφεραν να εξουδετερώσουν και αυτές τις ενέργειες, είτε χάρις σε παράτολμους στρατιώτες που ντυμένοι τούρκικα κατόρθωσαν να προσεγγίσουν τους πύργους βάζοντας τους φωτιά, είτε γιατί όπως αναφέρει το Σλαβονικό χρονικό , οι υπερασπιστές προνοώντας είχαν κρύψει από πριν φουρνέλα τα οποία ανατίναζαν τινάζοντας στον αέρα πύργους και ανθρώπους…Μάλιστα ο Νέστωρ Ισκεντέρ (συγγραφέας του Σλαβονικού χρονικού) αναφέρει ότι οι αμυνόμενοι άναβαν και μπάλες με ρετσίνι , τις οποίες εκσφενδόνιζαν ενάντια στους Τούρκους , ώστε ακόμη και αν κάποιος γλύτωνε από την έκρηξη να μην γλυτώσει από την φωτιά… Τα γεγονότα αυτά γίνονταν μάλιστα μπροστά στα μάτια του Μεχμέτ που είχε φρυάξει αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε… Για να αντιστρέψει το κλίμα επιχειρεί στις 7 Μαΐου μεγάλη επίθεση που καταλήγει σε μάχη σώμα με σώμα μπροστά από ένα μισογκρεμισμένο πύργο στην πύλη του Αγίου Ρωμανού που παρουσιάζεται από το Σλαβονικό χρονικό.

<< Κι όταν ήταν πια μεγάλο το χάλασμα , αμέσως πλήθος ασκέρια όρμησαν αλαλάζοντας στο μέρος αυτό πατώντας ο ένας τον άλλον. Τα ίδια και οι Έλληνες από την μεριά της πόλης και χτυπιούνταν πρόσωπο με πρόσωπο ουρλιάζοντας σαν θηρία. Ήταν φρικτό να βλέπει κανείς και των δύο την δύναμη και παρατολμία. Ο Γιουστινάνης με κάμποσους πολεμιστές όρμησε κραυγάζοντας απάνω στους Τούρκους με τόση αφοβία , ώστε εν ριπή οφθαλμού τους επέταξε κάτω από τα τείχη κι εγέμισε το χαντάκι σκοτωμένους. Ένας δε Γενίτσαρος ο Αμουράτ , πολύ δυνατός στο κορμί , ετρύπωσε μες τους Έλληνες , έφτασε ως τον Γιουστινιάνη κι άρχισε να τον χτυπά με θηριωδία. Τότε κάποιος από τους Έλληνες επήδησε από το τείχος και του πήρε το κεφάλι με το πελέκι κι έτσι έσωσε τον Γιουστινιάνη από θάνατο. Ο φλαμπουριάρης (σημαιοφόρος) της δυτικής πλευράς (ευρωπαικών στρατευμάτων) Αμάρμπεης έπεσε με τα ασκέρια του απάνω στους Έλληνες κι έγινε πολύ φονική μάχη. Φτάνει τότε μέσα από την πόλη κι ο στρατηγός Ραγκαβής με κάμποσους δικούς του , βοήθεια των Ελλήνων που πολέμαγαν τους Τούρκους και τους επήρε κυνήγι φτάνοντας ως τον ίδιο τον Αμάρμπεη. Αυτός σαν είδε τον Ραγκαβή να κόβει αλύπητα τους Τούρκους , έσυρε την σπάθα του κι ερρίχτηκε εναντίον του κι εχτυπήθηκαν οι δυό τους πολύ άγρια. Ο Ραγκαβής επήδησε σε μια πέτρα και τον εβάρεσε με την σπάθα του στον ώμο και με τα δυο του χέρια , κόβοντας τον στα δύο γιατί ήταν χεροδύναμος. Οι Τούρκοι ουρλιάζοντας από το κακό τους τον εκύκλωσαν πάρα πολλοί και τον χτυπούσαν. Επάλεψαν σφοδρά οι Έλληνες για να τον πάρουν και να τον εγλυτώσουν μα δεν εμπόρεσαν , έπεφταν πολλοί και τον Ραγκαβή τον έκαναν κομμάτια…>>.

Όμως η θυσία του δεν πήγε χαμένη, αφού ο θάνατος του Τούρκου σημαιοφόρου είχε σπάσει την ορμή της επίθεσης υποχρεώνοντας τους επιτιθέμενους σε υποχώρηση. Τότε οι αμυνόμενοι βγήκαν και μάζεψαν το σώμα του θάβοντας το με τιμές. Η πόλη είχε σωθεί όμως οι απώλειες ανδρών και οι φθορές στα τείχη , αναγκάζουν τον Αυτοκράτορα να προτείνει σε τετρακόσιους Ενετούς ναύτες να μεταφερθούν από τα πλοία στα χερσαία τείχη ώστε να καλυφθούν τα όλο και μεγαλύτερα κενά. Εκείνοι αν και στην αρχή αντιδρούν, τελικά (με την καθοριστική παρέμβαση του Ενετού διοικητή Μινότο ) θα δεχτούν να μετατεθούν στην πύλη της Ξυλόπορτας, δηλαδή στο σημείο όπου το στεριανό τείχος έφτανε στον Κεράτιο κόλπο. Τα μεσάνυχτα της 12ης Μαΐου μια νέα τεράστια τουρκική στρατιά επιχειρεί ακόμη μία συντονισμένη και ορμητική επίθεση αυτή την φορά στις Βλαχέρνες . Η επίθεση ήταν πάλι πολύ ισχυρή, μάλιστα για πρώτη φορά αρκετοί Τούρκοι φαίνεται ότι διέσπασαν την αμυντική γραμμή …

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και ο Παλαιολόγος με τον Ιουστινιάνη μαζί με κάθε διαθέσιμο εφεδρικό σώμα πήγαν αμέσως να βοηθήσουν την άμυνα που φαινόταν ότι κατέρρεε. Οι αμυνόμενοι ύστερα από λυσσώδεις μάχες θα καταφέρουν να εκδιώξουν τους εισβολείς αποκαθιστώντας και τις ζημιές που είχαν υποστεί τα τείχη. Και αυτό το περιστατικό περιγράφεται από το Σλαβονικό χρονικό:

<< Έρχονται λοιπόν και λένε στον Καίσαρα ότι οι Τούρκοι εμπήκαν στο κάστρο και νικάνε τους πολεμιστές. Έτρεξε αμέσως ο Καίσαρ κι όλοι οι άρχοντες και στρατηγοί. Οι στρατηγοί επέρασαν εμπρός από τον Καίσαρα και τους άρχοντες και έτρεχαν σε βοήθεια. Στο δρόμο συναντούσαν πολλά πλήθη που έφευγαν, έτρεχαν να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Τους έβαλαν εμπρός χτυπώντας τους και τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω. Ο Γιουστινιάνης με τους άλλους στρατηγούς επολέμαγε τους Τούρκους μέσα στην πόλη , κι άλλοτε τους έβαναν μπροστά οι Τούρκοι , άλλοτε γύριζαν πίσω, οχυρώνονταν κι επολέμαγαν , ενώ άλλοι Τούρκοι είχαν στήσει γιοφύρια πάνω στα χαντάκια κι έμπαινε στην πόλη η καβαλαρία.

Φτάνοντας οι στρατηγοί έσμιξαν με τον Γιουστινιάνη κι έπεσαν με ορμή απάνω στους Τούρκους και τους επήγαν ίσαμε τα τείχη, αλλά τώρα μέσα στην πόλη έμειναν πολλοί Τούρκοι καβαλαρία και πεζοί και πάλι έκαναν πίσω τους στρατηγούς και τους εχτύπαγαν αλύπητα χιμώντας απάνω τους σαν θηρία.

Αν δεν έφτανε εγκαίρως ο Καίσαρ πάει η πόλη, εκείνη θα’ ταν η τελευταία της στιγμή. Φτάνοντας έβαλε τις φωνές να δώκει θάρρος στους δικούς του, εβρυχήθηκε σαν λιοντάρι κι όρμησε καταπάνω στους Τούρκους με την διαλεχτή του φρουρά, πεζικάριους και καβαλάρηδες και τους εχτύπησε σκληρά… >>.

Μετά την αποτυχία των χερσαίων επιχειρήσεων οι Τούρκοι αλλάζουν ρότα, επιχειρώντας με συνεχείς θαλάσσιες επιδρομές αλλά και βομβαρδισμούς να καταστρέψουν τόσο την αλυσίδα που εμπόδιζε την είσοδο στον Κεράτιο , όσο και τα πλοία που την προστάτευαν, όμως η ετοιμότητα αλλά και η ποιοτική υπεροχή των αμυνομένων θα εμποδίσει για μια ακόμη φορά την υλοποίηση των σχεδίων τους. Ωστόσο παρά τον ηρωισμό πολλών, τα πολυποίκιλα προβλήματα όλο και δυσχέραναν την προσπάθεια, ενώ η ψυχολογία των αμυνομένων θα δεχτεί νέο χτύπημα όταν στις 23 Μαΐου ένα πλοιάριο που είχε σταλεί για να εντοπίσει αν υπάρχει χριστιανικός στόλος στο Αιγαίο, επέστρεψε λέγοντας ότι δεν βρήκε ούτε άκουσε τίποτα. Την επόμενη ημέρα ο άριστα πληροφορημένος Σουλτάνος στέλνει επιτροπή, ζητώντας να του παραδοθεί η πόλη. Σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό ο αυτοκράτορας συγκαλεί συμβούλιο και σε αυτό είναι πλέον αρκετοί εκείνοι που του ζητούν να αποχωρήσει...

Οι εξελίξεις και οι πιέσεις λυγίζουν προσωρινά τον Κωνσταντίνο που (σύμφωνα με τον Nicolo Barbaro) θα δακρύσει αλλά και (σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό) θα βουβαθεί πέφτοντας κάτω ξερός, με τους αυλικούς να προσπαθούν να τον συνεφέρουν περιχύνοντας τον με ανθόνερο… Οι ``παραινέσεις`` προς τον αυτοκράτορα για αποχώρηση , επιβεβαιώνονται και από τον Κριτόβουλο που αναφέρει :

<< Και τον επικείμενο τη Πόλει προφανή κίνδυνο ορών αυτοίς οφθαλμοίς και δυνάμενος αυτόν εκσώσαι και πολλούς έχων τους προς τούτο παρακαλούντες ουκ ηθέλησεν , αλλ’ είλετο συναποθανείν τη πατρίδι τε και τοις αρχομένοις , μάλλον δε και προαποθανείν αυτός, όπως μη ταύτην αλούσαν επίδοι και των οικητόρων τους μεν σφαττομένους ωμώς, τους δε δορυαλώτους απαγομένους αισχρώς >>.

