Newsletter

Συμπληρώστε το e-mail σας και διαβάστε το καθημερινό newsletter από το dictyo.gr
  
  
  

snow_week
«Όχι» λέει το υπουργείο Παιδείας στη «λευκή εβδομάδα», όπως ονομάστηκε η πρόταση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ), τα σχολεία μετά την Καθαρά Δευτέρα να παραμείνουν κλειστά για τέσσερις ημέρες, ώστε οι μαθητές και οι οικογένειές τους να έχουν την ευκαιρία για χειμερινό τουρισμό εκμεταλλευόμενοι και τις καλύτερες τιμές που θα κάνουν οι ξενοδόχοι. «Φαίνεται ότι δεν έχει ωριμάσει η πρόταση για άμεση εφαρμογή της», ανέφερε χθες στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου, σε μια δήλωση που καταδεικνύει τις προθέσεις της ηγεσίας του. Προθέσεις, που είχαν διαφανεί και από την καθυστέρηση στη λήψη απόφασης, καθώς η πρόταση της ΠΟΞ είχε γνωστοποιηθεί τη Δευτέρα, την Τρίτη συναντήθηκαν οι υπουργοί Παιδείας και
Τουρισμού και αποφάσισαν να μελετήσουν το θέμα και να ανακοινώσουν την απόφασή τους σήμερα ή αύριο…

Ειδικότερα, το υπ. Παιδείας δεν συναινεί στην πρόταση της ΠΟΞ επειδή η διακοπή του σχολικού έτους θα επιβάρυνε την προσπάθεια των εκπαιδευτικών να ολοκληρώσουν τη διδακτέα ύλη. Ηδη, άλλωστε, θεωρείται ότι το σχολικό έτος είναι μικρό, και ειδικά για τα Γυμνάσια και τα Λύκεια όπου τα μαθήματα αρχίζουν στις 11 Σεπτεμβρίου και ολοκληρώνονται περί τις 20 Μαΐου (ακολουθούν εξετάσεις). Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, εξετάζεται η επιμήκυνση του σχολικού έτους.

Βέβαια, το υπ. Παιδείας στάθμισε και τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών και τωνγονιών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι δεν τους λείπει ο ελεύθερος χρόνος για διακοπές αλλά τα χρήματα. «Καλούμε το υπ. Παιδείας, αν θέλει να αντιγράψει ευρωπαϊκές πολιτικές, να το κάνει για αυτές που είναι ουσιαστικές, που έχουν σχέση με τους οικονομικούς πόρους για την παιδεία και όχι να διολισθαίνει σε ανούσιες και προκλητικές, με δεδομένη την οικονομική συγκυρία, προτάσεις», ανέφερε η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΔΟΕ). Από την πλευρά της, η ΟΛΜΕ αξιοποίησε την πρόταση των ξενοδόχων για να δώσει, σε ακόμη μία περίπτωση, το κομματικό της στίγμα. «Είναι ολοφάνερη η απαξίωση της εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού έργου, στο όνομα της τόνωσης της επιχειρηματικής δράσης. Δημιουργείται μια ξεκάθαρη κουλτούρα παρέμβασης των επιχειρήσεων στη ζωή του σχολείου, πράγμα άλλωστε που ταιριάζει και με τις συνολικότερες κατευθύνσεις της Ε.Ε. για την εκπαίδευση. Αυτό που κάνουν σήμερα οι ξενοδόχοι θα μπορεί να το κάνει αύριο οποιαδήποτε επιχειρηματική ομάδα, όταν κρίνει ότι μία ή άλλη πτυχή της σχολικής ζωής είναι εμπόδιο στην κερδοφορία της. Σήμερα είναι ο σχολικός χρόνος, αύριο το σχολικό ωράριο ή το περιεχόμενο ενός μαθήματος που θα ενοχλήσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα».
Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου 2014 02:09

ΕΛΜΕ ΛΑΡΙΣΑΣ: Σύγκληση Γενικής Συνέλευσης 21/1/2014

Γράφτηκε από

Ε.Λ.Μ.Ε.
ΝΟΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ
Λαπιθών 6                                                                                          Αρ. Πρωτ.: 1
41221,Λάρισα                                                                                   Λάρισα, 15 -01-2014
Τηλ: 2410-255694                                                                              
Fax: 2410-532357                                                                               Προς:
                                                                                                            Σχολεία Ν. Λάρισας
                                                                                                            Τύπος

                

                            ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

 
 