Πάντως όταν ο αυτοκράτορας συνήλθε, ξεκαθάρισε σε όλους ότι η απόφαση του ήταν να αγωνισθεί μέχρις εσχάτων, ζητώντας παράλληλα να μην διαρρεύσει τίποτε από τα όσα συζητήθηκαν στο λαό για να μην πέσει το ηθικό του…Την απόφαση του αυτή θα γνωστοποιήσει λίγο αργότερα και στον ίδιο τον Σουλτάνο:

<< Το δε την Πόλην σοι δούναι , ουκ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη , κοινή γαρ γνώμη αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών >>.

Ύστερα από την απάντηση αυτή, ο Σουλτάνος συγκαλεί συμβούλιο στο οποίο ορίζεται ως ημέρα γενικής επίθεσης η Τρίτη 29η Μαΐου, ενώ παράλληλα δίνεται εντολή για συνεχόμενους κανονιοβολισμούς με στόχο την κάμψη του ηθικού των αμυνομένων, αλλά και την δημιουργία ακόμη μεγαλύτερων φθορών στα τείχη. Το γεγονός επαληθεύεται από τον Δούκα που αναφέρει ότι μέχρι το απόγευμα της Δευτέρας οι αμυνόμενοι δεν πήραν ανάσα…

<< Ο δε τύραννος ήρξατο ημέρα Κυριακή συνάπτειν πόλεμον Καθολικόν. Και δη εσπέρας γενομένης ουκ έδωσεν ανάπαυσιν τοις Ρωμαίοις τη νυκτί εκείνη. Ην γαρ η Κυριακή εκείνη των Αγίων Πάντων , άγων ο Μάιος ημέρα κζ. Επιφωσκούσης δε της ημέρας συνήψε πόλεμον ου τόσο άχρις ώρας ενάτης (σημ. τρεις το μεσημέρι) μετά δε την ενάτην διείλε τον στρατόν από του παλατίου μέχρι της Χρυσής Πύλης >>. 

Η παραμονή
Σε αντίθεση με τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, στο Οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσε ησυχία, αφού ο Σουλτάνος είχε ορίσει την παραμονή ως ημέρα ξεκούρασης και προσευχής. Το απόγευμα ο Σουλτάνος μάζεψε όλους τους αξιωματικούς του παροτρύνοντας τους με λόγια φλογερά να πολεμήσουν για τη δόξα του Ισλάμ, τονίζοντας ότι και αυτοί που θα πεθάνουν για την πίστη, τους περιμένει ανταμοιβή στην άλλη ζωή. Τους προέτρεψε να ξεκουραστού , να πλυθούν, να
ετοιμάσουν τα όπλα τους και με το σήμα που θα δοθεί να ξεκινήσουν την μεγάλη επίθεση και αλίμονο σε όποιον δεν θα είναι έτοιμος . Δεχόμενος την συμβουλή του πνευματικού του Ακσεμσεντίν, έδωσε εντολή στους ντελάληδες να διαλαλήσουν σε όλο το στρατόπεδο , ότι εκτός από τα κτίρια, όλα τα άλλα τους ανήκουν και για τρεις ημέρες μπορούν να κάνουν ότι θέλουν…Στην συνέχεια κάλεσε τους επιτελείς του με σκοπό να κανονιστούν τα πάντα για την αυριανή μεγάλη επίθεση , ξέροντας ότι εάν αποτύγχανε , τα πράγματα θα ήταν δύσκολα και για αυτόν.


Την νύχτα άναψαν χιλιάδες φωτιές σε όλο το στρατόπεδο αρχίζοντας να φωνάζουν ιαχές και αλαλαγμούς, ένα θέαμα φανταστικό αλλά και τρομακτικό…Την ανατριχιαστική στιγμή των ιαχών περιγράφει και ο Λεονάρδος ο Χίος σε επιστολή του προς τον Πάπα :

<< Ω !! εάν ήσαστε σε θέση να ακούσετε τις κραυγές που έφταναν μέχρι τον ουρανό : Illala , Illala Machomet Russullala (Ο Θεός είναι ένας και ο Μωάμεθ ο προφήτης του) είναι σίγουρο ότι θα μένατε κατάπληκτοι… >>.

Από την άλλη πλευρά σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα ο Κωνσταντίνος προσπαθεί να εμψυχώσει τους ανθρώπους του, τονίζοντας τους ότι πολεμάνε για ιερό σκοπό, ότι είναι ανώτεροι και για αυτό θα νικήσουνε , δίνοντας και συμβουλές στρατιωτικής φύσης . Ο λόγος του ανεβάζει την ψυχολογία, όλοι είναι έτοιμοι να διαθέσουν ότι δυνάμεις έχουν για τη σωτηρία της πόλης, ενώ αποφασίζεται να γίνει και μια λειτουργία στον ναό της Αγίας Σοφίας. Μέσα σε μια έντονα συγκινησιακή ατμόσφαιρα και χωρίς να κρατιούνται οι τύποι, χιλιάδες άνθρωποι προσεύχονται και κοινωνούν, ακούγοντας με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, ενώ μετά αρχίζουν με δάκρυα στα μάτια και με πρώτο τον Βασιλιά να ζητούν ο ένας συγχώρεση από τον άλλον. Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει από την Αγία Σοφία και μια μεγάλη λιτανεία που θα διασχίσει σημαντικό μέρος της πόλης σε μια προσπάθεια να εμψυχωθεί ο κόσμος. Κατόπιν ο Κωνσταντίνος φεύγει για να αποχαιρετήσει τους ανθρώπους του στο παλάτι, ενώ μετά πηγαίνει στα τείχη για να εμψυχώσει και τους πολεμιστές του.

Μάλιστα σε μια προσπάθεια ψυχολογικού ντοπαρίσματος των στρατιωτών, πάρθηκε η απόφαση να κλειδωθούν όλες οι πύλες εισόδου προς την πόλη, ένα μεσαιωνικό "η ταν ή επί τας" δηλαδή, για να γίνει ποιο ξεκάθαρο το ότι όλοι είναι αποφασισμένοι να νικήσουν ή να πεθάνουν… 

29η Μαΐου 1453
Στις 02.00 το πρωί περίπου, μια σειρά ήχων από μουσικά όργανα όπως τύμπανα και καραμούζες σηματοδοτούν την έναρξη της γενικής επίθεσης. Η εφόρμηση είναι μαζική πραγματοποιούμενη από το σύνολο των ατάκτων δυνάμεων του Οθωμανικού στρατού σε όλο το μήκος των χερσαίων και θαλασσίων τειχών, επικεντρωμένη όμως στα τρία ευάλωτα σημεία των χερσαίων τειχών ( δηλαδή την πύλη του Αγίου Ρωμανού , τις Βλαχέρνες και την πύλη της Καλιγαρίας). Ειδικά στην περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού οι ζημιές στα τείχη της πόλης από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς είναι μεγάλες. Ο κίνδυνος είναι ορατός για αυτό και το σημείο το υπερασπίζονται οι πλέον ικανοί στρατιώτες των αμυνομένων (περίπου 2.000) με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο και τον Ιουστινιάνη. Βασικός στόχος του Μεχμέτ είναι η εξάντληση των αμυνομένων γεγονός που θα διευκόλυνε το έργο των επόμενων επιθέσεων από τον τακτικό στρατό του…

Οι δυνάμεις των ατάκτων φτάνοντας κοντά στα τείχη, άρχισαν να εξαπολύουν χιλιάδες αντικείμενα όπως βέλη, πέτρες και βλήματα από τα όπλα της εποχής, αναγκάζοντας τους αμυνόμενους να καλυφθούν πίσω από τα αναχώματα. Την ίδια στιγμή χιλιάδες άλλοι επιχειρούν να στήσουν σκάλες για να ανέβουν στο σταύρωμα. Οι αμυνόμενοι παρά τον καταιγισμό των πυρών , αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις , αφού είναι καλά προετοιμασμένοι, εκτοξεύοντας με την σειρά τους στους πολιορκητές, πέτρες, καυτό λάδι και πίσσα. Την ίδια στιγμή από τους πύργους των μέσα τειχών εκτοξεύονται συνεχή πυρά από όπλα ,τόξα και σαΐτες που προκαλούν μεγάλες φθορές στους επιτιθέμενους. Ειδικά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού η ποιοτική υπεροχή των αμυνομένων εξαναγκάζει σε πλήρη αποτυχία τις επιθέσεις των ατάκτων υποχρεώνοντας τους σε οπισθοχώρηση…

Όμως ο Μεχμέτ έχοντας προβλέψει το ενδεχόμενο αυτό, έχει τοποθετήσει την αστυνομία του, με σαφή εντολή να τους εξαναγκάσουν να γυρίσουν πίσω, αλλά και να σφάζουν όποιον δεν υπακούει…

Η θέση των ατάκτων είναι δύσκολη, βρισκόμενοι ουσιαστικά μεταξύ δύο πυρών…

Έτσι πραγματοποιούν νέες επιθέσεις απελπισίας, που όμως και αυτές αποκρούονται με την ίδια επιτυχία από τους υπερασπιστές των τειχών, αναγκάζοντας τον Μεχμέτ μετά από δύο ώρες να διατάξει γενική υποχώρηση. Το ηθικό των αμυνομένων ανεβαίνει και ιαχές νίκης ακούγονταν δυνατές ειδικά μάλιστα , όταν φτάνουν οι πληροφορίες ότι οι επιθέσεις αποκρούστηκαν σε όλα τα σημεία των τειχών. Όμως πριν προλάβουν καν οι άντρες να βάλουν λίγο νερό στο στόμα του , να πάρουν μια ανάσα αλλά και να προλάβουν να επισκευάσουν έστω και πρόχειρα τα τείχη και ενώ ήδη ήταν εξουθενωμένοι, επιτίθεται στην πόλη το δεύτερο κύμα που αποτελείτο από το σύνολο του τακτικού στρατού. Και στην δεύτερη επίθεση ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων κατευθύνεται προς την πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ αρκετή πίεση δέχεται και η περιοχή του παλατιού των Βλαχερνών, που είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα στρατεύματα της ξηράς ,αλλά και τοξότες και τυφεκιοφόρους που από τα ψηλότερα σημεία των καραβιών έριχναν πληθώρα πυρών προς τους υπερασπιστές. Παρόλα αυτά οι Ενετοί υπερασπιστές τους απέκρουσαν σθεναρά και τους απώθησαν με επιτυχία.

Η επίθεση των τακτικών στρατευμάτων διεξάγεται με την ίδια ορμή αλλά και με μεγαλύτερη τάξη σε σχέση με τις επιθέσεις των ατάκτων, ενώ πολλοί από αυτούς φορούσαν αλυσιδωτούς θώρακες, κρατώντας και μεγάλες ασπίδες που τους προστάτευαν από τα βέλη και τις σαΐτες των αμυνομένων.

Γρήγορα αρκετοί έστησαν σκάλες πάνω στο σταύρωμα και ορισμένοι ανέβηκαν πάνω σε αυτό δίνοντας πλέον μια μάχη σώμα με σώμα με τους κατάφρακτους ιππότες που υπερασπίζονται την περιοχή του Αγίου Ρωμανού. Την σκληρότητα της μάχης περιγράφει με γλαφυρότητα και ο Τουρσούν Μπέης :

<< Οι γαζήδες απ’ έξω και οι στασιαστές από μέσα πολεμούσαν σώμα με σώμα. Τα βλήματα από τα κανόνια και τα τουφέκια πήγαιναν και έρχονταν. Πόσα κεφάλια χωρίστηκαν από τα σώματα τους ! Καθώς ο καπνός από τη νάφθα ανέβαινε , όμοιος με σύννεφο , οι ειδωλολάτρες έκαναν να πέφτουν βροχή πάνω στους γαζήδες οι σπίθες. Χτυπούσαν οι ασπίδες πάνω στο φρούριο τόσο που έσκιζαν τη φλόγα της νάφθας. Πρόσφεραν στους πύργους την αιχμή του δόρατος που έριχνε κάτω τον μαχητή. Καθώς έγινε ένα με το χώμα μια στοά, σε διάφορα σημεία το έδαφος κάτω από το φρούριο ήταν διάτρητο. Έτσι άναψε η φωτιά της μάχης και η σκόνη της πάλης αιωρούνταν μέχρι τις πρώτες ώρες του πρωινού >>.

Η κατάσταση είναι πλέον οριακή και η νίκη δείχνει να φτερουγίζει πότε προς την μία και πότε προς την άλλη πλευρά. Σε μια προσπάθεια ψυχολογικού επηρεασμού, στρατιώτες και από τις δύο πλευρές αρχίζουν να εκτοξεύουν εκατέρωθεν άγριες βρισιές. Οι αμυνόμενοι αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις, όμως οι εχθροί όχι μόνο είναι πολλοί αλλά και ψυχολογικά ντοπαρισμένοι αφού παρά τις μεγάλες απώλειες τους συνεχίζουν με αμείωτη ορμή και φανατισμό την προσπάθεια τους…Η κρισιμότητα της στιγμής γίνεται αντιληπτή από τον αγωνιούντα Μεχμέτ που δίνει εντολή να κτυπήσουν τα μεγάλα κανόνια του το σημείο αυτό , αδιαφορώντας για το γεγονός ότι έτσι θα χαθούν και αρκετοί δικοί του στρατιώτες… Ορισμένες βολές είναι επιτυχείς δημιουργώντας μεγαλύτερα χάσματα στα ήδη τραυματισμένα σε πολλά σημεία τείχη ,γεγονός που το εκμεταλλεύεται μια ομάδα τριακοσίων στρατιωτών του οθωμανικού στρατού που για πρώτη φορά καταφέρνει να εισχωρήσει στον περιβάλλοντα χώρο όπου βρίσκονται οι αμυνόμενοι.

Οι στιγμές που ακολουθούν είναι οι πλέον άγριες και αιματηρές από την αρχή του πολέμου. Οι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξουδετερώσει η μία την άλλη, σταδιακά όμως οι αμυνόμενοι καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες καταφέρνουν να εξολοθρεύσουν τους περισσότερους από τους αντιπάλους τους που κατά κάποιο τρόπο ήταν και εγκλωβισμένοι μέσα στα εχθρικά χαρακώματα , εκδιώκοντας και τους υπόλοιπους πέρα από αυτά…

Την ίδια στιγμή εξακολουθούσαν να μην φέρνουν αποτέλεσμα και οι επιθέσεις που επιχειρούσαν τα οθωμανικά στρατεύματα και σε άλλα επικίνδυνα σημεία, όπως την πύλη της Καλιγαρίας όπου δέσποζε η μορφή ενός μεσήλικα γίγαντα του Θεόδωρου Καρυστινού που με το τόξο του έκανε θραύση, την πύλη του Μυριανδρίου (Αδριανούπολης) την οποία υπερασπίζονταν οι αδερφοί Μποκιάρντι και την περιοχή των Βλαχερνών της οποίας ο επικεφαλής Ενετός Βάιλος (διοικητής) Μινότο έδινε ότι είχε και δεν είχε.

Η αποτυχία αυτή άρχισε να ανησυχεί τον Μεχμέτ που έδωσε εντολή για υποχώρηση και ανασύνταξη , ετοιμάζοντας στη νέα επίθεση να ρίξει στην μάχη και το τελευταίο του όπλο , τους Γενίτσαρους που ξεκούραστοι και ανυπόμονοι περίμεναν τέσσερις ώρες για να έρθει και η δική τους σειρά…Η προσωρινή αποχώρηση του Οθωμανικού στρατεύματος έκανε ακόμη ποιο έντονη την εξάντληση από την πολύωρη αντιπαράθεση αφού κατά την διάρκεια της μάχης η ένταση της δεν άφηνε να φανεί η κόπωση… Οι περισσότεροι αμυνόμενοι είναι εξουθενωμένοι , το βάρος της πανοπλίας τους φαίνεται ασήκωτο, η δίψα αφόρητη, όμως ήξεραν ότι ο αγώνας όχι μόνο δεν τελείωνε αλλά τώρα θα κορυφωνόταν…Τους Γενίτσαρους ο Μεχμέτ τους προόριζε αποκλειστικά για την πύλη του Αγίου Ρωμανού που τα κενά στα τείχη ήταν τεράστια, ενώ στα άλλα σημεία έχουμε ανασύνταξη και νέα επίθεση του δεύτερου κύματος του τακτικού στρατού . Οι Γενίτσαροι σε αντίθεση με τις άλλες επιθέσεις προχωρούν αργά και μεθοδικά επιτιθέμενοι κατά κύματα ενώ πολλοί από αυτούς είναι εφοδιασμένοι με άγκιστρα και άλλα εργαλεία με τα οποία θα προσπαθούσαν να διαλύσουν το πρόχειρα φτιαγμένο σταύρωμα.

Την ίδια στιγμή πλημμυρίδα από βέλη και ακόντια κατευθυνόταν προς την πλευρά των αμυνομένων ενώ τα κανόνια συνέχιζαν να ρίχνουν πολλά κιλά από μολύβι…Για ακόμη μια φορά η μάχη έφτανε σε οριακό σημείο. Οι Γενίτσαροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να στήσουν τις σκάλες και να περάσουν τα αναχώματα ενώ οι αμυνόμενοι εκτόξευαν εναντίον τους ότι υλικό ήταν διαθέσιμο προκαλώντας και σε εκείνους σημαντικές απώλειες. Οι μάχες ήταν ξανά σώμα με σώμα, με τους αμυνόμενους να αποδεκατίζονται από τις απώλειες, καταφέρνοντας ωστόσο με υπεράνθρωπη προσπάθεια να γκρεμίσουν από τα τείχη και τις σκάλες τους Οθωμανούς πολεμιστές, διατηρώντας ακόμη έστω και με μεγάλη δυσκολία τον έλεγχο της κατάστασης. Οι έμπειροι πολεμιστές των αμυνομένων ύστερα από μία ώρα μαχών και με το τρίτο κύμα επιθέσεων άρχιζαν να διαισθάνονται μια κάμψη στην ορμή του Οθωμανικού στρατού γεγονός που άφηνε να διαφανεί μια αχνή αισιοδοξία. Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης παρά την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ύστερα από πέντε ώρες μάχης, διατηρούσαν τις θέσεις τους, αρχίζοντας να πιστεύουν στη μεγάλη νίκη με τον αυτοκράτορα να παροτρύνει τους στρατιώτες του:

<< στήτε ανδρείως αδερφοί στήτε ανδρείως >>.

Γρήγορα ωστόσο δύο οδυνηρά και όχι απόλυτα διευκρινισμένα γεγονότα θα εξανεμίσουν τις ελπίδες των αμυνομένων , γέρνοντας οριστικά την ζυγαριά προς την οθωμανική πλευρά…

Η Πόλις Εάλω…
Οι συνεχείς κανονιοβολισμοί είχαν καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος των τειχών , αφήνοντας ουσιαστικά ακάλυπτους τους υπερασπιστές που όλες αυτές τις μέρες με κλαδιά , βαρέλια με χώμα και με ότι άλλο υλικό ήταν διαθέσιμο, προσπαθούσαν να επισκευάσουν όσο ήταν δυνατό τα γκρεμισμένα τείχη. Όμως αυτό το συνεχές πέρα δώθε , γινόταν πλέον ορατό από τους Τούρκους
τοξοβόλους. Έτσι στον βόρειο τομέα και για μεγαλύτερη ασφάλεια των μετακινήσεων αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ημιυπόγειο παραπόρτι που οδηγούσε κατευθείαν στον εξωτερικό περίβολο των τειχών. Το παραπόρτι αυτό λεγόταν Κερκόπορτα (ή Ξυλόκερκος) και βρισκόταν οκτακόσια μέτρα βόρεια της πύλης του Αγίου Ρωμανού (κοντά στην πύλη του Μυριανδρίου ή Αδριανούπολης), εκεί που το διπλό τείχος συναντούσε το μονό. Στη συμβολή των δύο αυτών οχυρώσεων υπήρχε ένα κάθετο τείχος πάχους 3,5 μέτρων, που ασφάλιζε την είσοδο από τον περίβολο στην πόλη και σε αυτό το τείχος είχε κατασκευαστεί η Κερκόπορτα, η διάμετρος της οποίας δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα και το ύψος τα τρία…

Την ώρα που η μάχη ήταν στην κορύφωση της (σύμφωνα με τον Δούκα), ορισμένοι Τούρκοι που είχαν εισχωρήσει στον περίβολο αντιλήφθηκαν την ύπαρξη της και ότι αυτή ήταν ανοικτή…Χωρίς να χρονοτριβήσουν πέρασαν το παραπόρτι και αμέσως επιτέθηκαν από πίσω στους αμυνόμενους που κατατρομαγμένοι αποχωρούν, με τους Τούρκους να καταλαμβάνουν τρεις πύργους, υψώνοντας παράλληλα και τις τουρκικές σημαίες. Στη συνέχεια οι Τούρκοι αυτοί (αρχικά πενήντα σύμφωνα με τον Δούκα) εκμεταλλευόμενοι τον πανικό που διακατείχε τους αμυνόμενους, κατάφεραν να σταθεροποιηθούν και επεκτεινόμενοι σταδιακά έφτασαν στο σημείο της κύριας μάχης στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι υπερασπιστές του σημείου εκείνου που μέχρι τότε κρατούσαν τις θέσεις τους , αντιλαμβάνονται ξαφνικά, ότι πολλά βέλη ερχόντουσαν από πίσω εναντίον τους και ότι αυτά προέρχονται από Τούρκους... Αμέσως κάθε μορφή άμυνας διαλύθηκε και οι περισσότεροι υπερασπιστές άρχιζαν να τρέχουν προς το εσωτερικό, με τον Οθωμανικό στρατό να ορμά ανενόχλητος πλέον στην πόλη. Τα όσα αναφέρει ο Δούκας επιβεβαιώνονται εν μέρει και από τον Τούρκο Σαντεντίν που διηγείται ότι όταν ο Οθωμανικός στρατός σταθεροποιήθηκε στον περίβολο , κατάφερε να ανοίξει όλες τις πύλες , με πρώτη αυτή της Αδριανούπολης .