Το Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Λάρισας συγκαλείΓενική Συνέλευσητην Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014 και ώρα 19:30 μμ στο αμφιθέατρο του Μουσικού Γυμνασίου Λάρισαςμε θέματα:
·         την εισήγηση της ΟΛΜΕ για το πρόγραμμα δράσης το επόμενο διάστημα με αιχμή το θέμα των διαθεσιμοτήτων-απολύσεων και την πρόταση για 24ωρη απεργία την Παρασκευή 7/2/2014,

ημέρα που εκδικάζεται η υπόθεση της διαθεσιμότητας των εκπαιδευτικών στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

·         την εισήγηση της ΟΛΜΕ για την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων.
Καλούμε όλους τους συναδέλφους να δώσουν μαζικά το παρόν για να συντονίσουμε τη δράση μας απέναντι στα δύο μεγάλα μέτωπα της περιόδου (διαθεσιμότητες – αξιολόγηση).
 
ΤΟ Δ.Σ. της ΕΛΜΕ
Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου 2014 02:05

Οι Έλληνες της Καραμανίας και της Καππαδοκίας

Γράφτηκε από

kappadokia-ekklhsia-sto-braxo-L
Από τους Έλληνες που συνέρεαν από διάφορα μέρη του εσωτερικού της Μ. Ασίας προς την Κωνσταντινούπολη μέσω Σκουταρίου (συγχρόνως από ότι φαίνεται με Αρμένιους εμπόρους της Ανατολής) οι περισσότεροι ήταν κάτοικοι της Καραμανίας, Καππαδοκίας και του Πόντου.
Οι χώρες αυτές υπήρξαν τα ζωτικά κέντρα του ελληνισμού επί τουρκοκρατίας στην Μ. Ασία, οι κιβωτοί που τον γλύτωσαν από τον μεγάλο κατακλυσμό.
Η φτώχια των κατοίκων των περιοχών αυτών, αλλά και οι επιδρομές των γειτονικών Τούρκων, και γενικά οι επισφαλείς συνθήκες ζωής, για τις οποίες μιλούν ακόμη οι αόριστες κατά τόπους παραδόσεις και οι σωζόμενες πανάρχαιες τρωγλοδυτικές οικήσεις ή καταφύγια
(καπάγγια ή τρόχια, όπως λεγόνταν στην Σινασό, καταφύδια ή κεκέρια, στα Σύλατα) ή οι απόμεροι

μακριά από τους δημοσίους δρόμος συνοικισμοί σε υψώματα του Ταύρου (όπως π.χ. οι γύρω από την Νίγδη), φαίνεται ότι υπήρξαν τα κύρια αίτια των μετακινήσεων.

Από την Καππαδοκία έχουμε κάθοδο κατοίκων ιδίως προς τον Εύξεινο Πόντο, με τον οποίο άλλωστε γειτονεύει (λεγόνταν και η Καππαδοκία η εν Πόντω) και είχε πάντοτε επικοινωνία.
(Γι' αυτό τα γλωσσικά τους ιδιώματα παρουσιάζουν σαφή σημεία αλληλεπιδράσεων, ιδίως τα μεσογειότερα του Πόντου έχουν αρκετές ομοιότητες με της Καππαδοκίας).
Πραγματικά τα στατιστικά στοιχεία των τουρκικών αρχείων μας παρουσιάζουν μέσα σ' ένα και μόνο αιώνα, τον 16ο, την αύξηση των χριστιανικών οικογενειών των λιβάδων της Άγκυρας από το 590 σε 1.347, της Κασταμονής από 570 σε 1.889, της Γάγγρας (Kiangri) από 81 σε 453, του Κοτζά Ιλί από 27 σε 1.993.
Ακόμη στον λιβά Boli, όπου δεν σημειώνονται χριστιανοί κάτοικοι, με την απογραφή του 1570 – 1580 εμφανίζονται 134 χριστιανικές οικογένειες.
Παράλληλα ο Γάλλος γεωγράφος V. Cuinet, βασιζόμενος μόνο στην προφορική παράδοση, σημείωνε πως οι Έλληνες της Γάγγρας των τελευταίων αιώνων ήταν απόγονοι εν μέρει παλιών κατοίκων της Παφλαγονίας και εν μέρει εμπόρων Ελλήνων της Καισάρειας και της Άγκυρας, που ήλθαν εκεί μεταξύ 1650 – 1700.
Είναι αυτονόητο τώρα – ύστερ' από την γνώση των θετικών στατιστικών στοιχείων – ότι η άφιξη των πρώτων νέων Ελλήνων εποίκων στην πόλη αυτή πρέπη να αναχθή πολύ παλιότερα, ίσως στους χρόνους μετά την Άλωση.
Το ανθρώπινο αυτό ρεύμα συνεχίζοντας την πορεία του παρακάτω, προς την θάλασσα, έφτανε στο Παρθένι (Παρθενία, τουρκ. Μπαρτίν), τρεις ώρες μακριά από τον Εύξεινο Πόντο.
Η κωμόπολη αυτή κατά τις αρχές του 20ου αι. Είχε (σε σύνολο 10.000 κατοίκων) 1.500 Έλληνες, εποίκους από την Σαφράμπολη, Σινώπη, Καισάρεια, Φερτέκ, Προκόπιο και αλλού.
Στην Ποντοηράκλεια οι περισσότεροι κάτοικοι τον 15ο αι., συγκεκριμένα στα 1404, ήταν Έλληνες, αλλά φαίνεται ότι πολλοί είχαν σκορπιστή κατά την διάρκεια του 15ου αι., γιατί η πόλη παύει να εμφανίζεται στον κατάλογο των μητροπόλεων του αιώνα αυτού.
Μολαταύτα φαίνεται ότι έμεινε ένας μικρός πυρήνας του παλαιού βυζαντινού πληθυσμού της, ο οποίος ενισχύθηκε με την προσέλευση νέων εποίκων 12 πού είχαν προέλθει από διάφορα μέρη της Μ. Ασίας, από τα τέλη του 17ου αι. και εξής, και ήταν τουρκόφωνοι.
Οι Τούρκοι συζούσαν με τούς Έλληνες, αλλά κατά τα μέσα ίσως του 17ου αι. μετοίκησαν στην παραλία και έχτισαν ξεχωριστό χωριό, πού το ονόμασαν Έρεγλί, ενώ ή παλιά Ηράκλεια ονομάστηκε Τεπέκιοϊ ή Γκιαούρ Έρεγλί.
Όταν πληθύνθηκε ό χριστιανικός της πληθυσμός, γίνεται στα 1672 ή ανασύσταση της επισκοπής Ποντοηρακλείας.
Η Αμάσρα (Άμαστρις) στις αρχές του 17ου αι. κατοικείται από Τούρκους, Έλληνες και Αρμενίους. Ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πρέπει να κατάγεται από εντόπιους, αφού ή πόλη παραδόθηκε με συνθήκη στον Μεχμέτ Β' στα 1460.
Είναι πολύ πιθανόν ότι οι Έλληνες των περιοχών Κασταμονής και Σινώπης προέρχονται, τουλάχιστο κατά ένα μέρος, από απογόνους αρχαίων Ελλήνων αποίκων της Σινώπης ό εντόπιος ελληνικός πληθυσμός ελαττώθηκε πολύ και εξαθλιώθηκε, αλλά ένα μέρος επέζησε, όπως και στην Ποντοηράκλεια.