Οι περισσότεροι όμως ιστοριογράφοι (όπως ο Φραντζής και ο Λεονάρδος ο Χίος) δεν αναφέρονται καθόλου σε αυτό το περιστατικό, είτε γιατί το αγνοούν, είτε γιατί πιθανότατα και αν ακόμη συνέβη (όπως περιγράφεται από τον Δούκα) να μην το θεώρησαν τόσο σημαντικό… Είναι αυτονόητο ότι σίγουρη άποψη δεν μπορεί να υπάρξει, φαίνεται όμως και από υπονοούμενα άλλων ιστοριογράφων (όπως του Καρδινάλιου Ισίδωρου που σε επιστολή του προς τον Βησσαρίωνα επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι το τμήμα των τειχών στην πύλη της Καλιγαρίας αποδείχτηκε τελικά το ποιο αδύναμο…) ότι κάποιοι Τούρκοι μπόρεσαν να σπάσουν την άμυνα σε εκείνη την περιοχή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα πάντα είχαν κριθεί, αφού και λίγοι ήτανε, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα μέρη οι αμυνόμενοι ακόμη κρατάγανε. Σε κάθε περίπτωση πάντως ήταν επιτακτική ανάγκη η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος, όμως τότε συνέβη ένα ακόμη σημαντικότερο γεγονός που έκρινε οριστικά τον αγώνα…

Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο Ιουστινιάνης από την αρχή της μάχης δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να πολεμά, να καθοδηγεί και να ενθαρρύνει . Ως έμπειρος πολεμιστής ήξερε ότι ο αγώνας είχε φτάσει στο πλέον κρίσιμο σημείο του αφού και οι δύο πλευρές είχαν ρίξει στη μάχη κάθε διαθέσιμη μονάδα και υλικό. Για το λόγο αυτό αγωνιζόταν στην πρώτη γραμμή, όμως πλέον είχε ξημερώσει και ο ίδιος ήταν σε απόσταση βολής από τους εχθρικούς πυροβολητές…Κάποιος από αυτούς τον σημαδεύει και ο Ιουστινιάνης σωριάζεται στο έδαφος…Αμέσως δημιουργείται σύγχυση αφού όλοι προσπαθούν να μάθουν τι του συνέβη. Σχετικά με τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη υπάρχουν επίσης διαφορετικές εκτιμήσεις των ιστοριογράφων που ξεκινούν από το ότι… σηκώθηκε και έφυγε μόνος του, μέχρι του ότι τραυματίστηκε από μέσα…Αλλά οι ιστοριογράφοι εκφράζουν διαφορετικές απόψεις τόσο για το σε ποιο σημείο του σώματος του χτυπήθηκε , όσο και για την σοβαρότητα του τραύματος. Κατά την δική μου εκτίμηση στο συγκεκριμένο ζήτημα ποιο κοντά στην πραγματικότητα πρέπει να βρίσκεται ο Κριτόβουλος, που αναφέρει ότι βλήμα βαλλίστρας διαπέρασε τον θώρακα του τραυματίζοντας τον σοβαρά στο στέρνο. Ο Ιουστινιάνης σωριάστηκε κάτω και οι σύντροφοι του απελπισμένοι και αποκαρδιωμένοι από το γεγονός, πήραν τον αρχηγό τους και αποχώρησαν παρά τις παρακλήσεις του Αυτοκράτορα προς αυτούς να μείνουν στις θέσεις τους.

<< Βάλλεται μεν Ιουστίνος καιρίαν βέλει των από μηχανής κατά του στέρνου δια του θώρακος διαμπάξ και βληθείς πίπτει αυτού και αποκομίζεται ες την ιδίαν σκηνήν κακώς έχων. Εκλύονται δε οι μετ’ αυτού πάντες απειρηκότες τω πάθει και καταλείψαντες το τε σταύρωμα και το τείχος ίνα εμάχοντο, προς έν μόνον εώρων, αποκομίσαι τε τούτον εν ταις ολκάσι και αυτοί αποκομισθήναι σως, καίτοι του βασιλέως Κωνσταντίνου πολλά παρακαλούντος αυτούς και υπεσχημένου μικρόν παραμείναι, έως αν ο πόλεμος λωφήση οι δ’ ουκ εδέξαντο, αλλ’ αναλαβόντες τον ηγεμόνα σφων ωπλισμένοι εχώρουν επί τας ολκάδας σπουδή και δρόμω μηδενός επιστρεφόμενοι των άλλων >>.

Η πιθανότητα αυτή ενισχύεται βάση και των όσων μνημονεύει ο Νέστωρ Ισκεντέρ στο Σλαβονικό χρονικό του , όπου μάλιστα γίνεται λόγος για δύο τραυματισμούς. Συγκεκριμένα ο Ισκεντέρ αναφέρει ότι ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε για πρώτη φορά το βράδυ της Κυριακής από πέτρινη μπάλα (ή πιθανότατα θραύσματα πέτρας) και ενώ επιδιόρθωνε ζημιές σε ένα πύργο. Αμέσως τον πήγαν στη σκηνή του για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες , όμως εκείνος επέμενε να επιστρέψει στη θέση του όπως και έγινε. Ο δεύτερος (και καθοριστικός) τραυματισμός του έγινε την στιγμή που η γενική επίθεση ήταν στην πλέον κρίσιμη στιγμή της από χτύπημα που τον βρήκε στο δεξιό ώμο ρίχνοντας τον κάτω ξερό. Τότε οι σύντροφοι του κλαίγοντας και θρηνώντας τον πήραν και έφυγαν παρά τις ικεσίες του αυτοκράτορα προς αυτούς να παραμείνουν στις θέσεις τους. Τα εδάφια αυτά είναι πολύ αποκαλυπτικά διότι αποκρούουν τις υπόνοιες είτε για εσκεμμένη αποχώρηση του Ιουστινιάνη, είτε για εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης λόγω δειλίας ή πόνου.

Ο Ιουστινιάνης δεν ήταν πλέον σε θέση να δίνει οδηγίες, ειδάλλως δεν υπήρχε περίπτωση να αποχωρήσει έστω και τραυματισμένος. Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άντρες του ήταν επαγγελματίες στρατιώτες που είχαν τυφλή και απόλυτη εμπιστοσύνη μόνο στον αρχηγό τους. Έτσι όταν αυτός τέθηκε εκτός μάχης και ύστερα από όσα είχαν δει και ακούσει κατά την διάρκεια της πολιορκίας με τους διχασμούς , τις μοιρολατρίες και τις δεισιδαιμονίες δεν είχαν εμπιστοσύνη σε κανέναν άλλο. Ως εκ τούτου όταν η πύλη ανοίχθηκε και ο αρχηγός τους μεταφέρθηκε σε άθλια κατάσταση στο πλοίο , αρκετοί από τους πολεμιστές του χάνοντας το ηθικό τους και σκεφτόμενοι πρωτίστως την δική τους σωτηρία άρχισαν και αυτοί να αποχωρούν. Ο Μεχμέτ που βρισκόταν εκεί κοντά, παρατήρησε αμέσως την σύγχυση και τα κενά, διατάζοντας τους πολεμιστές του να επιτεθούν μαζικά στο σημείο εκείνο , ώστε να ενισχύσουν όσους ήδη πίεζαν την περιοχή .

Τότε ένας ειδικά εκπαιδευμένος Τούρκος για καταλήψεις φρουρίων, ο Χασάν από το Λοπάδι (Ουλουμπάτ) της Βιθυνίας, ακολουθούμενος από 30 περίπου συντρόφους του καταφέρνει να ανοίξει πέρασμα μέσα από τα χαλάσματα καταλαμβάνοντας το φράχτη και εισβάλοντας στον περιβάλλοντα χώρο μπροστά από το μεσοτείχιο. Όλοι οι υπερασπιστές πέφτουν πάνω τους καταφέρνοντας τελικά να τους σκοτώσουν , όμως η ζημιά είχε γίνει αφού υπήρχε πλέον ένα μεγάλο άνοιγμα που δεν μπορούσε να κλειστεί , ενώ ο ακάλυπτος χώρος που υπήρχε έδινε την δυνατότητα στους τοξότες του Μεχμέτ να σκοτώσουν αρκετούς από τους ικανούς πολεμιστές των αμυνόμενων. Έτσι πολυάριθμοι Τούρκοι πέρασαν ξανά το φράχτη αρχίζοντας να εισχωρούν στο περιβάλλοντα χώρο και αυτή τη φορά παρά την απεγνωσμένη αντίσταση των αμυνομένων, αλλά και των τοξοτών που από τους πύργους ψηλά λυσσωδώς τους κατατόξευαν, κατόρθωσαν να σταθεροποιηθούν. Οι υπερασπιστές μάχονται γενναία, αλλά η εισροή των Τούρκων είναι συνεχής ,με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών πιεζόμενοι να πέφτουν στο χαντάκι που είχε δημιουργηθεί μπροστά από το μεσοτείχιο , από τα χώματα που αφαιρούσαν για να γεμίζουν με αυτά τα βαρέλια με τα οποία έκλειναν τα κενά του σταυρώματος . Έτσι οι Τούρκοι άρχισαν να τους κτυπούν και να τους κατασκοτώνουν από πάνω χλευάζοντας τους.
Την ίδια στιγμή άλλοι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ανεβαίνουνε στο κυρίως τείχος κινούμενοι κατά μήκος του δεξιά και αριστερά , με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να βρεθούνε στην πλάτη άλλων υπερασπιστών που δεν είχαν αντιληφθεί ακόμη τι συνέβαινε εξακολουθώντας να μάχονται. Την αρχική έκπληξη τους γρήγορα διαδέχτηκε ο πανικός με αποτέλεσμα εκατοντάδες υπερασπιστές να συνωστίζονται μπροστά από μια πόρτα (που ο Κριτόβουλος αναφέρει ως πυλίδα Ιουστίνου και ο Δούκας ως Χαρσία πύλη) με βασική τους πλέον έννοια πώς θα διαφύγουν. Τους πανικόβλητους υπερασπιστές ακολουθούσαν κατά πόδας χιλιάδες Τούρκοι , που πλέον αυτό που τους ενδιέφερε ήταν τι θα αιχμαλωτίσουν και τι θα αρπάξουν , ενώ η κραυγή ``η πόλις εάλω`` άρχιζε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα …

Οι αμυνόμενοι στα υπόλοιπα σημεία των επάλξεων όταν αντιλήφθηκαν ότι η άμυνα έσπασε , σταμάτησαν τον αγώνα αρχίζοντας να φεύγουν άλλοι προς το λιμάνι για να βρούνε πλοίο και να φύγουν και άλλοι προς τα σπίτια τους. Στην περιοχή των Βλαχερνών ο Ενετός Βάιλος Μινότο προσπάθησε απεγνωσμένα μέχρι την τελευταία στιγμή να κρατήσει την άμυνα , όμως η καθυστέρηση αυτή στάθηκε τελικά μοιραία για εκείνον , αφού συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με ένα υιό του για να αποκεφαλιστούν κατ’ εντολή του Σουλτάνου… Στην πύλη της Καλιγαρίας ο Θεόδωρος Καρυστινός είχε αφήσει το τόξο και ως μεσαιωνικός Ηρακλής με το απελατίκι του , έστειλε στα ουρί του παραδείσου πολλούς Τούρκους μέχρι να λυγίσει τελικά από το εχθρικό πλήθος , ενώ στην κοντινή πύλη του Μυριανδρίου τα τρία αδέρφια, Παύλος, Τρωίλος και Αντόνιο Μποκιάρντι αγωνιζόντουσαν ακόμη. Όταν όμως είδαν ότι τα πάντα είχαν τελειώσει τότε (σύμφωνα με τον Φραντζή) ο Παύλος γύρισε και είπε στα αδέρφια του `` Φρίξον ήλιε και θρήνησε γη``. Η Πόλη έπεσε , ας δούμε τουλάχιστον πως θα σωθούμε εμείς …(Τελικά οι Αντόνιο και Τρωίλος τα κατάφεραν όχι όμως και ο Παύλος…).


Το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μετά τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη , έδινε ήδη σαν απλός στρατιώτης στη πύλη του Αγίου Ρωμανού ένα απελπισμένο αγώνα τιμής. Είχε έρθει πλέον η στιγμή να λειτουργήσει σαν Σπαρτιάτης στις Θερμοπύλες, κάτι που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του και το παραστατικό του. Άλλωστε ήξερε ότι το μόνο που απέμενε πλέον σε εκείνον και τους πιστούς συμπολεμιστές του ήταν η τιμή τους. Έτσι μαζί με τους Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Φραγκίσκο του Τολέδο, Δημήτριο Κατακουζηνό και μερικές ακόμη δεκάδες πιστούς `` Καβαλάριους `` προσπαθεί με αφάνταστη γενναιότητα να κρατήσει την άμυνα. Όμως παρά τις προσπάθειες τους ο όγκος των εχθρικών δυνάμεων σαν ορμητικός χείμαρρος παρασύρει πλέον τα πάντα, ο αυτοκράτορας τότε πετάει τα βασιλικά ενδύματα και ξεχύνεται ενάντια στα χιλιάδες εχθρικά φουσάτα που ήδη αλαλάζουν από ενθουσιασμό και με το σπαθί στο χέρι πετσοκόβει όποιον βρίσκει μπροστά του. Αλλά η αριθμητική υπεροχή του εχθρού είναι τρομακτική με τους συντρόφους του να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο και τον ίδιο να φωνάζει ότι "η πόλη χάνεται και εγώ ακόμη ζω ;"

Γιατί από την αρχή της μάχης το δίλημμα για εκείνον ήταν ένα, "η θα νικήσω ή θα πεθάνω" και αφού πλέον δεν μπορούσε να νικήσει, δεν σκεφτόταν παρά τον θάνατο , αλλά ένα θάνατο έντιμο που θα βοήθαγε να κρατηθεί και το φρόνημα του υπόδουλου πλέον λαού του. Ορισμένοι δυτικοί ιστοριογράφοι είπαν ότι αφού είχε κτυπήσει αρκετούς γενίτσαρους, κάποιος από αυτούς του δίνει ένα χτύπημα με το σπαθί στο κεφάλι , τα αίματα του μπερδεύονται με αυτά των εχθρών του, δεν βλέπει πλέον τίποτε αλλά παρόλα αυτά συνεχίζει και μάχεται, τότε όμως ένας δεύτερος γενίτσαρος του δίνει το καθοριστικό χτύπημα και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέφτει και μαζί με αυτόν η λατρεμένη του πόλη που αλλάζει σελίδα …
γράφει ο Κωνσταντίνος Λινάρδος
Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
Δευτέρα, 03 Απριλίου 2017 02:36

Μέγας Αλέξανδρος: Η μάχη του ποταμού Υδάσπη (326 π.Χ.)

Γράφτηκε από
 

 
Μέγας Αλέξανδρος: Η μάχη του ποταμού Υδάσπη (326 π.Χ.)
   
Ο Αλέξανδρος από τα Τάξιλα στον Υδάσπη – Ο Πώρος με τους άνδρες και τους ελέφαντές του, απέναντι του – Η διάβαση του ποταμού – Η συγκλονιστική μάχηΠολλές αναγνώστριες και πολλοί αναγνώστες του protothema.gr  θα αναρωτιούνται σίγουρα γιατί στα ιστορικά άρθρα ως σήμερα δεν έχουμε αναφερθεί στον κορυφαίο στρατηλάτη όλων των εποχών, τον Μακεδόνα Μέγα Αλέξανδρο και τις πολλές επιτυχίες του.

Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι για τις μεγάλες νίκες του Αλεξάνδρου (Γρανικός, Ισσός, Γαυγάμηλα κλπ.) έχουν γραφτεί πάρα πολλά• δεν έχει νόημα να επαναλαμβανόμαστε. Υπάρχουν κάποιες λιγότερο γνωστές νίκες του, όμως, για τις οποίες δεν θα βρείτε πολλά στοιχεία.

Με μία από τις σχετικά άγνωστες νίκες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον ποταμό Υδάσπη, επί του Ινδού ηγεμόνα Πώρου, θα ασχοληθούμε σήμερα (ο ποταμός σήμερα λέγεται Τζέλουμ, αγγλ. Jheilum, και ανήκει στο Πακιστάν).
 



Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Τάξιλα
Την άνοιξη του 326 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος με τους άνδρες του πέρασαν τον Ινδό ποταμό και έφτασαν στα Τάξιλα (σημ. Σαχ – Ντέρι), που απείχαν περίπου 40 χλμ. από τον Ινδό. Ο ηγεμόνας τους, Ταξίλης, του επιφύλαξε θερμή υποδοχή και ο Μακεδόνας στρατηλάτης, απόλυτα ικανοποιημένος, του δήλωσε ότι θα μπορεί να συνεχίσει να είναι ο βασιλιάς της χώρας του και στο εξής θα τον θεωρούσε σύμμαχό του.

Τα Τάξιλα ήταν μια μεγάλη και εντυπωσιακή πόλη. Εκεί, οι Μακεδόνες ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τον ινδικό πολιτισμό. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν στους Έλληνες οι γυμνοί μοναχοί, οι «γυμνοσοφιστές», όπως τους αποκαλούσαν. Ένας από αυτούς, που ονομάστηκε Κάλανος, ακολούθησε τον Αλέξανδρο.





Σύντομα, έφθασαν στα Τάξιλα αντιπροσωπείες από τις γύρω χώρες, με δώρα, για να δηλώσουν την υποταγή τους στον Αλέξανδρο, το νέο Μεγάλο Βασιλέα, που συνέτριψε τους Πέρσες.

Ωστόσο, ένας από τους ηγεμόνες της περιοχής με μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και υψηλό φρόνημα, ο Πώρος, παρά την πρόσκληση του Αλέξανδρου, δεν πήγε στα Τάξιλα. Του διαμήνυσε ότι τον περιμένει στα σύνορα του κράτους του, στον ποταμό Υδάσπη.

Ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι θα είχε ν’ αντιμετωπίσει ένα σκληροτράχηλο αντίπαλο. Αφού όρισε σατράπη των εδαφών ανατολικά του Ινδού τον Φίλιππο του Μαχάτα, εγκατέστησε φρουρά στα Τάξιλα και άφησε εκεί τους άρρωστους στρατιώτες του, ενισχύθηκε με 56 ελέφαντες από τον Ταξίλη και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για τον Υδάσπη.

Η σατραπεία αυτή ήταν η τελευταία που ίδρυσε ο Αλέξανδρος προς την Ανατολή.
Παράλληλα, επειδή έπρεπε να περάσει στην απέναντι όχθη του Υδάσπη όπου πληροφορήθηκε ότι τον περίμενε ο Πώρος με όλο τον στρατό του, έστειλε τον Κοίνο (τον οποίο είχε ονομάσει ιππάρχη στα Τάξιλα) πίσω στον Ινδό ποταμό, με εντολή τα πλοία που βρίσκονταν εκεί, αφού τα χωρίσει σε κομμάτια, να τα μεταφέρει στον Υδάσπη.

Πραγματικά, ο Κοίνος μετέφερε τα μικρά πλοία με αμάξια, χωρισμένα σε δύο μέρη, και τις τριακοντόρους σε τρία, ως τις όχθες του Υδάσπη. Εκεί συναρμολογήθηκαν και πάλι και ρίχτηκαν στον ποταμό. Μιλάμε για ένα μικρό θαύμα, αν σκεφτούμε ότι όλη αυτή η επιχείρηση έγινε περίπου 2.340 χρόνια πριν!

Θέλοντας να προλάβει τις καλοκαιρινές βροχές και τυχόν ενίσχυση του Πώρου από τον Αβισάρη (Ινδό ηγεμόνα της περιοχής ο οποίος βοήθησε τους γείτονές του Ασσακηνούς στην προέλαση του Αλεξάνδρου στη χώρα τους και έστειλε τον αδερφό του στα Τάξιλα, θέλοντας να καλύψει τις αληθινές προθέσεις του), ο Έλληνας στρατηλάτης ξεκίνησε τον Μάιο ή στις αρχές Ιουνίου του 326 π.Χ. την πορεία του προς τον Υδάσπη. Εκτός από τις δυνάμεις του, είχε και 5.000 Ινδούς, που οδηγούσε ο Ταξίλης.



Ο Μέγας Αλέξανδρος στον Υδάσπη

Φαίνεται ότι πριν φτάσει στον Υδάσπη ο Αλέξανδρος, στο πέρασμα Ναντάνα, συνάντησε αντίσταση από Ινδούς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο ανιψιός του Πώρου Σπιτάκης ή Πιττακός (κατά τον Πολύαινο). Ο Αλέξανδρος κατάφερε εύκολα να νικήσει τις δυνάμεις αυτές, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Συνέχισε την πορεία του και έφτασε στον Υδάσπη, στο σημερινό Χαρανπούρ, που απέχει από το Σαχ-Ντέρι 178 χλμ. περίπου, όσο γράφει ο Πλίνιος ότι απείχαν και τα Τάξιλα από τον Υδάσπη... Εντυπωσιακή η ακρίβεια του Λατίνου λόγιου (πρόκειται για τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, που πέθανε κατά την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., η οποία κατέστρεψε και την Πομπηία).