Η Σινώπη έγινε με το πέρασμα του χρόνου το μεγαλύτερο λιμάνι του Πόντου και παρατηρήθηκε προς τα εκεί συρροή Ελλήνων από τα δυτικά παράλια τής Μ. Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου.
Αιτία ήταν ότι οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει εκεί μεγάλα ναυπηγεία, έδιναν φορολογικά προνόμια στους Έλληνες ναυπηγούς και τεχνίτες, για να τούς προσελκύουν. Το γλωσσικό τους ιδίωμα πρόδιδε την Ιωνική καταγωγή τους.
Στην Αμισό (Σαμψούντα) διασώθηκε πυρήνας από τον ελληνικό και ελληνόφωνο πληθυσμό τής βυζαντινής εποχής, ο οποίος και εδώ ενισχύθηκε με την κάθοδο Ελλήνων κατοίκων του εσωτερικού, κυρίως από την Περιοχή της Καισάρειας. Από την ίδια περιοχή προήλθαν και οι κάτοικοι του Μαρσουβάν και του Ζήλε.
Οι Έλληνες των Κοτυώρων (Ορντού) δεν είναι γηγενείς, αλλά προέρχονται από τα περίχωρα τής Αργυρούπολης και κατέβηκαν στα 1765, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ίσως όμως και από πολύ παλιότερα.
Μικρό ελληνικό πληθυσμό διέσωσε ή Κερασούς, ή οποία παραδόθηκε με συνθήκη στον Μεχμέτ Β', ύστερ' από οκτώ χρόνων πολιορκία. Σύμφωνα με την παράδοση, σωζόταν ή σχετική συνθήκη ως τις αρχές του 19ου αι. στην παλιά οικογένεια Φωτείνογλου.
Κατά τούς όρους αυτής, Έλληνες και Τούρκοι συζούσαν μέσα στο φρούριο ως τις αρχές του 20ου αι.. Η ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε, ώστε ν' αυξηθή ό πληθυσμός της και να εκταθή ή πόλη προς ανατολάς, δυσμάς και νότο.
Το μεγαλύτερο κέντρο, προς το οποίο ξενιτεύονται οι Έλληνες τής Καππαδοκίας και Καραμανίας, οι γνωστοί και ως σήμερα για το εμπορικό τους πνεύμα Καραμανλήδες, είναι ή Κωνσταντινούπολη (βλ. υπ' αρ. 5 χάρτη μετακινήσεων μέσα στην Μ. Ασία*).
Πότε για πρώτη φορά μετακινήθηκαν προς τα εκεί αποτελεί πρόβλημα. Εμφανίζονται πολύ νωρίς, λίγα χρόνια μετά την άλωση.
Στα 1466 αναφέρεται ότι κάτοικοι των Λαράνδων (Καραμάν) και του Ικονίου μεταφέρθησαν στην Κωνσταντινούπολη για τον ανασυνοικισμό της, αλλά είναι άγνωστο αν στην αρχή μετακινήθηκαν εκούσια ή ακούσια.
Ορισμένοι, φαίνεται, Καραμανλήδες στις αρχές μετατοπίστηκαν βίαια στην Πόλη και έπειτα ή προκοπή πολλών απ' αυτούς έγινε κίνητρο για τούς άλλους, τούς φτωχούς συμπατριώτες τους, πού έμεναν και αγωνίζονταν να επιζήσουν στα αυχμηρά υψίπεδα τής Κεντρικής Μ. Ασίας.
Πάντως στα 1477 «οι άνθρωποι από το Καραμάν», όπως τούς ονομάζει τουρκική στατιστική, είχαν μέσα στην Πόλη 750 σπίτια (οι Τούρκοι 9.000, οι Έλληνες 3.000, οι Εβραίοι 1.500, οι χριστιανοί του Καφά 267 και οι Τσιγγάνοι 31).
Την ίδια ακριβώς εποχή δύο Έλληνες, ό Καισαρείογλου και ό Πετραβέρης, από τούς οποίους ό πρώτος είναι οπωσδήποτε Καππαδόκης, όπως μαρτυρεί το όνομά του, μισθώνουν με 1.000.12 άσπρα τούς δασμούς δημητριακών πού εισάγονται στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Καραμανλήδες κατά τον 16ο αι. αναφέρονται ως περίφημοι έμποροι και τεχνίτες, ιδίως χρυσοχόοι και κλειδαράδες. Τα καταστήματά τους είναι κοντά στο μπεζεστένι. Οι γυναίκες τους κάνουν στα σπίτια ωραία εργόχειρα με την βελόνη και τα πουλούν στο μπεζεστένι ή σε άλλους δημόσιους τόπους.
Οι φτωχότερες πουλούν μέσα στην πόλη αυγά, πουλερικά, γάλα, τυρί, χόρτα (βλ. εικ. 32. Βλ. και σ. 438, όπου αμφίεση χωρικής πιθανόν από τα περίχωρα τής Κωνσταντινούπολης*).
Οι περισσότεροι είναι πλούσιοι, κατοικούν σε μια συνοικία ονομαζόμενη Καρμανιά, μιλούν τουρκικά, δεν ξέρουν ελληνικά ή πολύ λίγα και έχουν μια επιβλητική εκκλησία, του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς και ωραία ευρύχωρα σπίτια με γραφικούς κήπους.
Δείχνουν μεγάλο σεβασμό προς τον Πατριάρχη. Η λειτουργία στην εκκλησία τους γίνεται στην ελληνική. γυναίκες των πλούσιων Καραμανλήδων βγαίνουν λίγο μόνο, για την εκκλησιά ή για το μπάνιο.
Πηγαίνουν στις εκκλησιές με τις χρυσοΰφαντες φορεσιές τους και με τα κοσμήματά τους από καθαρό χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες πού στολίζουν λαιμό, αυτιά, χέρια.
Ο βαρύτιμος αυτός στολισμός τους κάνει τόση εντύπωση στον Garlach, ώστε ομολογεί ότι στην Γερμανία ούτε μια βασίλισσα δεν θα ντυνόταν με τέτοια μεγαλοπρέπεια.
Η αποδημία των κατοίκων τής Καραμανίας και Καππαδοκίας προς την Κωνσταντινούπολη και προς τις μικρασιατικές πόλεις συνεχίζεται ως τις αρχές του 20ου αι. με έκδηλο τον αντίκτυπο στην υλική και πνευματική ανάπτυξη των πατρίδων τους.
Ως το τέλος του 19ου αι., όταν το αγόρι γινόταν 12 ή το πολύ 15 ετών, το έστελναν συντροφιά με καραβάνια (τα μεταγωγικά ήταν μουλάρια) στην Κωνσταντινούπολη.
Επέστρεφε στην πατρίδα του μόνο για να πάρη γυναίκα και ύστερ' από τρεις ή τέσσερες μήνες ξαναγύριζε πίσω στην εργασία του, για να συντηρήση την οικογένειά του και να εξασφαλίση τα γηρατειά του.
Αξιομνημόνευτοι ήταν οι στενοί δεσμοί, πού έδεναν τούς ξενιτεμένους αυτούς με την ιδιαίτερή τους πατρίδα και με τούς δικούς των. Αργά ή γρήγορα, ανάλογα με τα οικονομικά τους συμφέροντα, την ψυχική τους αντοχή και την ηλικία έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού.
Η εικόνα αυτή της επιστροφής των αποδήμων έμεινε ζωντανή και αναλλοίωτη αιώνες ολόκληρους ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ενδιαφέροντα είναι όσα διέσωζε ή προφορική παράδοση ως τα τέλη του 19ου αι. για την κάθοδο των Καππαδοκών προς τα άλλα μέρη της Μ. Ασίας και προς την Κωνσταντινούπολη.
«Αλλά το μεν ή επί το αυτό συρροή πολλών, το δε και το ανεπιτήδειον διά γεωργίαν λεπτόγειον και βραχώδες έδαφος τής Σινασού και τής όλης Καππαδοκίας, εκτός ευαρίθμων μερών,
κατάλληλον δε μόνον δι' αμπελοφυτείαν, δενδροκομίαν και λαχανοφυτείαν, και ή μη κατανάλωσις των εξ αυτών προϊόντων ηνάγκασε τούς κατοίκους τής Σινασού, ως και όλης εν γένει τής Καππαδοκίας, να ζητήσωσιν αλλαχού πόρον ζωής.