Αναζητήσαμε περισσότερες λεπτομέρειες για το Χαρανπούρ (Haranpur) στο διαδίκτυο. Η WIKIPEDIA το αναφέρει ως «town» (κωμόπολη) του Πακιστάν στο Παντζάμπ. Ωστόσο, αλλού αναφέρεται ως «village» (χωριό). Στις φωτογραφίες που...ανακαλύψαμε, δεν βρήκαμε κάποιον οργανωμένο οικισμό. Αποτελεί σιδηροδρομικό πέρασμα, η γέφυρα του Τζέλουμ που εικονίζεται είναι χαρακτηριστική. Κάπου εκεί κοντά στρατοπέδευσε ο Μέγας Αλέξανδρος με τους άνδρες του. Φαίνεται πάντως ότι σήμερα το Χαρανπούρ μάλλον χωριό παρά κωμόπολη είναι.

Στην απέναντι όχθη, βρισκόταν ο Πώρος με το κύριο μέρος της στρατιάς του και πολλούς ελέφαντες. Απέναντι από το σημείο όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Μέγας Αλέξανδρος, έμεινε ο ίδιος να φρουρεί το πέρασμα. Φρουρές τοποθέτησε και σε όλα τα σημεία του ποταμού όπου υπήρχαν περάσματα.

Οι ελέφαντες του Πώρου θύμιζαν πύργους τειχών, κατά τον Διόδωρο και τον Πολύαινο. «Η μεν ουν όλη σύνταξις αυτών υπήρχε πόλει παραπλήσιος την πρόσοψιν• η μεν γαρ των ελεφάντων στάσις τοις πύργοις, οι δε ανά μέσον τούτων στρατιώται τοις μεσοπυργίοις ωμοίοντο» (Διόδωρος).

Ο Πώρος, σύμφωνα με τον Αρριανό, είχε 30.000 πεζούς, 4.000 ιππείς, 300 άρματα και 200 ελέφαντες.

Ο Αλέξανδρος, 23.000 πεζούς και 8.500 ιππείς.
Ο Μακεδόνας στρατηλάτης ήταν σίγουρος ότι σε κανονικές συνθήκες θα νικούσε τον Πώρο. Όμως, δυστυχώς, εκτός από τις παρατεταγμένες δυνάμεις του Ινδού ηγεμόνα, είχε μια μεγάλη δυσκολία : τη διάβαση του Υδάσπη, σε μια εποχή μάλιστα που έλιωναν τα χιόνια απ’ τα βουνά και άρχιζαν οι καλοκαιρινές βροχές. Έτσι, προετοίμαζε με μεγάλη μεθοδικότητα κάθε κίνησή του.

Εφάρμοσε αρκετά παραπλανητικά τεχνάσματα. Μετακινούσε τμήματα του στρατού σε διάφορες κατευθύνσεις για να εκνευρίζει τους αντιπάλους. Άλλοτε, πάλι, διέτασσε να παραπλέουν τα πλοία στις όχθες, να γεμίζονται με ξερό χόρτο από διφθέρες (οι δερμάτινοι σάκοι που χρησιμοποιούνταν για το πέρασμα των ποταμών) και να συγκεντρώνονται στην όχθη αλλού πεζοί και αλλού ιππείς, ώστε να φαίνεται ότι προετοιμαζόταν η διάβαση. Παράλληλα, συγκέντρωνε τρόφιμα και εφόδια, θέλοντας να δείξει ότι θα παραμείνει εκεί για πολύ καιρό. Ωστόσο, ο Πώρος δεν φάνηκε να ησυχάζει και «εφεδρεύων έμενε».

Το πλάτος του Υδάσπη ήταν γύρω στα 800 μέτρα. Έτσι, ο Αλέξανδρος, αν και θα χρησιμοποιούσε για την απόβαση στην απέναντι όχθη τα πλωτά μέσα που διέθετε, δεν μπορούσε να την υποστηρίξει με ρίψεις βελών από καταπέλτες, καθώς το πλάτος του ποταμού υπερέβαινε κατά πολύ το βεληνεκές των καταπελτών. Πιθανή αποβίβαση μικρού αριθμού ανδρών στην απέναντι όχθη θα αντιμετωπιζόταν εύκολα από τους άνδρες και τους ελέφαντες του Πώρου.




Το πέρασμα του Υδάσπη

Έτσι, χρησιμοποίησε το εξής τέχνασμα. Άρχισε τις νύχτες να μετακινεί τους ιππείς του σε διαφορετικό κάθε φορά σημείο, με βοή και αλαλαγμούς στον Ενυάλιο (αρχαιοελληνική πολεμική θεότητα). Ο Πώρος μετακινούσε στρατιώτες και ελέφαντες στα αντίστοιχα σημεία.

Όταν μετά από λίγες μέρες διαπίστωσε ότι αυτό δεν αποτελούσε προάγγελο προσπάθειας διάβασης του ποταμού, σταμάτησε να μετακινεί τους ελέφαντες και τοποθέτησε σκοπιές σε «επίκαιρα» σημεία του ποταμού.

Ο Αλέξανδρος είχε εντοπίσει ένα «ευάλωτο» σημείο, 150 στάδια περίπου από το στρατόπεδο (περ. 28 χλμ), κατά τον Αρριανό. Εκεί υπήρχαν ένα δασώδες ακρωτήριο που προεξείχε προς τον ποταμό και ένα επίσης δασώδες και έρημο νησί, που διευκόλυναν τη διάβαση. Πρόκειται πιθανότατα για τοποθεσία κοντά στο σημερινό Τζαλανπούρ, 28 χλμ. ΒΑ του Χαρανπούρ.

Αρχικά, ο Μέγας Αλέξανδρος χώρισε τον στρατό του σε τρία μεγάλα τμήματα. Στο κύριο στρατόπεδο, όπου υποτίθεται ότι συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για τη διάβαση, άφησε επικεφαλής τον Κρατερό με 3.000 ιππείς και 8.000 πεζούς και εντολή να περάσει τον ποταμό μόνο στην περίπτωση που ο Πώρος επιτεθεί με όλους τους ελέφαντες εναντίον του Αλεξάνδρου.

Στη μέση της απόστασης, ανάμεσα στο στρατόπεδο και στο σημείο όπου θα επιχειρούσε ο Αλέξανδρος τη διάβαση, τοποθετήθηκαν ο Μελέαγρος, ο Άτταλος κι ο Γοργίας με περίπου 5.000 πεζούς και 500 ιππείς και εντολή να περάσουν τον Υδάσπη όταν έβλεπαν ότι οι άνδρες του Πώρου είχαν εμπλακεί στη μάχη.

O Αλέξανδρος, επικεφαλής δύναμης 5.000 ιππέων και 10.000 πεζών, ξεκίνησε όταν νύχτωσε, κινούμενος μακριά από την όχθη, για να φτάσει στο καθορισμένο σημείο για τη διάβαση. Η νύχτα ήταν ασέληνη. Καταρρακτώδης βροχή με αστραπόβροντα κάλυψε εντελώς τους θορύβους από τους χτύπους των όπλων και τα παραγγέλματα, λειτουργώντας σαν σύμμαχος των Ελλήνων.

Την αυγή, η βροχή και ο άνεμος σταμάτησαν. Τότε το ιππικό επιβιβάσθηκε στις διφθέρες που ήταν γεμισμένες με κάρφη (ξερό χόρτο) και είχαν ραφτεί προσεκτικά το προηγούμενο βράδυ,και οι πεζοί στα πλοιάρια, που είχαν μεταφερθεί στο σημείο σε κομμάτια και είχαν καλυφθεί ώστε να μην φαίνονται. Ο Αλέξανδρος με τους σωματοφύλακες Πτολεμαίο του Λάγου, Περδίκκα και Λυσίμαχο, με τον Σέλευκο από τους εταίρους και με ορισμένους υπασπιστές, επιβιβάστηκε σε μία τριακόντορο, ενώ οι υπόλοιποι υπασπιστές σε άλλες τριακοντόρους.

Έτσι, ακολουθώντας τον δεξιό βραχίονα και το ρεύμα του ποταμού, ο Αλέξανδρος και οι άνδρες του κινήθηκαν προς το νησί που χρησίμευε ως κάλυψη. Όταν τα πρώτα πλοία πέρασαν την άκρη του νησιού, οι φρουροί του Πώρου τα είδαν και έσπευσαν έφιπποι να ενημερώσουν τον Ινδό ηγεμόνα.

Στο μεταξύ, τα πλοία κι οι διφθέρες που, αφού προσπέρασαν το νησί (πιθανότατα πρόκειται για το νησί Αντμάνα), συνάντησαν τον αριστερό βραχίονα του ποταμού, στράφηκαν προς την απέναντι ξηρά, όπου αποβιβάστηκε πρώτος ο Αλέξανδρος με τους ιππείς.

Άρχισε αμέσως να οργανώνει τους ιππείς και προχώρησε προς τα μπρος. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι η «ξηρά» όπου είχαν αποβιβαστεί ήταν ένα άλλο μεγάλο νησί και τα νερά του Υδάσπη ως την απέναντι όχθη ήταν διογκωμένα με τη νυχτερινή βροχή.

Αναζήτησε λοιπόν εσπευσμένα νέα «διάβαση» προς την ξηρά. Τελικά κατάφερε και βρήκε ένα πέρασμα από το οποίο κινήθηκαν ιππείς, πεζοί και άλογα. Το νερό του ποταμού έφτανε ως το στήθος των ανδρών και μόλις που προεξείχαν τα κεφάλα των αλόγων.

Από τα πρώτα τμήματα που πέρασαν, ο Αλέξανδρος παρέταξε στο δεξιό κέρας τους ιππείς και στο αριστερό τους υπασπιστές. Στα δύο άκρα της παράταξης, τους τοξότες και τους ακοντιστές και μπροστά από το ιππικό, τους ιπποτοξότες. Οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου βρίσκονταν περίπου 15 χλμ. μακριά από το στρατόπεδο του Πώρου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Μακεδόνας στρατηλάτης κινήθηκε με το ιππικό περίπου 4 χλμ. μπροστά από τους πεζούς - μια τολμηρή κίνηση, που ήταν όμως άριστα υπολογισμένη για να μην γίνει επικίνδυνη.




Ο γιος του Πώρου επικεφαλής δύναμης Ινδών εναντίον των Μακεδόνων - Εύκολη επικράτηση των Ελλήνων

Ο Πώρος αιφνιδιάστηκε όταν έμαθε ότι οι Μακεδόνες πέρασαν τον Υδάσπη. Αμφιταλαντεύτηκε για το τι να κάνει, τελικά όμως έστειλε ένα απόσπασμα από 2.000 ιππείς και 120 άρματα, με επικεφαλής τον γιο του, για να εξακριβώσουν πόσοι ήταν οι αντίπαλοι. Η σύγκρουση έγινε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, περίπου 4 χλμ. δυτικά από το σημείο διάβασης του Υδάσπη.