Οι Σινασείς κατ' αρχάς μετέβαινον εις διάφορα τής Μικράς Ασίας μέρη και κατεσκεύαζον λινέλαιον, όπερ εκποιούντες κατά το έαρ επανήρχοντο και διεθέριζον εις τας πατρίδας των, ως πράττουσι σήμερον οι κάτοικοι τής Βαγδαονίτιδος πεδιάδος (Πουτάκ οβά).
Ότε δε μετά την άλωσιν τής Κων/πόλεως επέτρεψεν ό πορθητής εις πάντας τούς κατοίκους τής αυτοκρατορίας του να εμπορεύωνται εν αυτή, έκτοτε φαίνεται ήρξαντο οι Σινασείς να καταφεύγωσιν εις Κων/πολιν, εις ην βαθμηδόν αποκατεστάθησαν και ανεδείχθησαν εμπορικώς...
Κατ' αρχάς μεν ήσαν πλείστοι και ενταύθα ελαιοτρίβαι κατασκευάζοντες λινέλαιον και σησαμέλαιον, άλλοι δε παντοπώλαι και άλλοι ιχθυοπώλαι, οι τελευταίοι δε ούτοι ταριχεύοντες τούς μη πωλουμένους ιχθύς και πωλούντες αυτούς παστούς,
εν καιρώ δε νηστείας πωλούντες χαβγιάρια, ωοτάριχον και λοιπά νηστήσιμα είδη, απετέλεσαν βαθμηδόν μίαν των εν Κωνστανντινουπόλει επισήμων συντεχνιών, την και μέχρι σήμερον υπάρχουσαν, την των Χαβγιαράδων.
Αξιοσημείωτος δε είναι ή μεγάλη αυτών φιλοπατρία, τις απ' αρχής έτι διέκρινεν αυτούς, ότε το μόνον της συγκοινωνίας μέσον το ή ημίονος, αί δε οδοί λίαν επίφοβοι• ούτοι δεν εδίσταζον να σχηματίζωσι πολυάριθμον συνοδείαν (κερβάνιον)
και να οδοπορώσιν επί 25 - 30 ημέρας εν κακουχίαις και μόχθοις, έχοντες μεθ' εαυτών το πτυάριον, την αξίνην και τα λοιπά της ταφής χρειώδη, ίνα εν περιπτώσει θανάτου θάψωσιν αλλήλους,
διότι πολλάκις εύρισκον καθ' οδόν τον θάνατον, είτε εκ νόσου τινός, είτε ληστευόμενοι και εν μια στιγμή απολλύντες ού μόνον ό,τι εν κόποις και ιδρώσιν επί μακρόν χρόνον εκέρδισαν,
αλλά πολλάκις και αυτήν την ζωήν των ριψοκινδυνεύοντες, και ταύτα πάντα υφίσταντο ίνα απολαύσωσιν έστω και επί έξ μόνον μήνας την προσφιλή πατρίδα και τούς αγαπητούς αυτών συγγενείς.
Άλλοτε δε κατέστρεφον και την μόλις συμπαγείσαν εν τη ξένη εργασίαν δι' ήν επί έτη εμόχθησαν, διότι ή νοσταλγία δεν επέτρεπεν αυτοίς να μένωσιν εν αυτή πλέον των 4 ή 5 ετών...».
Τα τραγούδια τής ξενιτειάς των Καππαδοκών, όπως και των Ηπειρωτών, ήταν πολύ τρυφερά. Σ' ένα απ' αυτά ή τουρκόφωνη κόρη τραγουδά το κακό ριζικό της και το τραγούδι της σε μετάφραση έχει ως εξής:
Έστησα τη ματιά μου στο δρόμο τής Πόλης,
για χάρη ενός παλικαριού έδωσα την ύπαρξή μου.
Πόλη, πόλη, πού να γινόσουν ρημάδι,
να παράσερνε το ρέμα τις πέτρες και το χώμα σου!
Τι έκανα σε σένα ξενιτειά; Τι σου 'καμα, τι σου 'φταιξα;
και με διπλή αλυσίδα έφραξες το δρόμο μου;
Στο δρόμο για την Πόλη ένα πουλί με το ριζικό του,
χωρισμένη απ' το ταίρι της μια πέρδικα κελαηδάει:
- Χειρότερο κι' απ' το θάνατο, να χωριστής από το ταίρι σου.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου, γρήγορα έλα, σε δύσκολη είμαι θέση.
Δέκα τρία χρόνια πέρασαν από τότε πού 'φυγες, αφέντη μου,
κάρπισαν όλα πού φύτεψες τα δένδρα,
γύρισαν πίσω οι αφεντάδες πού φύγανε μαζί σου.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου, δε σού φτάνει πια;
Δεν σ' αφήνει να φύγης ή σκληρή ξενιτειά;
(*Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β' τομ., Θεσσαλονίκη 1976.)
(e-istoria.com)
(defencenet)

Όπως κάθε συμπεριφορά, έτσι και η διατροφική συμπεριφορά
ρυθμίζεται κυρίως από το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ). Τα κύρια κέντρα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν τη διατροφική συμπεριφορά βρίσκονται στο επίπεδο του υποθαλάμου. Οι κλασικές απόψεις της δεκαετίες του 50 σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν δύο ξεχωριστά κέντρα στον υποθάλαμο, ένα της όρεξης και ένα του κορεσμού, έχουν αντικατασταθεί από τις σύγχρονες απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η αλληλεπίδραση διαφόρων νευροδιαβιβαστών και νευροορμονών στον υποθάλαμο και σε άλλα σημεία του εγκεφάλου παίζουν ρόλο στην εναλλαγή πείνας και κορεσμού. Οι νευροδιαβιβαστές αυτοί λειτουργούν μέσα σε νευρωνικά κυκλώματα τα οποία δέχονται ορμονικά και νευρικά ερεθίσματα από τουςπεριφερικούς ιστούς. Τα
ερεθίσματα αυτά στέλνουν πληροφορίες στον εγκέφαλο αναφορικά με την από την ενεργειακή κατάσταση του οργανισμού και επιτρέπουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την προσαρμογή της πρόσληψης τροφής ανάλογα με τις ανάγκες.
Η φυσιολογική αυτή ρύθμιση επηρεάζεται από διάφορους ψυχολογικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες οι οποίοι πολλές φορές εκτρέπουν την ενεργειακή αυτή ισορροπία από τα φυσιολογικά όρια και μπορεί να προκαλέσουν διαταραχή στο σωματικό βάρος με αποτέλεσμα παχυσαρκία ή απίσχναση.
Ένα επεισόδιο πρόσληψης τροφής αποτελείται από 3 φάσεις : Την
προγευματική, την φάση του κυρίου γεύματος και την μεταγευματική φάση.
Κατά την προγευματική φάση το άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση για
αναζήτηση τροφής και προετοιμάζει τη διαδικασία του γεύματος. Οι αισθήσεις που συνοδεύουν την φάση αυτή είναι η πείνα (hunger) και ή όρεξη (appetite).
Οι διαφορές των δύο αυτών αισθήσεων είναι ότι η μεν πείνα αποτελεί μια φυσιολογική ανάγκη για φαγητό χωρίς να συνυπάρχει ειδική επιθυμία και η οποία προκαλεί ανησυχία, νευρικότητα και εκνευρισμό ενώ η όρεξη είναι η επιθυμία για συγκεκριμένη τροφή ή ομάδα τροφών (π.χ. έχω όρεξη για μακαρόνια ή για σοκολάτα) και συνοδεύεται με αίσθηση απόλαυσης.
Η κύρια φάση του γεύματος -2η φάση- χαρακτηρίζεται από την έναρξη πρόσληψης τροφής όπου το άτομο επιλέγει την ποσότητα και ποιότητα της τροφής, τη διαδικασία λήψης τροφής και τη διακοπή. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της όρεξης, της απόλαυσης και την έναρξη κορεσμού.
Η μεταγευματική φάση -3η φάση- συνοδεύεται από αίσθημα ευεξίας και ελαφρά υπνηλία οι δε αισθήσεις που κυριαρχούν είναι αυτές του κορεσμού, της πληρότητας και της ικανοποίησης. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να ξεχωρίσουμε τον κορεσμό (satiation) κατά τον οποίο υπάρχει αίσθηση γαστρικής πληρότητας, εξαφάνιση της αίσθησης της πείνας και χαλάρωση, από τον κόρο (satiety) όπου υπάρχει πλήρης αναστολή επιπλέον λήψης τροφής.
Σε γενικές γραμμές η πρόσληψη τροφής μπορεί να ρυθμίζεται είτε
μέσω της ποσότητας της τροφής κατά τη διάρκεια του γεύματος είτε μέσω του μεσοδιαστήματος 2 γευμάτων. Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η ποσότητα (το μέγεθος) του γεύματος είναι αυτή που κυρίως παίζει ρόλο στο μεσοδιάστημα που μεσολαβεί μέχρι το επόμενο γεύμα. Αντίθετα, το μεσοδιάστημα χωρίς γεύμα δεν παίζει σημαντικό ρόλο στο μέγεθος του επομένου γεύματος. Με άλλα λόγια, δεν ισχύει η άποψη ότι οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις από το τελευταίο γεύμα έως το επόμενο οδηγούν σε μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής. Η σημαντική επίδραση του μεγέθους του
γεύματος στο επακόλουθο μεσοδιάστημα νηστείας εξηγείται από το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες κορεσμού οι οποίοι είναι ανάλογοι με το μέγεθος του γεύματος και οι οποίοι εξαφανίζονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.
Η φυσιολογία της διατροφικής συμπεριφοράς αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα στο οποίο εμπλέκονται βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Μεταξύ των βιολογικών παραγόντων κυριαρχεί ο υποθάλαμος του εγκεφάλου ο οποίος δέχεται μηνύματα ενεργειακών αποθεμάτων απότο λιπώδη ιστό (σε χρόνια βάση) μέσω της ινσουλίνης και της λεπτίνης. Επίσης, δέχεται μηνύματα από το πεπτικό σύστημα, μέσω νευροπεπτιδίων όπως η χολοκυστοκινίνη, η γκρελίνη, το GLP1 κ.ά. τα οποία επηρεάζουν κυρίως τον κορεσμό σε οξεία βάση. Βέβαια το βιολογικό αυτό μοντέλο της διατροφικής συμπεριφοράς επηρεάζεται σημαντικά από παράγοντες του περιβάλλοντος αλλά και της προσωπικότητας του ατόμου όπως είναι κοινωνικοί, οικογενειακοί, οικονομικοί, ψυχολογικοί, συναισθηματικοί και παράγοντες υγείας. Φαίνεται ότι η έναρξη πρόσληψης τροφής εξαρτάται περισσότερο από την προσωπικότητα και τους εξωγενείς παράγοντες ενώ η διάρκεια του γεύματος και ο κορεσμός από τους βιολογικούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση και υπό φυσιολογικές συνθήκες η πρόσληψη ενέργειας (τροφής) συγχρονίζεται με την κατανάλωση ενέργειας (καύσεις) ώστε να υπάρχει ομοιοστατική ισορροπία.