Ο Αλέξανδρος διέταξε να επιτεθούν μόνο οι ιπποτοξότες, κρατώντας το βασικό μέρος του στρατού του σε εφεδρεία, γιατί είχε την εντύπωση ότι ακολουθούσε ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Πώρου.

Οι ιπποτοξότες αιφνιδίασαν τους Ινδούς και σύντομα ο Αλέξανδρος, διαπιστώνοντας ότι δεν ακολουθούν άλλες εχθρικές δυνάμεις, μπήκε στη μάχη με τους ιππείς.

Οι Ινδοί, ειδικά με την εμφάνιση του Αλέξανδρου, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. 400 άνδρες τους, ανάμεσά τους και ο γιος του Πώρου, σκοτώθηκαν, ενώ τα άρματα με τα άλογα που τα «έσερναν», ακινητοποιήθηκαν στις λάσπες που είχαν προκληθεί από τη βροχή και έπεσαν στα χέρια των Μακεδόνων. Η λάσπη ήταν η αιτία όλα τα άρματα να αποδειχθούν άχρηστα κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε...




Η μάχη του Υδάσπη

Ο Πώρος, όταν πληροφορήθηκε από τους ιππείς που διασώθηκαν ότι ο Αλέξανδρος με ισχυρή δύναμη πέρασε στην όχθη του Υδάσπη όπου βρισκόταν κι ο ίδιος, ένιωσε έκπληξη. Βλέποντας τον Περδίκκα στην απέναντι όχθη έτοιμο να επιτεθεί, άφησε μια μικρή δύναμη από στρατιώτες και ελέφαντες στο στρατόπεδο και ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει τους Μακεδόνες, επικεφαλής δύναμης 4.000 ιππέων, 30.000 πεζών, 200 ελεφάντων και 300 αρμάτων. Μετά από σχετικά σύντομη πορεία, βρήκε περιοχή χωρίς λάσπη, σταμάτησε και παρέταξε τον στρατό του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τόξα των Ινδών ήταν τόσο μεγάλα, ώστε για να χρησιμοποιηθούν, έπρεπε το ένα άκρο τους να στηρίζεται σε στερεό έδαφος!

Ο Πώρος θεωρούσε μεγάλο του όπλο τους ελέφαντες. Τους παρέταξε στην πρώτη γραμμή, σε απόσταση 15 μέτρων τον ένα από τον άλλο (κατά τον Πολύαινο) ή 30 μέτρων κατά τον Αρριανό. Στη δεύτερη γραμμή και σε μικρή απόσταση από τους ελέφαντες, είχαν τοποθετηθεί στα ενδιάμεσα κενά οι πεζοί, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα τόξα τους αλλά και να αντιμετωπίζουν τους Μακεδόνες που θα επιχειρούσαν να χτυπούν με ακόντια τους ελέφαντες.

Ο Πώρος, όπως φαίνεται, ακολουθούσε αμυντική τακτική. Έτσι, όταν φάνηκε ο Αλέξανδρος με το ιππικό, οι δυνάμεις του παρέμειναν ακίνητες.

Αλλά και ο μεγάλος Μακεδόνας, μόλις είδε από μακριά τον στρατό του Πώρου, σταμάτησε, περιμένοντας να φτάσουν όλες οι δυνάμεις του. Μόλις συγκεντρώθηκε ο στρατός του, ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να ξεκουραστούν οι άνδρες του, για να μην αρχίσει τη μάχη με τους στρατιώτες «καματηρούς και πνευστιώντας» (καταπονημένους και να αναπνέουν με δυσκολία).

Επίσης, η τακτική που αποφάσισε να εφαρμόσει ήταν τελείως διαφορετική από τις προηγούμενες μεγάλες μάχες που είχε δώσει. Κι αυτό οφειλόταν στην παρουσία των ελεφάντων στον στρατό του Πώρου.

Έτσι, αποφάσισε πρώτα να επιχειρήσει ο ίδιος με το ιππικό και να εξουδετερώσει το ιππικό του Πώρου, διαταράσσοντας ταυτόχρονα την εχθρική φάλαγγα των πεζών. Όταν θα γινόταν αυτό, τότε μόνο ο Σέλευκος, ο Αντιγένης κι ο Ταύρων με τους υπασπιστές, τις δύο τάξεις των πεζέταιρων, τους τοξότες, τους Αγριάνες (αρχαίος θρακικός πολεμικός λαός, περίφημοι τοξότες και κατά πολλούς πρόγονοι των σημερινών Πομάκων) και τους ακοντιστές, θα επιχειρούσαν επίθεση εναντίον των πεζών και των ελεφάντων του Πώρου.

Η μάχη δόθηκε πιθανότατα πριν το μεσημέρι, σε πεδιάδα που βρισκόταν 5-6 χιλιόμετρα ανατολικά από το στρατόπεδο του Πώρου. Ξεκίνησε με τον Αλέξανδρο να κατευθύνει το ιππικό προς το αριστερό άκρο της εχθρικής παράταξης, ενώ οι πεζοί θα προχωρούσαν δεξιότερα ως το κέντρο της, ακολουθώντας το ιππικό από αρκετή απόσταση και μένοντας αρχικά πίσω από τη γραμμή που αυτό θα έφτανε. Κατά κάποιον τρόπο, ακολούθησε ελαφρά παραλλαγμένη την τακτική της λοξής φάλαγγας ξανά. (Περισσότερα για τη λοξή φάλαγγα θα βρείτε σε λαρθρο μας για τη μάχη των Λεύκτρων και τον Επαμεινώνδα που την εφάρμοσε εκεί).

Για να μπορέσει, όμως, ο Αλέξανδρος, να πολεμήσει τους ιππείς του Πώρου, έπρεπε να τους παρασύρει μακριά από τις θέσεις τους. Έστειλε τον Κοίνο, σύμφωνα με τον Αρριανό, με την ιππαρχία του και την ιππαρχία του Δημητρίου, προς τη δεξιά πλευρά της εθρικής παράταξης, με την εντολή μόλις οι ιππείς του Πώρου επιτεθούν εναντίον των άλλων ιππαρχιών του Αλεξάνδρου που θα επιτίθεντο από την αριστερή πλευρά, να τους χτυπήσει από τα νώτα.

Ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την αριστερή πλευρά των αντιπάλων και, όταν έφτασε σε απόσταση βολής, προώθησε πρώτους τους 1.000 ιπποτοξότες, οι οποίοι άρχισαν να ρίχνουν βέλη ασταμάτητα. Παράλληλα, και οι ιππαρχίες των εταίρων του Ηφαιστίωνα και του Περδίκκα επιτέθηκαν στο αριστερό άκρο των δυνάμεων του Πώρου.

Οι Ινδοί αρχικά αιφνιδιάστηκαν, στη συνέχεια όμως, μια και δεν είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις των ιππαρχιών του Κοίνου και του Δημητρίου, μετακινώντας τους ιππείς της δεξιάς πλευράς στην αριστερή, απέκτησαν αριθμητική υπεροχή. Τότε, όμως, ο Κοίνος με τις δύο ιππαρχίες κινήθηκε προς τα αριστερά και βρέθηκε στα νώτα των αντιπάλων. Οι Ινδοί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και μετέτρεψαν το σχήμα της παράταξης σε «αμφίστομον», το μεγαλύτερο δηλαδή και εκλεκτότερο τμήμα της παράταξης να το στρέψουν προς τον Αλέξανδρο και ένα άλλο προς τον Κοίνο. Αυτή, όμως, η ανασυγκρότηση προκάλεσε ταραχή στους Ινδούς. Ο Αλέξανδρος εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον του τμήματος των ιππέων που βρίσκονταν απέναντί του. Αυτοί οπισθοχώρησαν προς τους ελέφαντες, προκαλώντας νέα αναστάτωση.

Ο Πώρος διέταξε επίθεση των ελεφάντων εναντίον των ιππέων. Τα θηρία, όμως, ήταν δυσκίνητα και, όπως αναφέρει ο Πολύαινος, η κίνησή τους «διέσπα κατά πολύ την τάξιν».

Στα κενά που δημιουργήθηκαν, εισχώρησαν οι πεζοί του Αλεξάνδρου και άρχισαν να χτυπούν τους ελέφαντες απ’ όλες τις πλευρές και να ακοντίζουν τους αναβάτες τους. Η μάχη που ακολούθησε δεν έμοιαζε με καμία από τις προηγούμενες, όπως γράφει ο Αρριανός.

Οι ελέφαντες στράφηκαν εναντίον των πεζών του Αλεξάνδρου. Άλλους τους καταπατούσαν και άλλους τους άρπαζαν με τις προβοσκίδες τους και τους έριχναν στο έδαφος. Από την άλλη μεριά, οι πεζοί Μακεδόνες με τις σάρισες, εξόντωναν τους πεζούς Ινδούς, οι οποίοι δυσκολεύονταν να στήσουν τα τόξα στο έδαφος.

Οι Ινδοί ιππείς σχεδόν εξολοθρεύτηκαν από το μακεδονικό ιππικό. Μέσα στην όλη σύγχυση, οι ελέφαντες άρχισαν να καταπατούν αδιακρίτως Έλληνες και Ινδούς. Οι διαταγές του Πώρου ήταν αδύνατο να ακουστούν, ενώ και οι αρχηγοί των επιμέρους τμημάτων έδιναν αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές, όπως γράφει ο Κούρτιος.

Ο Πώρος προσπάθησε να αντιστρέψει την κατάσταση. Συγκέντρωσε γύρω του αρκετούς πολεμιστές. Ο ίδιος ανέβηκε σ’ έναν πελώριο ελέφαντα. Είχε επιβλητικό παράστημα και τα ακόντια που έριχνε έδιναν την εντύπωση ότι είναι βέλη από καταπέλτες. Η διαφαινόμενη, ως τότε, νίκη των Μακεδόνων άρχισε να μετατρέπεται σε ινδική επικράτηση.

Με την παρέμβαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όμως, η τάξη... αποκαταστάθηκε. Έδωσε εντολή οι τοξότες και οι Αγριάνες να χτυπούν τους ελέφαντες και τους αναβάτες τους. Η ορμή της αντεπίθεσης ανακόπηκε. Καθώς οι περισσότεροι αναβάτες των ελεφάντων έπεφταν νεκροί, τα θηρία που ήταν λαβωμένα από τα πολλά τραύματα και χωρίς καθοδήγηση, καταπατούσαν τους πεζούς, κυρίως τους Ινδούς. Καθώς περνούσε η ώρα, οι ελέφαντες καταπονημένοι έκαναν όλο και πιο αδύναμες επιθέσεις. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία οι πεζοί Μακεδόνες να τους εξοντώνουν με τσεκούρια και τις «κοπίδες» (καμπύλα σπαθιά), όπως περιγράφει ο Κούρτιος.