Στρες και διατροφική συμπεριφορά
Το στρες (distress) επάγει έναν καταρράκτη αντιδράσεων στο σώμα που ξεκινά από τον υποθάλαμο και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα και καταλήγει στα επινεφρίδια με την απελευθέρωση κορτιζόλης και κατεχολαμινών (επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης). Η προκαλούμενη ανισορροπία επιφέρει άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, όπως δυσλειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος, καταστολή της ανοσολογικής απάντησης και τροποποίηση συμπεριφορών υγείας. Η διατροφική συμπεριφορά, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθορίζουν την υγεία, επηρεάζεται σημαντικά από το στρες.
Ένα ποσοστό ατόμων όταν υποβάλλονται σε οξύ στρες τροποποιούν τη διατροφική τους συμπεριφορά ως απάντηση στο στρεσογόνο ερέθισμα. Αυτή η αλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει μείωση ή αύξηση της καταναλισκόμενης τροφής, σε ποσοστό 30% και 70% αντίστοιχα. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ποσότητα της τροφής που θα καταναλωθεί, οι διατροφικές επιλογές στρέφονται προς μια σταθερή κατεύθυνση και πιο συγκεκριμένα προς την κατανάλωση υψηλών σε θερμίδες, και κυρίως σε λίπος, τροφίμων (τύπου σνακ, με γλυκιά γεύση).
Υπό συνθήκες στρες, φαίνεται ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να υποβαθμίζουν την ποιότητα της διατροφής τους συνολικά καταναλώνοντας περισσότερα ανθυγιεινά τρόφιμα, ενώ ουδέτερη ή μικρή επίδραση έχει το στρες στις διατροφικές επιλογές των ανδρών, οι οποίοι καταναλώνουν τα ίδια ή λιγότερα. Μια πιθανή εξήγηση γι’ αυτή τη διαφοροποίηση είναι ο διαιτητικός περιορισμός, ένα χαρακτηριστικό που εντοπίζεται συχνότερα μεταξύ των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, υπό φυσιολογικές συνθήκες οι γυναίκες περιορίζουν την κατανάλωση γλυκών και λιπαρών τροφίμων, τόσο επειδή επιθυμούν να διατηρήσουν το σωματικό τους βάρος, όσο και εξαιτίας της αυξημένης ευαισθητοποίησής τους σε θέματα υγείας. Ωστόσο, έρευνες υποστηρίζουν ότι τα άτομα αυτά είναι περισσότερο ευάλωτα σε διατροφικές παρεκτροπές υπό συνθήκες στρες, σε αντίθεση με τους μη περιοριστικούς τύπους επειδή ο γνωσιακός έλεγχος που ασκούν καταστέλλεται.
Το στρες διαταράσσει την ανθρώπινη φυσιολογία σε πολλαπλά επίπεδα, μεταξύ των οποίων και τη διατροφική συμπεριφορά. Αν και βραχυπρόθεσμα οι διατροφικές αλλαγές που παρατηρούνται δεν απειλούν την υγεία, όταν το στρες είναι καθημερινό η στιγμιαία τάση κατανάλωσης των λιπαρών, γλυκών σνακ γίνεται συνήθεια με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων σχετιζόμενων με την υπερκατανάλωση κορεσμένου λίπους και ζάχαρης, όπως παχυσαρκία, καρδιαγγειακά νοσήματα κλπ. Στη σημερινή «στρεσογόνο» εποχή είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη για πιο αποτελεσματική διαχείριση των στρεσογόνων παραγόντων και μείωση του στρες.
Οι άνθρωποι που τρώνε όταν είναι πεινασμένοι και σταματούν όταν νιώθουν πλήρεις, είναι συντονισμένοι με τα βιολογικά σήματά τους. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν όρεξη για φαγητό όταν αγχώνονται. Όσοι αγνοούν τα βιολογικά σήματά τους, πρέπει να γνωρίζουν τις συναισθηματικές και ψυχολογικές ωθήσεις που τους οδηγούν κατευθείαν στο ψυγείο - και να βρουν τακτικές αντιστροφής αυτής της κατάστασης. 
Η απάντηση στο άγχος υπογραμμίζει τη σημαντικότητα αυτών των προσεγγίσεων στον έλεγχο βάρους, οι οποίες μειώνουν τον διαιτητικό περιορισμό και δίνουν έμφαση στην υψηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών, που είναι χαμηλά σε θερμίδες και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Αυτά τα τρόφιμα έχουν τη δυνατότητα να αραιώσουν το θερμιδικό φορτίο στα επεισόδια αδηφαγίας.
 της Μαρίας Χιόνη, καθηγήτρια ιατρικής ορολογίας, μεταπτυχιακή φοιτήτρια φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών,medlabnews.gr

Εκπαιδευτικά Νέα