Ο Αλέξανδρος κύκλωσε το ιππικό των Ινδών και σχεδόν το εξόντωσε, ενώ οι εφεδρείες (με επικεφαλής τους Μελέαγρο, Άτταλο και Γοργία), πέρασαν τον Υδάσπη και βοήθησαν σημαντικά, μαζί με τις δυνάμεις του Κρατερού, στην εξόντωση των πεζών του Πώρου.

Έτσι, η μεγάλη μάχη του Υδάσπη, που κράτησε ως το τέλος της μέρας, έληξε με θρίαμβο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.






Αλέξανδρος και Πώρος: Απολογισμός και τελική εκτίμηση της μάχης του Υδάσπη

Ο Πώρος, αν και τραυματισμένος (9 πληγές είχε, κατά τον Κούρτιο), συνέχισε να πολεμά με λίγους άνδρες. Τελικά, αποχώρησε από το πεδίο της μάχης πάνω σ’ έναν ελέφαντα.

Ο Αλέξανδρος έστειλε τον Ταξίλη να του συστήσει να παραδοθεί. Ο Πώρος, εχθρικά διακείμενος προς τον Ταξίλη, του έριξε ένα ακόντιο, χωρίς να τον πετύχει. Ο Αλέξανδρος έστειλε τότε στον Πώρο τον παλιό του φίλο, Μερόη. Ο Πώρος, εξαντλημένος από τα τραύματα και εξουθενωμένος από τη δίψα, κατέβηκε από τον ελέφαντα και παραδόθηκε. Ζήτησε κι ήπιε νερό και έπειτα παρουσιάστηκε μπροστά στον Αλέξανδρο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από το παράστημά του, αλλά κυρίως από το φρόνημα και τη γενναιότητά του στη διάρκεια της μάχης.

Ρώτησε τον Πώρο πώς θέλει να του φερθεί. «Βασιλικώς», απάντησε εκείνος. Τον ρώτησε αν θέλει να προσθέσει κάτι άλλο και ο Πώρος είπε : «πάντα εστί εν τω βασιλικώς».

Ικανοποιημένος ο Μέγας Αλέξανδρος, του είπε ότι θα συνεχίσει να ηγεμονεύει στις περιοχές που βασίλευε. Αργότερα, πρόσθεσε κι άλλες περιοχές στο κράτος του και τον άφησε τελείως ανεξάρτητο, χωρίς δηλαδή σατράπη ή στρατιωτική φρουρά στην περιοχή του. Φρόντισε μάλιστα να τον συμφιλιώσει με τον Ταξίλη κι έτσι είχε δύο ισχυρούς συμμάχους στην ευρύτερη περιοχή.

Oι απώλειες του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Υδάσπη, ήταν μεγαλύτερες από κάθε άλλη προηγούμενη μάχη. 230 ιππείς και 80 πεζοί κατά τον Αρριανό, 280 ιππείς και περισσότεροι από 700 πεζοί, κατά τον Διόδωρο, που φαίνεται να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Οι απώλειες του στρατού του Πώρου ήταν, όμως, πολύ μεγαλύτερες. 20.000 πεζοί και 3.000 ιππείς (Αρριανός), 12.000 συνολικά (Διόδωρος). Σκοτώθηκαν οι δύο γιοι του Πώρου, όλοι οι στρατηγοί και οι ιππάρχες, όλοι οι οδηγοί των ελεφάντων και των αρμάτων, τα οποία καταστράφηκαν όλα, ενώ όσοι ελέφαντες επιβίωσαν, πιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν (80 κατά τον Διόδωρο). Επίσης, οι αιχμάλωτοι, σύμφωνα με τον Διόδωρο, ήταν 9.000.

Η διάβαση του Υδάσπη και η μάχη που ακολούθησε θεωρούνται ως μία από τις σημαντικότερες πολεμικές επιχειρήσεις της αρχαιότητας. Στη μάχη έλαμψε η στρατιωτική ιδιοφυία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η στρατηγική και η τακτική που εφάρμοσε, παραμένουν υποδειγματικές.

Ο μεγάλος Έλληνας στρατηλάτης διέταξε να χτιστούν στην περιοχή δύο πόλεις. Η μία στο πεδίο της μάχης, που ονομάστηκε Νίκαια, και η άλλη στο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησε και πέρασε τον Υδάσπη. Αυτή την ονόμασε Βουκέφαλα ή Βουκεφάλα κατά τον Αρριανό, Βουκεφαλία κατά τον Πλούταρχο, για να τιμήσει το αγαπημένο του άλογο, τον Βουκεφάλα, που λόγω της ζέστης και της προχωρημένης ηλικίας του (30 ετών περίπου), ξεψύχησε εκεί.




Μερικά ακόμα στοιχεία για τη μάχη του Υδάσπη

Όπως αναφέραμε, οι Μακεδόνες εντυπωσιάστηκαν από τους Ινδούς σοφούς. Μόλις είδαν τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν έδειξαν ούτε ευχαρίστηση ούτε στενοχώρια. Άρχισαν μόνο να κάνουν βήματα σημειωτόν, θέλοντας να του δείξουν ότι όσο κι αν προσπαθήσει στη Γη, δεν θα κερδίσει περισσότερα απ’ όσα βρίσκονται κάτω από τα πόδια του.

Ο Αλέξανδρος ζήτησε από το πιο σοφό απ’ όλους, τον Δάνδαμη, να τον ακολουθήσει. Εκείνος όμως αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δεν επιθυμεί τίποτα απ’ όσα έχει ο βασιλιάς και δεν φοβάται πως ο βασιλιάς μπορεί να του πάρει κάτι.

Ο Κάλανος, γνωστός στα ινδικά ως Σφίνης, που όπως είδαμε ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο, κατακρίθηκε από τους άλλους σοφούς, που τον χαρακτήρισαν «άτομο χωρίς καμία αυτοκυριαρχία».

Ο Πλούταρχος αναφέρει κι ένα ακόμα συμβάν. Ο Αλέξανδρος έστειλε τον φιλόσοφο Ονησίκριτο, μαθητή του Διογένη του Σινώπιου, που είχε μαζί του, να μιλήσει με τους Ινδούς σοφούς. Αυτοί τον ανάγκασαν να βγάλει τα ρούχα του, αφού οι ίδιοι ήταν γυμνοί. Ο Ονησίκριτος άρχισε να τους μιλά για τον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα και τον Διογένη και του απάντησαν μόνο ότι εκείνοι έζησαν τη ζωή γτους πολύ υποταγμένοι στους νόμους.

Ο Αθηναίος συγγραφέας Μηχανικός (2ος αι. μ.Χ.) γράφει ότι ο Κάλανος κατηγόρησε τους Έλληνες φιλοσόφους για πολυλογία, ενώ οι Ινδοί σοφοί ήταν ολιγόλογοι ακόμα και σε σοβαρές υποθέσεις. Ο Κούρτιος αναφέρει ότι, όταν ο Αλέξανδρος είδε τη διάταξη του ινδικού στρατού, είπε : «Επιτέλους, να που βλέπω και άξιον για μένα κίνδυνο».

Η διάβαση του Ροδανού από τον Αννίβα (γύρω στο 218 π.Χ.) παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη διάβαση του Υδάσπη από τον Αλέξανδρο. Σίγουρα, όπως αναφέρεται κι από τον Τίτο Λίβιο, ο Καρχηδόνιος ηγέτης είχε βασίσει τα σχέδια του σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτά του Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Πολύβιος περιγράφει τις σχεδίες που κατασκεύασε ο Αννίβας για να μετακινήσει τους ελέφαντες. Φαίνεται ότι οι σχεδίες που χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος για να μεταφερθούν τα άλογά του ήταν παρόμοιας κατασκευής.

Το σχέδιο του Αλεξάνδρου να περάσει από το ψηλό ακρωτήριο στο δασωμένο νησί κι από εκεί στην απέναντι όχθη, φαίνεται ότι υιοθέτησε και ο στρατηγός Wolfe κατά την εκστρατεία του στο Κεμπέκ το 1759.

Για την ακριβή τοποθεσία της μάχης και το σημείο απ’ όπου ο Αλέξανδρος πέρασε στην απέναντι όχθη του Υδάσπη, έχουμε τα εξής στοιχεία. Σύμφωνα με τον Φροντίνο, ο Μακεδόνας στρατηλάτης «οδήγησε τον στρατό του απέναντι, σε ένα ψηλότερο σημείο του ποταμού».

Το 1931, ο Aurel Stein διατύπωσε την πλέον πειστική θεωρία για την πορεία του Αλεξάνδρου από τα Τάξιλα ως τον Υδάσπη και τη διάβαση του ποταμού. Φαίνεται πιθανότερο ότι ακολούθησε το μονοπάτι που μέσω του Τσακουάλ, της Άρα και του περάσματος Ναντάνα οδηγεί στο Χαρανπούρ, όπου σήμερα η σιδηροδρομική γέφυρα διασχίζει τον Τζέλουμ. Αυτή η εκδοχή συμφωνεί με όσα γράφουν ο Στράβωνας και ο Πλίνιος.

Το μονοπάτι αυτό ακολουθήθηκε από τον σουλτάνο Μαχμούντ του Γκαζνί το 1014 και από τον αυτοκράτορα Μπαμπούρ το 1519, κατά τις εισβολές τους στην Ινδία.

Το ακρωτήριο είναι το σημερινό Μανγκάλ Ντεβ, που υψώνεται περίπου 335 μέτρα πάνω απ’ την κοίτη του ποταμού.

Τέλος, το νησί Αντμάνα που, όπως είπαμε, είναι το αρχικό νησί όπου αποβιβάστηκαν οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου, έχει μήκος 10 χιλιόμετρα, μέγιστο πλάτος 2,5 χιλιόμετρα και είναι πυκνά δασωμένο.










Η  διάβαση του Υδάσπη από τον Αλέξανδρο μπορεί να παραλληλιστεί με ελάχιστες επιχειρήσεις της παγκόσμιας ιστορίας.Μία από αυτές,είναι η μεταφορά διαμέσου της Μάγχης 2.000 ιπποτών με τα άλογά τους και 3.000 πεζών του Γουλιέλμου του Κατακτητή,στο Πέβενσεϊ της Αγγλίας το 1066,επιχείρηση που χρειάστηκε 12 ημέρες και η αποβίβαση 8.000-10.000 ανδρών του Ερρίκου Ε' στο Αρφλέρ της Γαλλίας,η οποία έγινε σε 3 μέρες τον Αύγουστο του 1415.
 




ΠΗΓΕΣ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ 4, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
J.F.C. FULLER , «Η ΙΔΙΟΦΥΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ, 2005
Β. ΓΚΑΒΟΥΡΟΦ – Δ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, 2003

Εκπαιδευτικά Νέα